Με το τέταρτο αυτό μέρος, με ελληνικά τραγούδια που διασκευάστηκαν στο εξωτερικό, ολοκληρώνουμε τη σειρά για τις μουσικές διασκευές. Στην ενότητα του αγαπημένου μας site-περιοδικού, του thelook.gr, η οποία είναι https://www.thelook.gr/category/mousiki/odos-oneiron/, μπορείτε να βρείτε και τα τρία προηγούμενα μέρη της σχετικής αρθρογραφίας.

Αλλά πάμε να δούμε επιλεγμένα ελληνικά τραγούδια, τα οποία κατάφεραν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, να εκτιμηθούν και ανάλογα να διασκευαστούν ώστε να ακουστούν και σε άλλους λαούς. Πολύ σημαντικές στιγμές, δε νομίζετε; Κι αν είναι γνωστό ότι τη δεκαετία του ’60 οι μεγάλοι συνθέτες μας είχαν τη δυνατότητα να προβάλλεται η δουλειά τους στο εξωτερικό, θα δούμε και κάποια άλλα που ίσως δεν είναι και πολύ γνωστά. Όμως, ας ξεκινήσουμε από τα πολύ γνωστά, που όμως τα επιλέξαμε με βάση κάποια συγκεκριμένα κριτήρια.

Τα “Παιδιά του Πειραιά” αποτελούν ίσως την κορωνίδα, θέλετε και λόγω Όσκαρ, πάντως είναι το πιο γνωστό ελληνικό τραγούδι μαζί με τον περίφημο “Ζορμπά” του Μίκη Θεοδωράκη. «Τα παιδιά του Πειραιά» γράφτηκαν από τον Μάνο Χατζιδάκι, με την βοήθεια του Γ. Ζαμπέτα. Στην αυθεντική ελληνική τους έκδοση οι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν και αυτοί από τον Μάνο Χατζιδάκι μέσα σε ένα αυτοκίνητο που τον πήγαινε στο στούντιο να ηχογραφήσει τα τραγούδια για την ταινία και παρουσιάστηκαν για την ταινία “Ποτέ την Κυριακή” από την Μελίνα Μερκούρη. Ένα τραγούδι που ο Χατζιδάκις το απαξίωνε όπου βρισκόταν κι όπου στεκόταν, μαζί με το Όσκαρ που κέρδισε, θεωρώντας το σαν λάθος γέφυρα στην επαφή του με τον κόσμο. Κι όμως, αυτό το τραγούδι διασκευάστηκε άπειρες φορές, φυσικά μεταγλωττίστηκε, χρησιμοποιήθηκε για ταινίες όπως το “Munich”, ενώ ακόμα και στο περίφημο “Muppet Show” το ακούσαμε από την Miss Piggy. Επιλέξαμε την ιταλική έκδοση από τη Dalida, το “Uno a te uno a me” (Ένα για σένα ένα για μένα), η οποία όμως μαζί με την Μελίνα Μερκούρη ήταν οι μόνες που το τραγούδησαν σε περισσότερες από δύο γλώσσες, αφού η Dalida εν προκειμένω το τραγούδησε στα γαλλικά, στα ιταλικά αλλά και στα γερμανικά. Είναι ίσως περιττό να πούμε, γιατί δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, ότι η μεταφορά των στίχων δεν αφορά το λιμάνι του Πειραιά και τα παιδιά του αλλά έναν μεγάλο ιταλικό έρωτα. 

Από τα πολλά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη που έχουν διασκευαστεί στο εξωτερικό, επιλέξαμε τον τίτλο “Life Goes On” με την καταπληκτική Shirley Bassey, ή κατά το γνωστότερο το “Γελαστό παιδί”. Πρόκειται για ένα μελοποιημένο ποίημα του Ιρλανδού ποιητή Brendan Beham, το οποίο μεταφράστηκε από το Βασίλη Ρώτα και μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη τον Οκτώβριο του 1961 για τις ανάγκες του έργου “Ένας Όμηρος”.

