Η συζήτηση με τη Σοφία Αρβανίτη, που θα διαβάσετε παρακάτω, προέκυψε μετά, από αρκετές αναβολές. Κάτοικος Αττικής η Σοφία, Θεσσαλονίκης εγώ, υπήρχε περισσότερο η διάθεση να γνωριστούμε και να τα πιούμε, και όποτε είχαμε χρόνο και να τα πούμε, στα πλαίσια μιας συνέντευξης. Οι χρόνοι μας, ταίριαζαν απόλυτα. Την ίδια περίοδο, δεν είχαμε χρόνους διαθέσιμους και την κατάλληλη στιγμή, βρεθήκαμε, τα είπαμε και τα ήπιαμε.

 

 

 

 

 

 

 

Αν και όπως είχα ξεκαθαρίσει από την αρχή, ήθελα να κάνουμε μια αφιερωματική – δισκογραφική συζήτηση, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό, μιας και η Σοφία, είναι ένα πλάσμα, που νομίζω πως αν νιώσει άνετα, μπορεί να σου ανοιχτεί και να μιλήσει για τα πάντα. Και επίσης αν δεν είχαμε μια, σχετική πίεση χρόνου (εξαιτίας των προβών της), σίγουρα θα είχαμε και μέρος β (ή και γ).

Βρεθήκαμε στο Χαλάνδρι, στο μέρος που μεγάλωσε, και λίγο πριν πατήσω το rec, συζητούσαμε για τα 4 σκυλιά της. Οπότε και η συζήτηση μας ξεκινά γύρω από τα ζώα.

 

 

ΧΣ: Με 4 σκυλιά, καταλαβαίνω πως η αγάπη σου για τα ζώα πρέπει να είναι μεγάλη.

ΣΑ: Ναι είναι, αλλά σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι, που κάνουν για τα ζώα πολύ περισσότερα πράγματα από εμένα.

 

ΧΣ: Την αγάπη προς τα ζώα την είχες από μικρή;

ΣΑ: Την είχα πάντα. Μικρή, εδώ κοντά στο ρέμα Χαλανδρίου, έσωζα γατάκια. Και στις μέρες είναι άγριοι οι άνθρωποι, αλλά τότε ήταν πιο εύκολο κάποιος, να εγκαταλείψει ένα ζώο.

(Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, περνάει δίπλα μας, ένα γατάκι, που φροντίζουν οι άνθρωποι του μαγαζιού, και η συζήτηση διακόπτεται, καθώς φιλόζωοι και οι δύο, ασχολούμαστε με το γατάκι).

ΣΑ: Οι γονείς μου ήταν μεν φιλόζωοι, αλλά δεν είχαμε στο σπίτι ζώο. Θέλω όμως να τονίσω κάτι. Επειδή ασχολούμαι χρόνια με τα αδέσποτα και έχω κάνει εκατοντάδες επισκέψεις σε κτηνιάτρους και αφορά τους εμβολιασμούς των ζώων. Τα εμβόλια γίνονται για να προστατεύονται τα ζώα, από ασθένειες, που αφορούν αυτά. Η φύση, έχει προνοήσει, ώστε άνθρωποι και ζώα, να μην κινδυνεύουμε από τις ίδιες ασθένειες.

 

 

ΧΣ: Εσύ πότε απέκτησες, το πρώτο δικό σου κατοικίδιο τελικά;

ΣΑ: Μόλις έφυγα από το σπίτι μου, 18 χρονών.

 

ΧΣ: Έφυγες αρκετά μικρή, για τα δεδομένα της τότε εποχής.

ΣΑ: Τότε λοιπόν, έκανα μια βαθιά βουτιά, έφυγα από μια οικογένεια ,που την ενδιέφερε το «τι θα πει ο κόσμος». Στην ουσία, όταν ανακάλυψα ουσιαστικά τι ήταν οι γονείς μου, κατάλαβα πως δεν ήταν αυτό, που με το ζόρι εφάρμοζαν, για τα μάτια του κόσμου και κυρίως για το κορίτσι. Τους είχα στην ουσία στο πλευρό μου. Τους προβλημάτιζαν τα «θέλω» μου μεν, αλλά μου τα κάνανε τα χατίρια.

