ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Η «ΜΑΝΤΑΜ ΣΟΥΣΟΥ»; Τρελή, φαντασμένη,ξιπασμένη, ονειροπόλα, «σνομπαρία» ή απλά μια δυστυχισμένη γυναίκα;

 

 

 

 

 

 

Προτού ξεκινήσετε την ανάγνωση του παρακάτω κειμένου, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω 2 σημαντικά πράγματα.

Αρχικά το κείμενο υπογράφεται, από έναν άνθρωπο που κατοικεί σε μια ιδιαίτερα λαϊκή γειτονιά της Θεσσαλονίκης, σε ένα διαμέρισμα κάτω των 40 τμ και καμία προσδοκία ή όνειρο, δεν έχει για μεζονέτες σε μεγαλοαστικές περιοχές της πόλης.

Δεύτερον, όποια αναφορά θα γίνει για την «υψηλή» κοινωνία, αλλά και την πιο φτωχική τάξη, θα έχει να κάνει με τους ήρωες του έργου, και μόνο.

 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η «ΜΑΝΤΑΜ ΣΟΥΣΟΥ»;

Η μαντάμ Σουσού, είναι ένα σατυρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά, το οποίο γράφτηκε υπό την πίεση του τότε αρχισυντάκτη, του περιοδικού «Θησαυρός». Με την ολοκλήρωση του έργου «Αριστείδης ο ατυχής», ο Ψαθάς κλήθηκε να γράψει ένα νέο έργο, και προτίμησε να έχει ως κεντρική ηρωίδα, γυναίκα. Τη Σουσού, την εμπνεύστηκε από μια γειτόνισσα του, με συμπεριφορά, ανάλογη της πρωταγωνίστριας.

Οι ιστορίες της, δημοσιεύονταν εβδομαδιαία από το περιοδικό και αμέσως, γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Σύντομα κυκλοφόρησε το βιβλίο, με τίτλο «Μαντάμ Σουσού, η πυργοδέσποινα του Βούθουλα».

Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη, που πέρα από την έκδοση του βιβλίου, αρχικά γυρίστηκε σε ταινία -η οποία δυστυχώς δεν έχει διασωθεί- με πρωταγωνίστρια, την εκπληκτική καρατερίστα, Μαρίκα Νέζερ και στο πλάι της, τον κορυφαίο Βασίλη Λογοθετίδη, στο ρόλο του Παναγιωτάκη. Πόσο κρίμα που δεν έχουμε αυτό το ντοκουμέντο!

Ανέβηκε πολλές φορές ως θεατρική παράσταση, με κορυφαίες ηθοποιούς, όπως η Κυρία Κατερίνα και η Μαίρη Αρώνη.

Παίχτηκε στο ραδιόφωνο, με Σουσού τη Γεωργία Βασιλειάδου, ενώ η πρώτη τηλεοπτική μεταφορά, γίνεται το 1972, για 65 επεισόδια, με πρωταγωνίστρια την αείμνηστη Άννα Παϊτατζή.

 

 

Μπορώ να φανταστώ, όλες τις παραπάνω κυρίες, να αποδίδουν εκπληκτικά τη Σουσού. Από την Παϊτατζή όμως, αν και -ΔΥΣΤΥΧΩΣ- η ΕΡΤ έσβησε τη σειρά, από τα αρχεία της, ίσως η ερμηνεία της στην ταινία «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά», να μας βοηθά να έχουμε μια εικόνα, πόσο άρτια θα ήταν στο ρόλο.

Εμείς οι νεότεροι, είχαμε την τύχη, να ανακαλύψουμε και να αγαπήσουμε, αυτή την ιδιαίτερη περσόνα, μέσα από την ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ερμηνεία, της Άννας Παναγιωτοπούλου, η οποία δεν υποδύθηκε απλώς τη Σουσού, έγινε η ίδια μια Μαντάμ Σουσού, σε μια ερμηνεία ζωής, η οποία και την καθιέρωσε, σαν μια μεγάλη πρωταγωνίστρια.