Τα τέσσερα τραγούδια του δίσκου όμως λογοκρίθηκαν, οι στίχοι απορρίφθηκαν και ο Μίκης Θεοδωράκης τα κατέγραψε αρχικά με τη δική του φωνή παίζοντας ο ίδιος τη μουσική στο πιάνο. Επίσημα το τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1966 με ερμηνεύτρια τη Ντόρα Γιαννακοπούλου, αλλά ευρύτατα γνωστό έγινε με την ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη. Λόγω δικτατορίας όμως κυκλοφόρησε επτά χρόνια μετά. O Ιρλανδός έγραψε το ποίημα για τον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Βρετανών και το αδικοχαμένο «Γελαστό Παιδί” ήταν ένα αθώο θύμα του εμφυλίου, πιο συγκεκριμένα ο Michael Collins. έναν από τους σπουδαιότερους ηγέτες του ιρλανδικού απελευθερωτικού κινήματος και του προγόνου του IRA. Όσο για την ελληνική εκδοχή των στίχων, οι αρχικοί του 1961 έλεγαν “σκοτώσαν οι δικοί μας το Γελαστό Παιδί». Στη θεατρική παράσταση “Μαγική Πόλη” που ανέβηκε το 1962, “οι δικοί μας” έγιναν “εχθροί” και πλέον όλοι τραγουδούσαν “Σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί”. Στις συναυλίες μετά την πτώση της Χούντας οι “εχθροί” έγιναν “φασίστες”. Ετσι, η κάθε εποχή έχει το δικό της τραγούδι. Στην τελευταία εκδοχή έγινε ένα από τα αγαπημένα τραγούδια της γενιάς του Πολυτεχνείου. Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης πάντως το είχε αφιερώσει στον Γρηγόρη Λαμπράκη.

Όσο για την εκδοχή της Shirley Bassey, αρκεί να αναφέρουμε ότι το τραγούδι εκείνη την εποχή συμπεριλαμβάνεται σε ένα άλμπουμ που αφορά την επιστροφή της αοιδού στη δισκογραφία, με τον τίτλο “Something”. Και όχι οποιοδήποτε “Something”, αλλά αυτό του George Harrison των Beatles, το οποίο διασκευάστηκε επίσης, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία για ακόμα μια φορά. Η Barbara Martin γράφει τους στίχους για το “Life Goes On”. Στίχοι ζωής, με την υποσημείωση ότι αυτή συνεχίζεται ότι κι αν γίνει. 

Η σχέση Θεοδωράκη και Beatles κάπως υπήρχε πάντα στον αέρα. Οι οποίοι χρησιμοποίησαν εμμέσως το original, όταν το διασκεύασαν για τη ζωντανή συναυλία τους στο BBC, στις 6 Αυγούστου του 1963. 

Στα τέλη του 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε το βασικό θέμα της ταινίας του βρετανού σκηνοθέτη Μάικλ Πάουελ «Luna De Meil» («Honeymoon» στα αγγλικά, «Νύχτα Γάμου» στα ελληνικά). Από τη μουσική του Θεοδωράκη προέκυψε το τραγούδι των τίτλων «Honeymoon Song», το οποίο ερμήνευσε ο ιταλός τραγουδοποιός Μαρίνο Μαρίνι με το κουαρτέτο του. Στην Ελλάδα έγινε μεγάλη επιτυχία με τον τίτλο «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», σε στίχους Βασίλη Καρδή (ψευδώνυμο του Νίκου Γκάτσου) και ερμηνεύτρια τη Γιοβάνα. Την ερμηνεία του Μαρίνι άκουσε ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ, του άρεσε και πρότεινε στα τρία υπόλοιπα «σκαθάρια» να ηχογραφήσουν το τραγούδι του Θεοδωράκη για τη ραδιοφωνική εκπομπή του BBC «Pop Go The Beatles».