 

ΧΣ: Ποιο «θέλω» σου, ας πούμε, τους προβλημάτιζε;

ΣΑ: Από 5 χρονών ήθελα να κάνω μπαλέτο. Αντιδρούσανε τότε, ¨μπαλαρίνα θα γίνεις»;

‘Όμως είχα μια κοσμική νονά, η οποία είχε επαφή με καλλιτέχνες, και τους έλεγε, “Αφού το παιδί λαχταράει για μπαλέτο, γιατί να το περιορίσετε”;

Πείστηκαν, αφού κατάλαβαν ότι το σωστό είναι να ακολουθήσω το όνειρο μου. Και έτσι με γράψανε, στη πρότυπο σχολή Χαλανδρίου, της Μαρίας Κανατσούλη, όπου φοίτησα και με υποτροφία για 10 χρόνια.

 

ΧΣ: Είπες πριν τη φράση ¨Τι θα πει ο κόσμος¨, σε σχέση με τους γονείς σου. Τελικά, αυτό το ¨Τι θα πει ο κόσμος¨, πόσο κακό πιστεύεις έχει κάνει στην κοινωνία;

ΣΑ: Απόλυτο κακό. Δημιουργεί καταπίεση και η καταπίεση φέρνει ρατσισμό. Ευτυχώς από το δημοτικό ακόμα, εμένα δε με αφορούσε αυτό, χωρίς βέβαια και να προκαλώ. Μου έδινα «ελευθερίες» από μικρή, χωρίς να με νοιάζει, τι θα πουν οι άλλοι.

 

ΧΣ: Και έρχεται η ώρα που μπαίνεις στο χώρο. Αυτό έγινε, τότε στα 18, που έφυγες και από το πατρικό σου;

ΣΑ: Τότε είχα μπει μερικώς στο χώρο, δούλευα εκείνη την περίοδο στο «Μοστρού» ως χορεύτρια και μετά ξεκίνησα ως τραγουδίστρια. Μετά δούλεψα σε ένα μαγαζί, όπου η «φίρμα» δεν ήταν ιδιαίτερα καλή τραγουδίστρια. Προφανώς είχε κάποιες ανασφάλειες, και η συμπεριφορά της, σε όλο το υπόλοιπο προσωπικό, δεν ήταν καλή. Δεν μπορούσα να καταλάβω, γιατί είχε “τουπέ”. Και επειδή η μοίρα η ανθρώπινη, είναι κοινή για όλους, θεωρώ ανόητο το τουπέ. Το κατάλαβα αυτό, από τότε, από τα 18 μου.

 

ΧΣ: Εσύ το τήρησες αυτό; Να μην έχεις ποτέ ¨τουπέ¨;

ΣΑ: Είναι στο χαρακτήρα μου να μην έχω, και μερικοί που νόμιζαν τότε στα 90ς ,που έκανα τις επιτυχίες πως είχα, το έψαξα και κατάλαβα πως ήταν απλά ανασφάλεια. Αυτό βέβαια έχει και την πηγή του. Στα παιδικά χρόνια, και σε ανασφάλειες που δημιουργήθηκαν από την οικογένεια. Την εποχή που μεγάλωσα, δεν ήξεραν οι γονείς μας, πως πρέπει να μας νοιάζει, η ψυχολογία των παιδιών. Εκείνοι μεγάλωσαν με ξύλο, και το ότι πχ δε μας έδερναν, το θεωρούσαν πρόοδο. Και ήταν ναι, αλλά ως εκεί. 

 

ΧΣ: Υποθέτω είχες δύσκολη εφηβεία.

