Το Λεωφορείο ο Πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς είναι ένα από τα πιο σπαρακτικά και διαχρονικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας.

Ωστόσο, η εμπειρία της ζωντανής του μεταφοράς στο Μέγαρο Μουσικής, μέσα από το National Theatre Live,  ξεπέρασε για μένα κάθε προσδοκία. Ήταν ένα ταξίδι βαθιά μέσα στον ψυχισμό των χαρακτήρων, μια συνάντηση με το φως και τη σκιά της ανθρώπινης φύσης…

Από την πρώτη στιγμή που άνοιξε η αυλαία, τα σκηνικά της Magda Willi με την ατμοσφαιρική τους λιτότητα έδωσαν τον τόνο σε έναν κόσμο που μοιάζει κλειστός, αλλά αφήνει τις ρωγμές του να διαρρεύσουν προς το κοινό. Οι φωτισμοί του Jon Clark και η μουσική του Alex Baranowski έστησαν μια ατμόσφαιρα διαρκούς έντασης, σαν η σκηνή να αναπνέει μαζί με τους ηθοποιούς. Η σκηνοθετική ματιά του Benedict Andrews ήταν ξεκάθαρη….Να μην αφήσει τον θεατή αμέτοχο, αλλά θα τον βάλει στο κέντρο του δράματος…

Κι εκεί, στη σκηνή, τρεις ερμηνείες που με σημάδεψαν.

Η Gillian Anderson ως Blanche DuBois έφερε όλη την εύθραυστη γοητεία και την τραγικότητα της ηρωίδας. Με το βλέμμα της κατάφερε να αποτυπώσει την ψευδαίσθηση, τον φόβο, την αδιέξοδη ανάγκη για αποδοχή. Σε κάθε της σκηνή, άλλοτε ένιωθα συμπόνια και άλλοτε απογοήτευση, κι αυτό ακριβώς είναι η δύναμη της ερμηνείας της: να ζωντανεύει έναν χαρακτήρα πολυδιάστατο, ζωντανό, απρόβλεπτο…Σε πολλές στιγμές της είδα την απόγνωση, την επανάσταση της φαντασίας απέναντι στην ωμή πραγματικότητα

Ο Ben Foster στον ρόλο του Stanley Kowalski ήταν καταιγιστικός. Ένας άντρας σκληρός, ωμός, αλλά ταυτόχρονα παγιδευμένος στην ίδια του την επιθυμία. Η παρουσία του στη σκηνή ήταν μαγνητική, γεμάτη βία και ενέργεια, τόσο που σε έκανε να ανατριχιάζεις. Ήταν στιγμές που ένιωσα να με τρομάζει, κι άλλες που με προκαλούσε να τον κατανοήσω.

Η Vanessa Kirby ως Stella ήταν η γέφυρα ανάμεσα στους δύο κόσμους: την αδελφή και τον σύζυγο, την τρυφερότητα και τη σκληρότητα. Με λεπτότητα και ειλικρίνεια, έδωσε βάθος στον χαρακτήρα που θα μπορούσε εύκολα να περάσει σε δεύτερο πλάνο. Στις σκηνές της είδα την εσωτερική της ρήξη, τη θλίψη, την αφοσίωση και την αδυναμία της. Όλα όσα δηλαδή την καθιστούν τον πραγματικό παλμό της ιστορίας.

Η δύναμη της παράστασης δεν ήταν μόνο οι ερμηνείες. Ήταν το πώς η σκηνοθεσία, οι φωτισμοί, τα σκηνικά και η ίδια η ατμόσφαιρα συνεργάστηκαν ώστε να σε κάνουν συμμέτοχο, όχι θεατή. Στις πιο έντονες στιγμές, ένιωσα σαν να εισέβαλα σε μια πολύ προσωπική στιγμή κάποιου άλλου, σχεδόν άβολα, αλλά απόλυτα αληθινά.

Βγαίνοντας από το Μέγαρο, κουβαλούσα μια ένταση που δεν έφυγε εύκολα. Είδα ένα κλασικό έργο σε άρτια παραγωγή και βίωσα μια κατά μέτωπο συνάντηση με τις πιο σκληρές και τρυφερές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Ένα ταξίδι στην καρδιά του ανθρώπινου πόθου και μια βραδιά που απέδειξε γιατί το θέατρο μπορεί ακόμη να μας συγκλονίζει.