Μένοντας στα παλιότερα χρόνια, η επόμενη διασκευή αφορά το πολύ γνωστό μας “Ντιρλαντά”. Το παραδοσιακό τραγούδι “Ντιρλαντά” το τραγουδούσαν στα σφουγγαράδικα. Ιδιαίτερα το τραγουδούσαν στους δύτες, όταν ανέβαιναν από τις καταδύσεις, για να τους κρατήσουν ξύπνιους, και να σιγουρευτούν ότι δεν τους χτύπησε η νόσος των δυτών. 

Υπήρξαν μέχρι και δικαστικοί αγώνες για την πατρότητά του, που έγινε ιδιαίτερα γνωστό από το 1969 όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος το περιέλαβε στο δίσκο του “Το περιβόλι του τρελού” (Lyra). Όμως κατοχυρώθηκε ότι πρόκειται για σύνθεση του Παντελή Γκίνη, καπετάνιου στα σφουγγαράδικα της Καλύμνου. Το «Ντιρλαντά», με ρυθμό που σε ξεσηκώνει και χωρίς μουσικό τέλος, την δεκαετία του ‘70 ήταν το πιο διάσημο ελληνικό τραγούδι στον κόσμο, έπαιζε ακόμα και στην Ιαπωνία, διαδεδομένο από τους Έλληνες ναυτικούς που έφταναν στα λιμάνια της χώρας και από την διασκευή που είχε κάνει η Dalida. 

Η διασκευή που επιλέγουμε, το “Loop Di Love”, αφορά έναν τραγουδιστή που το έκανε με ψευδώνυμο, τον Rolf Steitz, αλλά και την εκδοχή που γνώρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία στη Βρετανία και πάλι με ψευδώνυμο (Shag), φτάνοντας πολύ ψηλά στα charts και πάνω από τραγούδια του Elvis Prisley, του Tom Jones, του Cat Stevens και πολλών άλλων. Όπου Loop Di Love = Ω Ντιρλαντά ντιρλανταντά… 

Πάντως τον Διονύση Σαββόπουλο ίσως και να τον αντέγραψαν ή να τον έκλεψαν τα χρόνια εκείνα, αφού το 1971 για τις ανάγκες της ταινίας “Il Corsaro Nero” με τους Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ, ο συνθέτης Gino Peguri μας παρουσίασε τη “Συννεφούλα”

Ο Διονύσης Σαββόπουλος όμως, εξηγώντας από πού πήρε την έμπνευση για τη «Συννεφούλα», ανέφερε επίσης μια ταινία του Τριφό στην οποία έπαιζε ένα βαλς, αλλά και «μια τσαπερδόνα που τον ταλαιπωρούσε εκείνη την περίοδο». Αυτά υπήρξαν η αφορμή για να σκαρφιστεί για πρώτη φορά τα στιχάκια της «Συννεφούλας» πίσω στα 1966.

Ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του ελληνισμού γενικότερα είναι το “Τζιβαέρι”. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό τραγούδι που πρωτοτραγούδησε η Δόμνα Σαμίου και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο της με τίτλο “Ένα ταξίδι στην Ελλάδα με την Δόμνα Σαμίου” που κυκλοφόρησε το 1972.

Το τραγούδι «Τζιβαέρι» ανήκει στην κατηγορία των τραγουδιών της ξενιτιάς. Εκφράζει τον πόνο της μάνας για το ξενιτεμένο παιδί της, για ό,τι πιο πολυτιμότερο έχει. Ο καημός της είναι αβάσταχτος γιατί με τη δική της προτροπή ξενιτεύτηκε, για να βρει καλύτερες συνθήκες ζωής. Τώρα όμως που της λείπει, νιώθει ενοχές και καταριέται την ξενιτιά, γιατί όλα τα καλά της δεν είναι αρκετά να απαλύνουν τον πόνο της και να καλύψουν το κενό που δημιουργείται από την έλλειψη του αγαπημένου παιδιού της. Το “Τζιβαέρι”, το τραγούδι της Ξενιτιάς αποτελεί αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι της παράδοσης. Ως επιφώνημα το «Τζιβαέρι μου» σημαίνει «θησαυρέ μου».