ΣΑ: Πολύ. Ήμουν ατίθαση, αντιδραστική. Έβγαινα από πιο μικρή με αγόρια, λαχταρούσα την αποδοχή, που μου έλειπε. Ενώ άνθρωποι, που με γνωρίζουν τα τελευταία χρόνια, με θεωρούν πολύ cool, άτομο χαλαρό. Δεν τους τρομάζω.

 

ΧΣ: Πάμε στη διαδρομή σου. Στη δισκογραφία, καταλαβαίνω πως μπήκες πολύ εύκολα.

ΣΑ: Ναι. Είχε έρθει ο Μίλτος Καρατζάς, που τότε ήταν διευθυντής στη CBS (μετέπειτα Sony Music), στο μαγαζί που δούλευα με την Άννα Βίσση και της έκανα φωνητικά. Θα έκανε τότε ο Καρατζάς το ελληνικό label, της BMG, που ήταν γερμανική εταιρία. Η Bmg , ήθελε κυρίως pop καλλιτέχνες. Ο Καρατζάς είπε στην Άννα , πως με έβρισκε ενδιαφέρουσα και θεώρησα πως θα ήταν μεγάλη τιμή για μένα, να είμαι ένα από τα πρώτα άτομα που θα υπέγραφα σε μια τέτοια εταιρία. Και πόσο μάλλον, όταν τόσοι τραγουδιστές νέοι, δεν είχαν ευκαιρία να μπουν σε κάποια εταιρία. Η Άννα με παρότρυνε ασφαλώς, να πάω να μιλήσω μαζί του και να μη χάσω την ευκαιρία.

 

ΧΣ: Πρώτος δίσκος και με την πρώτη, Κώστας Χαριτοδιπλωμένος. Το κορυφαίο όνομα της εποχής. Και σου δίνει το «Σοκολατί». Επιτυχία κατευθείαν;

ΣΑ: Κατευθείαν ναι. Ταίριαζε η εικόνα με το υλικό. Αγαπήθηκε από τα κορίτσια κυρίως, με όλο αυτό το παιχνίδισμα του στίχου.

 

ΧΣ: Ξεκινώντας εσύ τη δισκογραφία, είχες αυτό το όνειρο; Να ακολουθήσεις την pop,που ήταν το ζητούμενο της εποχής, ή ενδεχομένως είχες κάτι άλλο στο μυαλό σου;

ΣΑ: Σε συνδυασμό με το χορό που έκανα, και τη disco περίοδο εκείνων των χρόνων, είχα ποτιστεί από την pop αυτή κουλτούρα. Πιο μικρή άκουγα rock, αλλά παράλληλα και με τον εσωτερικό ρυθμό, που είχα ως χορεύτρια, αυτή η μουσική τάση με κέρδισε.

 

ΧΣ: Την τόσο γρήγορη επιτυχία, πως τη διαχειρίστηκες;

ΣΑ: Κατάλαβα, πως πλέον είχα μια ευθύνη, του πως πρέπει να παρουσιάζω τον ευαυτό μου και ποια θα είναι η συνέχεια μου.

Από εκεί που ήμουν μια τύπισσα, που έκανα βόλτες με τη μηχανή μου και έπινα καφέδες, βρισκόμουν κάθε βδομάδα στα κανάλια και τα ράδιο. Ετοιμάζαμε ένα δίσκο για 2 μήνες, αλλά για τον υπόλοιπο χρόνο, έπρεπε να παρουσιάζω τη δουλειά μου. Εμένα με κούραζε αυτό. Έλεγα «οκ, κάναμε αυτά τα χαριτωμένα τραγούδια, πρέπει να τρέχω τόσο πολύ?» Έπρεπε να ήμουν συνεπής σε αυτό. Άρχισα να βγαίνω από την κατάσταση αυτή, από το δεύτερο δίσκο, που κάναμε με τον Μιχάλη (Ρακιντζή), όπου άρχισα να γράφω στίχους, και να βγάζω τα δικά μου εσωτερικά κομμάτια προς τα έξω. 

