Κείμενο: Σάββας Λαζαρίδης

 

Από τα φοιτητικά μου χρόνια, το στοιχείο που κράτησα και με συνοδεύει καθημερινά σε κάθε στιγμή της ζωής, είναι η αμφισβήτηση για οποιοδήποτε επιστημονικό συμπέρασμα κατέληγα υπό το πρίσμα μιας οπτικής, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να διευρυνθεί και να μου αποκαλύψει αυτό που διέφευγε την ώρα εξαγωγής αποτελεσμάτων. Επίσης, ο χώρος του πανεπιστημίου -εννοώντας το γνωσιακό αντικείμενο και τους καθηγητές παράλληλα- εκτός από το μικρόβιο της αμφισβήτησης, λειτούργησε υπό τη μορφή μιας οδού που ενθάρρυνε το άνοιγμα προς κατευθύνσεις ικανές να διαρρήξουν τα στεγανά ενός και μόνο γνωσιακού αντικειμένου, καθιστώντας το ταυτόχρονα ανεπαρκές μπροστά στην επιθυμία για προσωπική εξέλιξη.

Η παραπάνω εισαγωγή κρίνεται απαραίτητη στην ανάπτυξη μιας προσωπικής εμπειρίας που παρατίθεται παρακάτω και αποδεικνύει τους κινδύνους που ενέχει η είσοδος άλλων παραγόντων στο χώρο του πανεπιστημίου, με σκοπό να διαβρωθούν ή και να εξαϋλωθούν τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν.

Εν μέσω πανδημίας και συγκεκριμένα τον Μάιο του 2020 διαγνώστηκα με σύνδρομο Guillain Barre, πάθηση που στην εποχή του Covid-19 απόκτησε κάποια αναγνωρισιμότητα. Στόχος μου δεν αποτελεί να επικεντρωθώ στο εν λόγω σύνδρομο, ούτε στο τρόπο που αντιμετωπίστηκε από το ιατρικό προσωπικό του νοσοκομείου και εν συνεχεία από μένα σε συνεργασία με την φυσιοθεραπεύτρια μου. Σημειώνω μόνο πως η διάγνωση του συνδρόμου αποτέλεσε βιβλιογραφική περίπτωση, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιατρού, καθώς και ότι αποτελεί μία αυτοάνοση πάθηση, όπου το ίδιο το ανοσοποιητικό του ασθενή επιτίθεται στη μυελίνη, μια λιποειδή ουσία που περιβάλει το νευροάξονα των εμμύελων νευρικών ινών. Αν και η έναρξη της τοποθετείται συνήθως στα κάτω άκρα του ασθενούς, η εξέλιξη της μπορεί να προσβάλει ολόκληρο το νευρικό σύστημα και σε περίπτωση μη παρέμβασης, ο ασθενής μπορεί να καταλήξει.

Το πρώτο σύμπτωμα υπό τη μορφή δυσκολίας βάδισης εμφανίστηκε μία εβδομάδα πριν την εισαγωγή μου στο νοσοκομείο. Με βάση τη κατάσταση μου, αναζήτησα τη γνώμη ιατρού πλησίον του τόπου κατοικίας μου και πράγματι, ένιωσα μια ανακούφιση όταν έμαθα πως γνωστός νευροχειρουργός διέθετε ιατρείο στην εγγύτερη περιοχή που τον επισκέφτηκα την ίδια μέρα. Με το πέρας της εξέτασης, με παρέπεμψε για περαιτέρω εξετάσεις, οι οποίες αφορούσαν διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας σε όλο το μήκος της σπονδυλικής στήλης. Πράγματι, την επομένη μέρα είχα ήδη κάνει τους απαραίτητους ελέγχους και διέθετα τα αποτελέσματα, τα οποία προσκόμισα στον ιατρό. Εκ των υστέρων, για καλή μου τύχη, η μαγνητική τομογραφία υπέδειξε την παρουσία ενός συγγενούς αιματώματος εντός του μυελού των οστών στη περιοχή της αυχενικής μοίρας. Ο επιβλέπων ιατρός αποφάνθηκε πως το συγκεκριμένο αιμάτωμα αποτελούσε την αιτία των συμπτωμάτων και κρίνονταν απαραίτητη η άμεση χειρουργική επέμβαση στο συγκεκριμένο σημείο. Παράλληλα, συνταγογράφησε σκεύασμα κορτιζόνης, το οποίο θα έπαιρνα για τις επόμενες μέρες.