Ο Ιταλός Andrea Parodi, πρόωρα χαμένος καλλιτέχνης μόλις στα 51 του χρόνια τον Οκτώβρη του 2006, ερμήνευσε το “Τζιβαέρι” σαν “Abacada”. Ο σπουδαίος τραγουδοποιός από την Σαρδηνία, έντυσε τη δική του ενορχήστρωση και διασκευή από το “Τζιβαέρι”, με λόγια που αφορούσαν την ψυχή, την ηρεμία που χρειάζεται μια ακούραστη ψυχή και μάλιστα το κάνει με έναν εκπληκτικό τρόπο. Βγάζοντας την ηρεμία μέσα από τα μάτια ενός βοδιού που ποτέ δεν κουράζεται και έχει μεγάλη υπομονή, έτσι πρέπει να είναι οι ψυχές.  Ο ελληνικός τίτλος για το “Abacada” είναι “Ηρεμία”.

To 1998 η περίφημη “Αλεξάνδρεια” της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και του Άρη Δαβαράκη, συμπεριλήφθηκε σε ένα διεθνές άλμπουμ που συμμετείχαν από τη Sarah Brightman μέχρι τη Madonna και από τον Chris Issak μέχρι τη Cher. Συνεργάστηκε με την τραγουδοποιό, τραγουδίστρια αλλά και τσελίστρια Caroline Lavelle και δημιούργησαν την αγγλική version της “Αλεξάνδρειας”.

Ένα τραγούδι που έφτιαξε την καριέρα του Γιάννη Κότσιρα, ένα τραγούδι με μνήμες από τον Αλεξανδρινό Άρη Δαβαράκη. Η συμμετοχή του σε έναν πολυεθνικό δίσκο της Warner Music αποτελεί επιτυχία, όμως η αισθαντικότητα και η μελαγχολία του πρωτότυπου χάνεται μέσα σε στίχους που δεν μπορούν να αποδώσουν όσα εμείς νιώθουμε στο άκουσμά του. Διότι διαφέρει ουσιαστικά, αν και εκφράζει τονικά την ίδια λατρεία και αίσθηση ταυτότητας.

Ανάμεικτα είναι και τα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει κανείς για τη διασκευή του “Δι’ ευχών” της Χαρούλας Αλεξίου και της Λίνας Νικολακοπούλου από την Alannah Myles. Η μεγάλη διεθνής επιτυχία της Καναδέζας τραγουδίστριας ήταν το “Black Velvet”, που της έδωσε τη δυνατότητα να πρωταγωνιστεί σε σκηνές, μαζί με πολύ σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως η “γιαγιά της ροκ” Τίνα Τάρνερ ή ο Ρόμπερτ Πλαντ και οι Simple Minds.

Η Alannah Byles όπως είναι το κανονικό της επίθετο, διασκεύασε το τραγούδι βάζοντας αγγλικό στίχο, δημιουργώντας το τραγούδι “Alibi” (=Άλλοθι, από το άλμπουμ τίτλο “Myles & More: The Very Best Of”). Αρχικά είπα ότι είναι ανάμεικτά τα συναισθήματα για ένα τραγούδι που είναι μια προσευχή αγωνίας και λύτρωσης όπως το ξέρουμε, όμως η Myles ροκάρει ατέλειωτα φέρνοντας μια ανεπανάληπτη ανατριχίλα. Και κρίμα που αυτό το τραγούδι της δεν πήγε πιο ψηλά. Το τραγούδι είναι ερωτικό όπως έγινε, όμως περιέχει βαθύ συναίσθημα και πολλή κραυγή, σημαντική κραυγή. Εξαιρετική τελικά διασκευή.

Οι Πυξ Λαξ ήδη είχαν κάνει μεγάλη επιτυχία το “Μοναξιά μου όλα”, έγινε ένα τραγούδι που βρισκόταν στα χείλη του κόσμου. Ένα τραγούδι που τη μουσική του το 1998 έγραψε ο Φίλιππος Πλιάτσικας και τους στίχους ο ίδιος μαζί με την Όλγα Βλαχοπούλου. Το συγκεκριμένο τραγούδι, ήταν και το soundtrack της ταινίας «Μοναξιά Μου Όλα» που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Παναγιωτάτος. ενώ συμπεριλήφθηκε στο δίσκο “Στίλβη” του ίδιου έτους, στο νούμερο δύο του άλμπουμ. Κυκλοφόρησε μάλιστα σε δυο εκτελέσεις. Η δεύτερη εκτέλεση, σε cd- single, ακούμε στα φωνητικά και συγκεκριμένα στον αμανέ του τραγουδιού τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. 