 

 

ΧΣ: Αν και έχω ως αρχή μου, να μη ρωτάω ποτέ για τα προσωπικά των καλλιτεχνών, στην περίπτωση σου θα την παραβώ. Έρχεται λοιπόν το « Μη μου μιλάς για καλοκαίρια», σε μουσική και τους μισούς στίχους του Ρακιντζή. Ο δίσκος προέκυψε, μιας και ήσασταν ζευγάρι ή έγινε το αντίστροφο;

ΣΑ: Παράλληλα έγιναν τα πράγματα. Εμείς κρύβαμε ότι ήμασταν μαζί.

 

ΧΣ: Όταν κάνατε αυτό το δίσκο, είχατε διαισθανθεί, ότι ¨τώρα θα γράψουμε ιστορία¨. Γιατί μιλάμε, για έναν κλασσικό πια δίσκο, αυτής της σκηνής.

ΣΑ: Ούτε καν! Θα σου ομολογήσω πως είχα και ένα σύμπλεγμα. Πίστευα πως αυτό που κάναμε, δεν ήταν ίδιας αξίας με άλλα ρεπερτόρια. Αυτό βέβαια, το ανέτρεψε ο χρόνος. Στις μέρες μας ακούω και χαίρομαι, για την pop κουλτούρα. Σε κάθε είδος εξάλλου υπάρχει το καλό και το κακό τραγούδι. Κι αυτός είναι ο στόχος μου,μέχρι σήμερα. Να κάνω καλά τραγούδια, χωρίς το άγχος της «ταμπέλας».  Όπως βέβαια αγαπώ πολύ και το έντεχνο, με έχει παρηγορήσει πολύ στη ζωή μου, έχει γιατρέψει πληγές μου. Υπάρχουν όμως pop καλλιτέχνες, που την έντεχνη σκηνή την πολεμούν. Δε ξέρω γιατί.

 

ΧΣ: Ίσως γιατί πολεμήθηκαν και οι ίδιοι; Ας μη ξεχνάμε τις ταμπέλες, και τους διαχωρισμούς, ποιοτικοί, εμπορικοί, έντεχνοι, κλπ.

ΣΑ: Ίσως, εμένα δε με νοιάζει αν πολεμήθηκε το είδος που εκπροσώπησα.

 

ΧΣ: Γίνεται λοιπόν ο θρίαμβος με το «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια» και ξεκινάτε την επόμενη δουλειά, το «Παράφορα». Είχατε το άγχος του επόμενου βήματος και του πως , θα ξανακάνετε αντίστοιχη επιτυχία;

ΣΑ: Κανένα άγχος, ίσα ίσα το «Παράφορα» είχε και πιο…σκοτεινά τραγούδια. Παίρναμε όμως τόση δύναμη από το «Πεθαίνω στην ερημιά», το βάζαμε στο studio και παίρναμε μια διαφορετική και υψηλή δόνηση ευχαρίστησης. Νιώθαμε ότι θα κάναμε επιτυχία, αλλά με κάτι τόσο διαφορετικό, με μια ροκιά που μιλούσε για μοναξιά, για ερημιά. Καλά δε, όταν απόδεχτηκε η Bonnie Tyler την πρόταση του Μιχάλη, ε εκεί τρελαθήκαμε.

 

 

ΧΣ: Με την οποία Tyler, ξαναβρεθήκατε το περασμένο καλοκαίρι, σχεδόν 30 χρόνια μετά. Πως ήταν αυτή η συνάντηση;

ΣΑ: Συγκλονιστική στιγμή. Αποφασίζω να ανέβω Χαλκιδική, να τη δω, αλλά είχα στο μυαλό μου, αν κάτι πάει στραβά? Αν δεν είχε όρεξη? Πήγα χαλαρά και μας υποδέχτηκε απίστευτα θερμά. Ζήτησε να με δει, πριν βγει στη σκηνή. Μια τεράστια αγκαλιά. Υπέροχη στιγμή.