Το γεγονός χειρουργικής επέμβασης στη συγκεκριμένη περιοχή ενέχει κινδύνους, αν και αισθητά μικρότερους σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Ο παραπάνω λόγος ήταν αρκετός για να αναζητήσω τη γνώμη και άλλων ιατρών ίδιας ειδικότητας. Πράγματι, επισκέφτηκα έναν ακόμη νευροχειρουργό προσωπικά. Επίσης, με τα αποτελέσματα των μαγνητικών τομογραφιών, άνθρωποι του στενού μου οικογενειακού κύκλου επισκέφτηκαν επίσης έναν ακόμη νευροχειρουργό, ενώ με την διαδικτυακή αποστολή των μαγνητικών τομογραφιών και τη περιγραφή των συμπτωμάτων αναζήτησα τη γνώμη άλλων τριών νευροχειρουργών. Οι επόμενες μέρες περνούσαν με διεξοδικές συζητήσεις με τους ιατρούς, με εκφορά των προβληματισμών μου στο στενό φιλικό και οικογενειακό μου κύκλο, με συζητήσεις με τη ψυχαναλύτρια μου και παράλληλα με αύξηση των φόβων μου παρατηρώντας καθημερινά μια συνεχόμενη πτώση, η οποία εντός τεσσάρων ημερών έφθασε σε πλήρη αδυναμία βάδισης και συνεπώς την ανάγκη να κάνω χρήση αναπηρικού αμαξιδίου. Φυσικά, τα συμπτώματα δεν περιορίστηκαν στο κινητικό μέρος, αλλά απεναντίας επεκτάθηκαν σε άλλα σημεία του σώματος. Η κατάποση τροφής αποτελούσε πια ένα μαρτύριο, έως του σημείου να αρνούμαι τη πρόσληψη τροφής και η φωνή μου καθημερινά έχανε τη δύναμη της εμφανίζοντας παράλληλα μια παράξενη βραχνάδα. Η επιδείνωση των συμπτωμάτων συνέβαινε ενώ παράλληλα λάμβανα κορτιζόνη και ταυτόχρονα λήψη ψυχοφαρμάκων με την ελπίδα εξισορρόπησης του ολοένα αυξανόμενου άγχους.

Οι ιατροί, με βάση τη γνώση και εμπειρία τους, κατέληγαν στο συμπέρασμα πως η αιτία των συμπτωμάτων αποτελεί το εν λόγω αιμαγγείωμα και κρίνονταν απαραίτητη η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση αυτού. Προσωπικά, δεν αποδεχόμουν τη διάγνωση τους, προτάσσοντας το επιχείρημα πως εφόσον αυτό προκλήθηκε από μια αιμορραγία του αιμαγγειώματος, με αποτέλεσμα την εμφάνιση οιδήματος στη συγκεκριμένη περιοχή και κατά επέκταση την πίεση των νεύρων στο συγκεκριμένο σημείο του μυελού των οστών, με τη λήψη κορτιζόνης θα επιτυγχάνονταν μια μείωση του οιδήματος, με άμεση συνέπεια την αποσυμφόρηση των νεύρων της περιοχής και των συμπτωμάτων που παρουσίαζα.

Ουσιαστικά, δεν περίμενα κάποια βελτίωση, αλλά έστω μια σταθεροποίηση της κατάστασης θα έδινε το απαραίτητο έρεισμα για να συνταχθώ με την άποψη των ιατρών. Αντιθέτως, εκείνες τις στιγμές ένιωσα να βρίσκομαι σε μια τεράστια έρημο, εντελώς μόνος, θεωρώντας όλους τους συλλογισμούς μου απαυγάσματα μιας φαντασίωσης που με οδηγούσαν σε μια ψυχολογική άρνηση της κατάστασης μου, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορούσα να δω μια πιθανή αδυναμία της σκέψης μου, η οποία βασίζονταν σε καθαρά μηχανικές παραδοχές. Μόνο ένας ιατρός, ύστερα από δικιά μου επιμονή και ανάπτυξη της σκέψης μου, πρότεινε να μην προβώ σε κάποια απόφαση, αλλά να διερευνήσω διεξοδικά τη κατάσταση και ίσως να αποτέλεσε τη πρώτη αχτίδα φωτός στο ψυχολογικό τέλμα που είχα περιέλθει.