Το 2003 στο album με τίτλο “Χαρούμενοι Στην Πόλη των Τρελών”, με την συμμετοχή του Marc Almond διασκεύασαν σε αγγλικό στίχο το τραγούδι “Μοναξιά Μου Όλα”. Και για να είμαστε ειλικρινείς σε αυτό το άλμπουμ δεν ήταν μόνο αυτό το τραγούδι που διασκεύασαν με σπουδαίο καλλιτέχνη. Στο ίδιο άλμπουμ υπήρχε ο Eric Burdon που ερμήνευσε το «Someone wrote “save me” on the wall» ή αλλιώς «Οι παλιές αγάπες», «Jellyfish» ή «Πούλα με» με την αισθαντική φωνή του Steve Wynn, «This joy» ή «Μια συνουσία μυστική»με τον Gordon Gano και η απρόβλεπτη εκδοχή του «Να με θυμηθείς»που έγινε «Those familiar dreams»με την ιδιαίτερη φωνή της Μελίνας Τανάγρη.

Ίσως το πιο διασκευασμένο τραγούδι που γεννήθηκε εν Ελλάδι αλλά έχει κατακτήσει κόσμο και κοσμάκη στην υφήλιο, είναι η “Μισιρλού”. Βρίσκεται στα 5 πρώτα τραγούδια σε πωλήσεις που αφορούν cinefils, κυρίως λόγω της διασκευής για το “Pulp Fiction” του Ταραντίνο. Κοντεύει έναν αιώνα ζωής, χωρίς ξεκάθαρους γονιούς, όμως από στοιχεία των εταιρειών φάινεται να το ηχογράφησε πρώτος ο πολύς Τέτος Δημητριάδης το 1927, ένας άνθρωπος που συνέδεσε το όνομα του με δισκογραφικές ηχογραφήσεις επαγγελματικά, όντας και μέτοχος και διευθυντής μεγάλων εταιρειών τα χρόνια εκείνα.  

O ροκ κιθαρίστας Dick Dale (& His Del-Tones) στις αρχές της δεκαετίας του ’60 διασκευάζει με μονόχορδο τη “Μισιρλού”. Οι Beach Boys το 1963 δημιουργούν κι αυτοί μια αντίστοιχη και πιο “μπιτάτη” εναλλακτική διασκευή, χωρίς στίχους. Έρχεται ο Ταραντίνο το 1994, στην ταινία “Pulp Fiction”  και χρησιμοποιεί την εκδοχή του αμερικάνου με λιβανέζικες ρίζες Dick Dale, με συνέπεια να καταταγεί μέσα στα δημοφιλέστερα κομμάτια ταινιών όλων των εποχών. Οι The Black Eyed Peas δημιούργησαν το περίφημο“Pump It” το 2006, πολύ κοντά στην εκδοχή που ξέρει πια όλος ο κόσμος. Αυτήν εξάλλου χρησιμοποιήσαμε σε αυτό το αφιέρωμα, όπου η Shaya μαζί με τον Stereo Mike για τα Mad Awards ερμηνεύουν το “Pump It” και η Ελένη Τσαλιγοπούλου επαναφέρει στις μνήμες μας από που ξεκίνησε πριν 100 περίπου χρόνια, η “Μισιρλού”, η “Αιγύπτια” δηλαδή του Νίκου Ρουμπάνη, του Μιχάλη Πατρινού, του Τέτου Δημητριάδη και ίσως κάποιων άλλων, πριν έρθει να ακούγεται και να χρησιμοποιείται κατά το δοκούν.

Για το www.thelook.gr

Κωνσταντίνος Ν. Προβατάς

9