Και μου λέει «να πούμε και ένα καινούργιο τραγούδι μαζί».

 

 

ΧΣ: Επόμενο βήμα, μετά το τέλος της συνεργασίας με τον Ρακιντζή, «Ζωή σαν πορτοκάλι» και Σπύρος Πάζιος. Σπουδαίος μουσικός, συνεργάτης του Πανούση, αλλά όχι ένα όνομα τόσο «εμπορικό». Δε σε ενδιέφερε να βρεις τον επόμενο συνθέτη-φίρμα, να είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία;

ΣΑ: Καθόλου δε με ενδιέφερε. Εγώ ζήτησα τη συνεργασία με τον Πάζιο. Ήθελα ειλικρινά, να κάνω πράγματα που με άγγιζαν. Ασφαλώς και θα με στεναχωρούσε μια αποτυχία, απλά όσο μεγάλωνα, καταλάβαινα πως είχα μια πολυτέλεια. Να έχω μια μεγάλη δισκογραφική, να μου πληρώνει τους δίσκους και εγώ να βρίσκω τον τρόπο να εκφράζομαι αληθινά. Θα μπορούσα να καταφύγω σε συνθέτες, με συστατικά σλόγκαν, δε με αφορούσε όμως. Μου άρεσε που η εταιρία, ήταν απασχολημένη με άλλους καλλιτέχνες, και με άφηναν να κάνω αυτό που ήθελα.

 

ΧΣ: 1993 και μια συνεργασία σταθμός. Βασίλης Παπακωνσταντίνου! Σε μια περίοδο, που οι «ταμπέλες» ο ροκ, η pop, κλπ κυριαρχούσαν, πως είχε αντιμετωπίσει ο χώρος ,αυτή τη συνεργασία.

ΣΑ: Τους την έσπασε πολύ. Δεν τους άρεσε καθόλου. Αλλά δεν αισθάνθηκα πως πολεμήθηκα προσωπικά. Εγώ έλεγα τα τραγούδια μου και με το Βασίλη μαζί, λέγαμε υπέροχα τραγούδια της εποχής, όπως το «Μη γυρίσεις». ‘Ηταν μια υπέροχη στιγμή, όπου στη σκηνή επάνω ήμασταν οι 2 μας και μια κιθάρα μόνο. 

 

ΧΣ: Η πρόταση ήρθε από τον Παπακωνσταντίνου; Και αν ναι, σου είπε ποτέ, πως σκέφτηκε εσένα;

ΣΑ: Ναι του Βασίλη ήταν. Δεν τον ρώτησα ποτέ. Ίσως ο ίδιος πρέπει να το απαντήσει. Ίσως ήθελε να κάνει την ανατροπή.

 

ΧΣ: Εσύ την ίδια περίοδο, κάνεις μια δική σου ανατροπή, διασκευάζοντας το, ύψιστο κατ’ εμέ ελληνικό τραγούδι, «Τα λόγια και τα χρόνια».

ΣΑ: Συγκλονιστικό τραγούδι και με άγγιζε από μαθήτρια. Και μου είπε, ένας συνεργάτης μου πάνω σε μια συζήτηση, πως ο μέγας δάσκαλος Κώστας Γανωσέλης, έχει ενορχηστρώσει στο ωδείο , για τους μαθητές του, αυτό το τραγούδι και το έκανε electro-rock. Ζήτησα να το ακούσω και παθαίνω σοκ. 

 

ΧΣ: Σου δόθηκε εύκολα η άδεια να το πεις? Πολλοί δημιουργοί ήταν ιδιαίτερα αυστηροί, ως προς το θέμα των επανεκτελέσεων.