Η Παναγιωτοπούλου, κατάφερε να είναι υπέροχη σε κάθε είδους στιγμή της Σουσούς. Στις αστείες, στις δραματικές, στις ονειροπόλες, στις τραγικές, στις σκηνές που έπρεπε να αγγίζει τα όρια της γελοιότητας, χωρίς να γίνεται σαχλή.

 

 

ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Η «ΜΑΝΤΑΜ ΣΟΥΣΟΥ»;

Τρελή, φαντασμένη,ξιπασμένη, ονειροπόλα, «σνομπαρία» ή απλά μια δυστυχισμένη γυναίκα;

Έχουν γραφτεί και ειπωθεί τα πάντα για τη Σουσού, όμως θα μου επιτρέψετε να τη δω με μια άλλη ματιά.

Γιατί τη Σουσού, δε θα τη νιώσεις ποτέ, αν δεν έχεις νιώσει να πνίγεσαι και να μην έχεις κανέναν τρόπο διαφυγής, από μια ζωή που δεν αντέχεις.

Δε θα κρίνω, το ότι η Σουσού, ονειρευόταν Κολωνάκια και αστακουδάκια γάλακτος.

Θα ξεκινήσω να την κρίνω, ως έναν άνθρωπο, που εγκλωβίστηκε σε μια ζωή, την οποία δεν άντεχε, όχι μόνο επειδή ήταν απλά ξιπασμένη.

 

Ας είμαστε ειλικρινείς. Πόσοι από εμάς, δε νιώσαμε να μην αντέχουμε τη ζωή μας, στην πόλη, στο χωριό, στο σπίτι, στη χώρα μας και δεν είχαμε τον τρόπο, να αλλάξουμε αυτήν την κατάσταση; Για όποιον λόγο και αν δεν μπορούσαμε. Και πόσες φορές δεν ονειροπολήσαμε, πως είμαστε εκεί που ονειρευόμαστε, κάνοντας τη ζωή που θέλαμε;

Ναι λοιπόν, βλέπω με συμπάθεια τη Σουσού, διότι «λόγων πτωχείας», δεν μπορεί να αποδράσει από τον «Μπύθουλα» και είναι ο πρώτος λόγος που τη θεωρώ δυστυχισμένη. Και γιατί να την αντιπαθώ, επειδή ονειρευόταν μεγαλεία; Δικαιώμα της.

Ο δεύτερος λόγος, είναι, πως μη μπορώντας να αποδεχθεί την κατάσταση της, δε μπορεί να εκτιμήσει, τις μικρές ή μεγάλες χαρές που της συμβαίνουν καθημερινά.

Τι σπουδαιότερο άλλωστε, θα μπορούσε να έχει, από τον Παναγιωτάκη, έναν άντρα που την λατρεύει, και ανέχεται κάθε τρέλα και παραξενιά της.

Παρ’ όλη την δύσκολη οικονομική του κατάσταση, δε θα της χαλάσει κανένα χατήρι, θα της πάρει υπηρεσία, θα ανεχτεί για λίγο το να έχει σκύλο, τα περιττά έξοδα που κάνει συχνά, σε παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι και κυρίως θα ανέχεται τις διαρκείς της προσβολές, αποκαλώντας τον συνεχώς «βλαξ, πτωχέ ψαροπώλα, κλπ».

Δε μπορεί να εκτιμήσει, πως παρ΄όλη την φτωχική ζωή τους, δεν πείνασε ποτέ. Άλλωστε μόνο αν έχεις πεινάσει πραγματικά, μπορείς να εκτιμήσεις την αξία της «φασολάς μετά σκουράντζου».

Είναι δυστυχισμένη, γιατί παρόλο που θέλει πολύ ένα παιδί, το στερεί από τον ίδιο της τον εαυτό κυρίως, μην ανέχοντας το παιδί να μεγαλώσει στον Βούθουλα, και με πατέρα μη αριστοκράτη.