Πράγματι, η προτροπή του συγκεκριμένου ιατρού, η μετέπειτα συζήτηση με έναν φίλο γενικό ιατρό που με επισκέφτηκε και η ψυχολογική ανασυναρμολόγηση ραγισμένων κομματιών του παρελθόντος αποτέλεσαν μια μικρή ώθηση που με επανάφερε στη πραγματικότητα, ενώ τα συμπτώματα καθημερινά χειροτέρευαν. Αυτή η ανάταση ήταν που με οδήγησε εν μέσω μιας γενικής αποστροφής προς στις γνώμες των ιατρών μέχρι εκείνη τη στιγμή, στην επιθυμία για ένα οριστικό τέλος αυτής της μεταβατικής, αλλά βασανιστικής περιόδου, καλώντας έναν νευρολόγο για να με εξετάσει και που με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα πως κατά τη διάρκεια μιας τυπικής εξέτασης διάρκειας ενός πεντάλεπτου, αποφάνθηκε πως το αιμαγγείωμα δεν αποτελούσε σε καμιά περίπτωση την αιτία των συμπτωμάτων, αλλά πιθανολογούσε την ύπαρξη του συνδρόμου Guillain Barre και υποστήριξε την άμεση εισαγωγή μου σε νοσοκομείο εφόσον η μη ύπαρξη αντανακλαστικών οφείλονταν σε προσβολή του περιφερικού νευρικού συστήματος. Μάλιστα, υποστήριξε πως αν η αιτία οφείλονταν σε προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος, δεν θα δικαιολογούσε την ανυπαρξία αντανακλαστικών, αλλά πιθανώς μια υπερδιέγερση αυτών.

Η εισαγωγή στο νοσοκομείο, η διάγνωση, η θεραπεία εντός του νοσοκομείου και η αποθεραπεία που ακολούθησε ολοκληρώθηκαν επιτυχώς, αν και η πρωταρχική αιτία δεν βρέθηκε παρά τον εξονυχιστικό έλεγχο που διενεργήθηκε εντός του νοσοκομείο, αποδίδοντας σε πιθανούς ψυχολογικούς παράγοντες τη πυροδότηση του αυτοάνοσου, στοιχείο το οποίο βρίσκεται στη διεθνή βιβλιογραφία. Το σημείο όμως που πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή του καθενός, αποτελεί το συμπέρασμα του νευρολόγου που πρότεινε και την εισαγωγή στο νοσοκομείο μέσω μιας κλασσικής εξέτασης βασισμένη σε αρχές γενικής ιατρικής, όπως η εξέταση των αντανακλαστικών του ασθενή. Η συγκεκριμένη εξέταση σημειώνεται πως διενεργήθηκε και από τους δύο νευροχειρουργούς που είχα επισκεφθεί και διαπιστώθηκε η ανυπαρξία αντανακλαστικών, αλλά δεν διατάραξε τη πεποίθηση τους πως η ύπαρξη του αιμαγγειώματος εντός του μυελού των οστών αποτελούσε την αιτία των συμπτωμάτων. Σε περίπτωση επιλογής μιας χειρουργικής επέμβασης, σε συνδυασμό με την ύπαρξη εκτεταμένων βλαβών του περιφερικού νευρικού συστήματος, οι οποίες επιδεινωνόνταν καθημερινά, θα αυξάνονταν ο κίνδυνος καθώς και οι πιθανότητες μιας ατυχούς κατάληξης αυτής. Ειδικότερα, σε περίπτωση που οι εν λόγω βλάβες επεκτείνονταν στο νευρικό σύστημα των πνευμόνων, η παραδοχή της φράσης «η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής απεβίωσε» θα αποτελούσε μια νέα πραγματικότητα.

Με το παρόν κείμενο δεν επιθυμώ να καταλογίσω ευθύνες σε κανέναν ιατρό, αλλά να υποδείξω την απόσταση που παρατηρείται να έχει πάρει η επιστήμη της ιατρικής από το επάγγελμα του ιατρού, ο κάθε επιστημονικός κλάδος από τον αντίστοιχο επαγγελματικό προσδιορισμό του. Η αμφισβήτηση, η ανάπτυξη των πνευματικών οριζόντων, η απρόσκοπτη έρευνα τείνουν να υποβαθμιστούν εξαιτίας της εισχώρησης διάφορων παραγόντων εντός του πεδίου της επιστήμης. Με σημαία την εξειδίκευση, πολλές φορές για χάρη των απαιτήσεων της αγοράς, η επιστήμη αποσαθρώνεται παραμένοντας ένα απονεκρωμένο κουφάρι που παράγει tailor made λύσεις, εφόσον έχουν αποκοπεί όλες οι διασυνδέσεις με τη φύση, με τον άνθρωπο. Η ίδια η ιατρική επικεντρώνεται στη νόσο, αγνοώντας επιδεικτικά την υγεία και τον άνθρωπο. Εκεί όπου θα έπρεπε να υπήρχε η αμφισβήτηση, η ανάπτυξη περισσότερων οπτικών θέασης των γεγονότων, βρίσκεται ένας μονόδρομος εξειδίκευσης που επικεντρώνεται στο ειδικό αγνοώντας το γενικό, υποβαθμίζοντας το σύνολο καθώς βαυκαλίζεται πάνω στο βάθρο μιας ψεύτικης παντοδυναμίας.