ΣΑ: Πολύ εύκολα και πολύ απλά. Ήμουν εξαιρετικά τυχερή, όπου 2 τόσο σπουδαίοι δημιουργοί, όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Μάνος Ελευθερίου, μου δώσανε τόσο απλόχερα την άδεια για να το τραγουδήσω

 

ΧΣ: Και έρχεται η ώρα, να περάσεις στο λαϊκό ρεπερτόριο, που έχω την αίσθηση, πως δε το χάρηκες καθόλου.

ΣΑ: Όχι μωρέ, το έκανα και μετά , απλά αδιαφόρησα για αυτά τα τραγούδια.

 

ΧΣ: Κι όμως θέλω να σου θυμήσω, πως σε συνέντευξη σου παλαιότερη, πως «η περίοδος που έκανα τα λαϊκά, με τραυμάτισε»

ΣΑ: Θα ήταν η φάση μου τέτοια, που είπα κάτι τέτοιο. Δε το θυμάμαι.

 

ΧΣ: Επιμένω πάντως, πως η αίσθηση, που μου έχεις δώσει όλα αυτά τα χρόνια, είναι πως αν βρισκόμουν σε ένα live σου, και σου ζητούσα το « Έστω μια νύχτα», δε θα σε έκανε να χαρείς.

ΣΑ: Όχι, όχι. Δε θα συνέβαινε αυτό. Δεν πιέστηκα όταν έκανα αυτά τα τραγούδια, απλά όταν τα έκανα και γίνανε παρελθόν είπα ¨Τι έγινε? Αυτό είσαι? Μια λαική τραγουδίστρια?».

Στις πίστες, με τα λουλούδια, που κρατάγανε ως τις 6 το πρωί, δεν ένιωθα πως είχε κάποια  αξία, ειδικά για μένα, που είχα την τύχη και την ευλογία, να μπω τόσο εύκολα στο χώρο της δισκογραφίας.  Έχω ένα προτέρημα και παράλληλα ελάττωμα. Θέλω ότι μου περνάει από το μυαλό, ότι αντιλαμβάνομαι να συμβαίνει, θέλω να μπω μέσα και να το ερευνήσω.

Θα σου πω ένα παράδειγμα. Την εποχή που ήμουν στη «Σφεντόνα», πήγαμε με ένα μουσικό, να φάμε κάτι σε ένα μαγαζί στην Αλεξάνδρας. Σκάει ξαφνικά αστυνομία και όσοι ήμασταν μέσα στο μαγαζί, δίχως κάποιο λόγο, μπήκαμε στην κλούβα, για εξακρίβωση. Πιτσιρίκα τώρα εγώ. Εγώ πέταξα από τη χαρά μου. Ήταν μέσα τραβεστί, σωματέμποροι, ναρκομανείς, όλη η underground πλευρά της κοινωνίας. Να μου μιλάνε οι πόρνες και να μου ζητάνε αυτόγραφα. Ο μουσικός, κόντεψε να τρελαθεί, με πίεζε να «χρησιμοποιήσω» το όνομα μου, για να μας αφήσουν. Του λέω «Ρε, πας καλά? Αυτό που ζούμε είναι υπέροχο». Εγώ ένιωσα πως έκανα μια έρευνα, σε ένα κομμάτι της κοινωνίας με το οποίο δεν είχα σχέση και το απόλαυσα.

Έτσι έγινε και με το λαικό. Για μένα ήταν κάτι νέο. Είπα δοκίμασε το, μπορεί να είναι το «παρακάτω» σου. Ε, είδα πως δεν ήταν τελικά.

 

ΧΣ: Πάντως ενώ έκανες μεγάλες επιτυχίες « Χτύπα, Τίποτα, Μην ανάβεις το τσιγάρο, Έστω μια νύχτα, κλπ» φεύγεις πάνω στα σουξέ σου από την BMG.

ΣΑ: Ήταν η αρχή της κρίσης της δισκογραφίας και σχεδόν όλοι πήραμε απαλλακτικά. Είχα κάνει τόσους δίσκους εκεί, και μου λέει η εταιρία ξαφνικά, πως θέλει να μικρύνει το δυναμικό της.