 

Ο τρίτος λόγος που τη θεωρώ δυστυχή, είναι πως πέρα από τον Παναγιωτάκη, και την πιστή της βοηθό Δημητρούλα (ή Μαρί ή Λεονί, ανάλογα την περίσταση), δεν έχει κανέναν άλλον άνθρωπο δίπλα της. Μια φίλη. Περιφέρεται καθημερινά μόνη της, στο Κολωνάκι και στα πέριξ της Βουλής, επιλέγει -πάντα ολομόναχη- να κάθεται σε μαγαζιά πολυτελείας, για να μπορέσει να παραγγείλει μια ταπεινή, γκαζόζα.

Ακόμα και όταν στην γειτονιά της, θα εμφανιστεί η κυρία Τσίρου, που μοιάζει να είναι πιο κοντά στα «θέλω» της Σουσούς, θα την αντιμετωπίσει ως εχθρό και ξιπασμένη.

 

 

ΕΙΣΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ

Η ιστορία της Σουσούς θα συνεχιστεί, έχοντας πλέον πάρει στα χέρια της, την τεράστια κληρονομιά, που την άφησε ο αδερφός της, ο οποίος είχε γίνει πολυεκατομμυριούχος και έτσι η Σουσού, θα κάνει το όνειρο της πραγματικότητα. Να εισέλθει στο Κολωνάκι και τα μεγάλα σαλόνια.

Έχοντας ήδη χωρίσει τον Παναγιωτάκη, λόγω «πτωχείας», επισυνάπτει σχέση και γάμο με τον κ. Κατακουζηνό, ο οποίος θα τη γοητεύσει εξ αρχής, λόγω επιθέτου (πιστεύοντας πως ανήκει σε αριστοκρατική οικογένεια) και επειδή φορούσε μονύελο (χωρίς καν να την προβληματίσει, γιατί αυτός ο «αριστοκράτης» κατοικεί στην ίδια φτωχική γειτονιά με αυτήν). Ο Κατακουζηνός όμως, είναι ένας απατεώνας bon viveur, ο οποίος γνωρίζοντας για την, πλέον αμύθητη, περιουσία της Σουσούς, κάνει τα πάντα να τη γοητεύσει, να την παντρευτεί και να της φάει όλη την περιουσία.

 

Το εντυπωσιακό με τη Σουσού και με την «είσοδο» της στο Κολωνάκι, είναι πως αντί να χαρεί τη νέα ζωή, που τόσο λαχταρούσε και να έρθει κοντά, με τις κυρίες τις «υψηλής» κοινωνίας, που τόσο επιθυμούσε, δείχνει πως από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο δε θέλει να τις προσεγγίσει φιλικά, αλλά κάνει ότι είναι δυνατόν, να την αντιπαθήσουν.

Τη Σουσού άλλωστε, δε πιστεύω πως την αφορούσαν πραγματικά τα πολλά λεφτά. Η ίδια θα ήταν ευτυχής, αν είχε απλά τη δυνατότητα να διατηρεί σπίτι στο Κολωνάκι, έχοντας μαζί της τη Λεονί, τρώγοντας μόνο ψωμί και ελιές, αρκεί να πίστευε ο κόσμος, πως κολυμπάει στο χρυσάφι και τρώει φιλέτα και αστακούς.

Παραμένει, κατ’ εμέ, δυστυχής, γιατί ενώ απέκτησε όσα ονειρεύτηκε, δείχνει ανικανοποίητη και στόχος της είναι απλά να συζητιέται το όνομα της, ακόμα και αν είναι για κακό.

Ακόμα και όταν έρθει πιο κοντά, με τις κυρίες του Κολωνακίου, εξακολουθεί να τις αντιμετωπίζει με υπεροψία και σνομπισμό.