Η ψευδής παντοδυναμία που νιώθει ο άνθρωπος, αφού ήδη έχει μετατραπεί σε ένα καταναλωτικό αντικείμενο που αναζητά αρειμανίως μια τεχνητή ευδαιμονία, άνοιξε διάπλατα τους δρόμους για την εισαγωγή της πολιτικής και της οικονομίας στο χώρο της επιστήμης παραδίδοντας ουσιαστικά τα σκήπτρα της στις ακόρεστες βουλές των παραπάνω για νέκταρ εξουσίας. Αποτελεί αυτό το γεγονός την αρχή του τέλους; Διανύουμε ήδη την εποχή που βαδίζουμε πάνω σε αυτή την οδό; Υπάρχει λύση που θα αποτρέπει αυτή τη πορεία και ποιο θα είναι το τίμημα μιας αλλαγής πλεύσης; Ερωτήματα, τα οποία χρίζουν σίγουρα περαιτέρω ανάλυσης και ίσως πολλές πτυχές τους να είναι ακόμα αρκετά ανώριμες, ώστε να τεθούν υπό μια διερεύνηση.

Όμως, η περίοδος που διανύουμε, η περίοδος της πανδημίας και του διάχυτου φόβου, ίσως αποτελούν μια ευκαιρία να δούμε τα πράγματα με μια οπτική, η οποία πιθανότητα να μας δοκιμάσει. Η ανάδυση ενός ιού, η εξάπλωση του, η αδυναμία αντιμετώπισης και η προώθηση του εμβολίου ως η μοναδική λύση αναχαίτισης αυτού του ιού, μου θυμίζει τις ακλόνητες θέσεις των νευροχειρουργών που ζήτησα τη γνώμη τους. Χωρίς ουσιαστικά να υπάρχουν απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα, χωρίς να υφίσταται μια αποσαφήνιση του τι ακριβώς είναι και πως λειτουργεί, προτείνονται λύσεις καθολικού εμβολιασμού με υπό πειραματική έρευνα σκευάσματα, ενώ ταυτόχρονα προωθούνται πολιτικές παγκοσμίως διαχωρισμού των ανθρώπων-πολιτών ανασύροντας από τα χρονοντούλαπα της ιστορίας περιβόητα πιστοποιητικά φρονημάτων. Δεν θα έκανα αναφορά στη στατιστική, αν δεν την πραγματοποιούσαν πρώτα αυτοί που υποστηρίζουν τις μέχρι σήμερα πολιτικές υγειονομικής αντιμετώπισης του ιού, αλλά δεν δικαιολογεί ούτε η ίδια αυτές τις πολιτικές. Πόσο μάλλον μια στατιστική μυωπική, επικεντρωμένη ακριβώς εκεί που επιθυμούν, αποκλείοντας οτιδήποτε δεν τους ενδιαφέρει και επικαλούμενοι τον παράδεισο μιας κανονικότητας που βίαια μας απόσπασε η ασθένεια του covid-19, χωρίς να γίνεται λόγος για αυτή τη πολυπόθητη κανονικότητα που ταυτοχρόνως μοιάζει τόσο πεζή σε σύγκριση με το επέκεινα που υπόσχονται οι θρησκείες ή ο κομμουνισμός. Διότι, αυτή η κανονικότητα αναλώνεται μέχρι του σημείου μιας τεχνητής ευδαιμονίας καθιστώντας τον άνθρωπο αντικείμενο παραγωγής απόλαυσης, δίχως όραμα, δίχως επιθυμία, δίχως ζωή.

Σε μια καθημερινότητα που αρέσκεται να διαστρεβλώνει έννοιες και λέξεις, ας αναζητήσουμε το έρεισμα εντός μας, το σημείο που θα πιαστούμε ώστε να προχωρήσουμε. Υπάρχει εντός του καθενός, όπως υπάρχει η ζωή πέρα της βιολογικής και την οποία θέλουν διακαώς να την αποσιωπήσουν φέρνοντας μας αντιμέτωπους με ένα τεχνητό δίλημμα ζωής ή θανάτου. Αυτό το δίλημμα τέθηκε και σε μένα με την ανάλαφρη τεχνοκρατική κυνικότητα, με την ίδια κυνικότητα που θα δηλώνονταν το «δυστυχώς, ο ασθενή απεβίωσε», αλλά η εγχείρηση θα ήταν επιτυχημένη χάρη στην ανάπτυξη της ρομποτικής που δεν κάνει λάθη. Ο άνθρωπος κάνει λάθη, ο άνθρωπος είναι το λάθος και ως ανθρώπινος πολιτισμός έχουμε αποτύχει. Αυτή η παραδοχή αν δεν γίνει αποδεκτή, το αύριο θα παραμένει δυσοίωνο.

 

Σάββας Λαζαρίδης

Θεσσαλονίκη 11/6/2021

 

1