 

ΧΣ: Και φτάνουμε στα 00’ς και με ένα τρόπο μαγικό, σχεδόν όλοι όσοι σκίσατε στα 90ς, δυσκολεύεστε. Δε βρίσκατε εταιρίες ή καταφεύγατε σε εταιρίες  μικρότερης δυναμικής και πολλοί σταμάτησαν την καριέρα τους εκεί.

ΣΑ: Ότι έκανα μετά (1 δίσκο και 1 cd single), απορώ γιατί τα πλήρωσαν οι εταιρίες. Δεν ξέρω αλήθεια, γιατί δεν τα προώθησαν καθόλου.

 

ΧΣ: Και έρχεται η ώρα της μεγάλης αποχής σου.

ΣΑ: Ότι γινόταν τότε στη δισκογραφία, τόσο τη δική μου όσο και των συναδέλφων μου, καταλάβαινα πως συνέβαινε με άχαρο τρόπο, σε μια άχαρη περίοδο. Για αυτό και δεν τρελάθηκα. Ναι, προβληματίστηκα, αλλά κατανόησα πως το είδος που εκπροσώπησα, η pop μουσική, είναι είδος εφήμερο και εκπροσωπεί τη νιότη. Αντίστοιχα και στη ξένη δισκογραφία, όσοι κάνανε τις μεγάλες pop επιτυχίες, ήταν μέχρι τα 30 – 35 τους, ενώ ένας λαικός τραγουδιστής, μπορεί να κάνει καριέρα, μέχρι να αποφασίσει ο ίδιος, σε μεγάλη ηλικία να αποσυρθεί.

 

ΧΣ: Με εξαίρεση τη Madonna.

ΣΑ: Αυτό άστο. Εδώ μιλάμε για την απόλυτη εξαίρεση του κανόνα.

 

ΧΣ: Τα χρόνια που απείχες δισκογραφικά, τι έκανες; Συνέχισες εμφανίσεις;

ΣΑ: Όχι είχα σταματήσει τελείως και έκανα διάφορα με οικοδομικές επιχειρήσεις.

 

ΧΣ: Το 2009, όμως, έστω και μέσα από μια μικρή εταιρία, επέστρεψες δισκογραφικά, με το δίσκο «Χωρίς Retouche». Είχες ελπίδες για ένα μεγάλο come back, μέσα από μια μικρή εταιρία;

ΣΑ: Όχι. Οι σκέψεις που έκανα ήταν πως ενώ είχε αλλάξει όλος ο χώρος της δισκογραφίας, οι καλλιτέχνες πληρώνανε μόνοι τους την παραγωγή, εγώ δέχτηκα πρόταση από μια μικρή εταιρία, που μου είπαν πως θα τα πληρώσουν όλα. Αναρωτήθηκα, αν είχα να δώσω πράγματα από μέσα μου, μου έλειψε η δισκογραφική μου συνέχεια, και έκανα μια pop δουλειά, αλλά με αρκετές αναζητήσεις. Δε με ενδιέφερε πια η επιτυχία, αλλά κυρίως αν είχα μέσα μου πράγματα να βγάλω προς τα έξω. Και είχα.

 

 

ΧΣ: Χωρίς να υποτιμώ τίποτα, θέλω να σου πω ειλικρινά, πως δε θα περίμενα ποτέ να συμμετάσχεις σε ένα show, σαν το «Just the two of us». Είχες σκέψεις, πως η συμμετοχή σου σε ένα τέτοιο show, ίσως να σου άνοιγε πάλι τις πόρτες της δισκογραφίας;

ΣΑ: Καθόλου. Δισκογραφία κάνω όποτε θέλω. Πληρώνω και κάνω. Εξάλλου ένας ολοκληρωμένος δίσκος πια, δε με αφορά, δεν αφορά και κανέναν πλέον.