Ίσως όμως εδώ, να μας γίνεται ακόμα πιο σαφές, πως η Σουσού, μπορεί να ήταν μεγαλομανής, αλλά ήταν και πανέξυπνη.

 

Μπορεί να ξεγελούσε τον εαυτό της, όσο ζούσε στον Βούθουλα, πως καλώντας για καφέ το «πτωχοκομείο» έδινε δεξίωση, ή πως αγοράζοντας από τα παλιατζίδικα, ένα τηλέφωνο, χωρίς καν καλώδιο, θα δέχεται κλήσεις από πρεσβείες, ή πως θα πίστευε η γειτονιά, πως σχεδόν καθημερινά τρώει αστακουδάκι και αρνάκι καπαμά, αλλά η συμπεριφορά της στις νέες «φίλες» της , δείχνει πως ξέρει εκ των προτέρων, αυτό που θα παραδεχτεί αρκετές φορές.

Πως πρόκειται για «ψηλομύτες τσοκαρίες».

Δεν την νοιάζει τίποτα περισσότερο, από να θεωρείται ανώτερη από όλους, και ας έχει δίπλα της στην πραγματικότητα, μόνο την πιστή της βοηθό (και αυτήν πάντα με τις ανάλογες αποστάσεις).

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ – ΝΤΕΚΑΝΤΑΝΣ

Αρχικά να πούμε το εξής. Λόγω του ότι οι περισσότεροι από εμάς, γνωρίζουμε τη Σουσού και την ιστορία της, μέσα από την τηλεοπτική σειρά, οι ιστορίες της που δημοσιεύθηκαν, ήταν πολύ περισσότερες και στην έκδοση της ιστορίας της, στο «Θησαυρό», ο Ψαθάς κάποια στιγμή την πεθαίνει.

Ας μιλήσουμε όμως, για το τέλος, όπως έχουμε τη δυνατότητα να το βλέπουμε μέσα από το ertflix και το youtube, δηλαδή της τηλεοπτικής σειράς.

Η Σουσού θα χάσει όλη την περιουσία της, εξαιτίας του Μηνά Κατακουζηνού, θα δώσει προς υιοθεσία την κόρη της και θα γυρίσει στον Παναγιωτάκη.

Θα μου επιτρέψετε λοιπόν, όχι μόνο να διαφωνώ με αυτό το φινάλε, αλλά να το βρίσκω και κακό, και θα σας εξηγήσω το γιατί.

 

Αρχικά με θυμώνει, πως ένας απατεώνας σαν τον Κατακουζηνό, δεν τιμωρείται και βγαίνει ο κερδισμένος της υπόθεσης. Με θυμώνει, που αυτός ο άνθρωπος, έχοντας πλήρη ελευθερία κινήσεων από τη Σουσού, δεν σκέφτηκε, ούτε για μια στιγμή το παιδί του, αλλά και πως μένοντας δίπλα στη Σουσού, θα μπορούσε με την περιούσια της, να ζήσει 10 βασιλικές ζωές. Ναι το βρίσκω άδικο, αυτός, ο συνεργός και η ερωμένη του, να είναι οι κερδισμένοι αυτής της ιστορίας.

Δεύτερον, θεωρώ άδικο για τον ίδιο τον Παναγιωτάκη, το να την δεχθεί πίσω.

Ο Παναγιωτάκης, την λάτρεψε και εκείνη μόλις έγινε πλούσια, απλά τον χώρισε, λόγω μη αριστοκρατικής καταγωγής του. Ναι, του έδωσε την επιλογή να του δώσει πολλά χρήματα, ακόμα και για το διαζύγιο, εκείνος απλά ήλπιζε μέχρι τελευταία στιγμή, πως θα μείνει δίπλα του. Τη χώρισε, δίχως κανένα εμπόδιο, καμία απαίτηση, ενώ τις 2 φορές που πήγε να την επισκεφθεί (και να την προφυλάξει και πάλι), εκείνη του συμπεριφέρθηκε με το χειρότερο τρόπο. Αν λοιπόν υποθέσουμε, ότι το διάστημα πλούτου της Σουσούς, κράτησε ένα χρόνο περίπου, σε αυτό το διάστημα, ο Παναγιωτάκης, έμεινε ολομόναχος, και όσο και δεν μπορώ να την αντιπαθήσω τη Σουσού, θεωρώ πως δεν της άξιζε να τη δεχτεί πίσω, μετά από τόση ταπείνωση.

