Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από 105 χρόνια στις 13 Μαρτίου του 1913.

Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, ήταν αθλητής της ΑΕΚ, τερματοφύλακας στην Β΄ομάδα την περίοδο 1929-30 και αθλητής στίβου σε αγωνίσματα ταχύτητας. Το 1930 κατατάχθηκε μετά από επιμονή της οικογένειάς του και χωρίς την δική του θέληση στην Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, από όπου τελικά δραπέτευσε κολυμπώντας. Γλύτωσε το Στρατοδικείο μετά από ενέργειες της οικογένειάς του. Το 1934 μετέβη στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει χρυσοχόος, με σκοπό να αναλάβει στην συνέχεια το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας. Εγκατέλειψε τις σπουδές του κι έκανε διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση. Σπούδασε ηθοποιός στο θέατρο «Ατενέ» και το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε στο ελληνικό θέατρο για 40 χρόνια, μετέχοντας σε 191 παραστάσεις. Εμφανίστηκε σε πολλές ελληνικές πόλεις, καθώς επίσης και στην Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. Η πρώτη του παράσταση στην Ελλάδα ήταν το καλοκαίρι του 1938 με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη στο έργο «Τα παράσημα της γριούλας» του Φ. Μπάρυ και η τελευταία τον χειμώνα του 1978 με τον θίασο Λάμπρου Κωνσταντάρα – Νίκου Ρίζου – Μάρως Κοντού στο μιούζικαλ «Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου» του Κώστα Πρετεντέρη. Για τη θεατρική του παρουσία, χαρακτηρίστηκε ως ένας «υπέροχος ηθοποιός ρυθμού (που) είχε σπάνια αίσθηση του θεατρικού χρόνου…. (με) τέλεια κατοχή των εκφραστικών μέσων».

Γνωστός στο ευρύ κοινό όμως έγινε μέσα από τους ρόλους του στον κινηματογράφο. Διακρίθηκε στο ρόλο του ώριμου, πλούσιου και γυναικά (Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα, Η Βίλα των Οργίων, Τι 30, τι 40, τι 50 κλπ.) ή του «πατέρα» αρκετών γνωστών σταρ της εποχής (Η Αλίκη στο Ναυτικό, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Υιέ μου, υιέ μου κλπ).

 

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε σύνολο σε 78 ελληνικές ταινίες, σε τέσσερις που γυρίστηκαν στη Γαλλία την δεκαετία του 1930 («Αν ξανανεβούμε προς τα Ηλύσια Πεδία», «Σχολείο γυναικών», «Κουρσάρος», ενώ είναι άγνωστος ο τίτλος της τελευταίας) και σε μία ελληνική που γυρίστηκε στην Αίγυπτο το 1950, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία γι’ αυτήν την ταινία. Τελευταία του ταινία ήταν «Ο Λαμπρούκος Μπαλαντέρ».

Παντρεύτηκε πρώτη φορά το 1945 με την ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου και  δεύτερη φορά το 1971 με τη Φιλιώ Κεκάτου. Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε στην Βάρκιζα.

Πέθανε στο «Ασκληπιείο» της Βούλας στις 28 Ιουνίου 1985. Νωρίτερα (1978 και 1983) είχε υποστεί δύο εγκεφαλικά επεισόδια. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Με πληροφορίες από el.Wikipedia

 

3