Αλλά… θέλω να έχω την ψευδαίσθηση, πως αναβάλλω την έξοδο μου. Έχω μια λαχτάρα για παράταση της εφηβείας μου.

 

ΧΣ: Επειδή σιγά σιγά, θα πρέπει να τελειώσουμε, θέλω να σκεφτείς 3 σου τραγούδια, που θεωρείς πως αδικήθηκαν και θα ήθελες να πεις στον κόσμο: ακούστε τα, αξίζουν!

ΣΑ: Να σου πω, το « Μια ατίθαση καρδία», την «Παλιοσκυλού» και το «Αλαβαρντάχαλα, κάντε απόψε γιορτή». Αλλά θα ήθελα να πω και για τις διασκευές που έκανα, στη διάρκεια της πανδημίας. Τραγούδια όπως « Τα δειλινά, Πανσέληνος, Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, Να κοιμηθούμε αγκαλιά».

 

ΧΣ: Θα μας πεις και τι σημαίνει «Αλαβαρντάχαλα», που ήταν και ο τίτλος του τελευταίου σου δίσκου;

ΣΑ: Είναι ένα password, που δεν έχει εξήγηση για τον κόσμο. Είναι κάτι υπαρκτό για το δικό μου περιβάλλον.

 

ΧΣ: Μετά από τόσα χρόνια πορείας, τι δε ξέρει ο κόσμος για τη Σοφία Αρβανίτη;

ΣΑ: Μπορεί να μη ξέρει κάποια πράγματα, αλλά για να μην τα ξέρει, αυτό έπρεπε να γίνει.

Αυτό που μπορώ να πω είναι πως δεν ήμουν ποτέ φιλόδοξη, αγωνίστηκα για τη δουλειά μου, και ότι έκανα, το έκανα για να λύσω τις δικές μου απορίες που είχα για τον  ευατό μου,τη ζωή και την εξέλιξη μου. Να βρω απαντήσεις και αυτό συνέβη σε όλη τη διαδρομή μου. Ότι κι αν έκανα, δεν πηγάζουν από τη φιλοδοξία μου και επίσης δεν ήμουν φιλοχρήματη. Πήγαινα λίγο με το κατεστημένο και λίγο έβγαινα από αυτό.

 

ΧΣ: Τι μας ετοιμάζεις για το χειμώνα;

ΣΑ: Αχ νιώθω μαγικά, αυτήν την περίοδο, γιατί δέχτηκα πρόταση από το Μιχάλη Ρακιντζή, να παίξουμε μετά από σχεδόν 30 χρόνια μαζί, το χειμώνα. Θα είμαστε στο Γυάλινο μουσικό θέατρο, με εξαιρετική επίσης παρέα, τη Σοφία Βόσσου. Κάναμε 2 συναυλίες με το Μιχάλη το καλοκαίρι, και νιώσαμε την ίδια δόνηση και ενέργεια, όπως στα 90ς.

Επίσης, συνεργαζόμαστε με την υπέροχη μπάντα ¨Φίλοι για πάντα». Γινόμαστε μια ομάδα, που παίζει με απίστευτο ενθουσιασμό, μουσικές από όλες τις δεκαετίες και δε μας αρέσει το στημένο. Θα συνεχίσουμε παράλληλα να κάνουμε live μαζί.

 

 

 

ΧΣ: Πέρασες καλά σε αυτήν τη συνέντευξη;

ΣΑ: Ναι, πολύ ωραία. Γιατί θυμήθηκα πράγματα για μένα που τα είχα ξεχάσει, τα κίνητρα που είχα και έκανα τα πράγματα που έκανα.

 

 

 

Παρακάτω θα βρείτε μια playlist, με μερικά από τα πιο αγαπημένα τραγούδια της Σοφίας, αλλά και αρκετά, που θεωρώ ότι αδικήθηκαν, και ευκαιρία να ανακαλύψετε.

 

 

 

 

 

1