 

Η Σουσού -πάντα κατά την ταπεινή άποψη μου-, δεν ήταν ούτε κακιά, ούτε κάποια που της άξιζε να τιμωρηθεί τόσο σκληρά.

Ακόμα και στο φινάλε, που τα χάνει όλα, ο πρώτος άνθρωπος που θέλει να τη βοηθήσει, είναι ο Λεό, ο θαλαμηπόλος της, τον οποίο ουκ ολίγες φορές προσέβαλε.

Πιστεύω, πως θα έπρεπε με κάποιο τρόπο, και εξ αιτίας του Κατακουζηνού, να διαπομπευθεί και τιμωρηθεί για την συμπεριφορά της, χάνοντας απλά το γόητρο της, έτσι ώστε να «προσγειωνότανε» στην πραγματικότητα. Και ίσως τότε να έπαιρνε κοντά της, τον Παναγιωτάκη, ο οποίος σίγουρα θα μεγάλωνε την κόρη της, σαν δική του.

Δυστυχώς, ενώ κατάλαβε πως ο Κατακουζηνός,ήταν απλά απατεώνας, προτίμησε να αποχωριστεί την κόρη της, αμέσως μόλις θυμήθηκε την κυρά Πανωραία και την κυρά Μαρίκα.

Δε θεωρώ ούτε πράξη αγάπης, ούτε αυτοτιμωρίας, πως τόσο εύκολα αποχωρίστηκε το παιδί της, μην αντέχοντας την φτώχεια για αυτήν.

Εξάλλου, και εδώ θαρρώ πως  θα συμφωνήσουμε όλοι, μια σωστή μάνα, θα έκανε τα πάντα για το καλό του παιδιού της, ακόμα και αν μέσα σε αυτά δεν συμπεριλαμβάνονταν γαλλικά, πιάνο και μπαλέτο.

 

Δε θα ήθελα λοιπόν η Σουσού να γυρίσει στο Βούθουλα, δε θα ήθελα να τη βλέπω ξανά δυστυχή. Μπορεί να ήταν μεγαλομανής, μπορεί να μην άντεχε την εκεί ζωή της, αλλά ποιος είναι τέλειος, για να είναι μια ηρωίδα ενός -κλασσικού πλέον- έργου;

Παρόλα αυτά, εφόσον αυτό το τέλος έχουμε στις οθόνες μας, θα ήθελα ειλικρινά, ένα ακόμα επεισόδιο, κάποιους μήνες μετά, τη ζωή της.

Έβαλε μυαλό; Μπόρεσε να καταλάβει άραγε πως στα απλά πράγματα, κρύβεται η ευτυχία; Την συγχώρεσε το «πτωχοκομείο», που κάποια στιγμή ήθελε να γκρεμίσει, επί της ουσίας για να γκρεμίσει τις μνήμες της; Μπόρεσε να καταλάβει πως το κουτσομπολιό της κυρά Πανωραίας, δεν έκρυβε κακία, αλλά έλλειψη άλλων ενδιαφερόντων, εκείνες τις εποχές, σε αντίθεση με το κουτσομπολιό της κυρίας Σμίγγλερ και της κυρίας Κιτσομήτρου, που ήταν γεμάτο ειρωνία και αληθινό ξιπασμό;

 

Ποιος ξέρει άραγε….

 

Μετά τιμής

Χρήστος Σατανίδης