«Μια μάνα θα πλησίαζε το παιδί της αν το βλέπε να κλαίει, δεν θα απομακρυνόταν. Η μητέρα της θα την αγκάλιαζε και θα προσπαθούσε να ρουφήξει τα δάκρυά της στο δικό της κορμί».

 

Είναι πραγματικά παρήγορο, αλλά  συνάμα προκαλεί ενδιαφέρον  να μπαίνεις στη λογοτεχνία πριν τα 30 σου με ένα βιβλίο που χαίρει πολλαπλών αναγνώσεων και έχοντας εισπράξει  τον έπαινο  της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Η Μπριτ Μπένετ με τις «Μητέρες», το ήδη πολυαναγνωσμένο και διακριθέν μυθιστόρημα της δημιουργεί πλέον αίσθηση και στα καθ’ ήμας  λογοτεχνικά περάσματα μέσα από μια άρτια  μετάφραση της Άννας Μαραγκάκη και  την επιμέλεια των εκδόσεων Πόλις.

Το κομβικό ερώτημα που διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου είναι «Πως μια απόφαση στιγματίζει τη ζωή μας και τι αντίκτυπο έχει στις ζωές των άλλων;»

Η ιστορία που διηγείται η Μπένετ εισχωρεί στη ζωή μιας δεκαεφτάχρονης Αφροαμερικανίδας , της Νάντιας Τέρνερ, που μόλις πριν λίγους μήνες έχασε την μητέρα της. Η αυτοκτονία της μητέρας  σημαδεύει τη ζωή της, τις αποφάσεις της και τις σχέσεις  με τους γύρω της. Η θλίψη ύπουλα εισχωρεί και η Νάντια βγαίνει από τον ονειρόκοσμο,  με την όποια ασφάλεια, της παιδικής της ηλικίας. Οι σχέσεις με τον γιο του πάστορα της τοπικής εκκλησίας της απαλύνει τον ήδη χαμένο και άδειο εαυτό της, προεξοφλεί όμως τη δύσκολη συνέχεια.

Ένα παιδί που έρχεται σε λάθος στιγμή, ένα παιδί που δημιουργεί ανησυχία και άγχος και στους δυο εν δυνάμει γονείς.  Ένα παιδί που ο τρόπος έλευσής του είναι έξω από τα κοινώς αποδεκτά δεδομένα της τοπικής κοινωνίας.  Ένα παιδί που πρέπει να απομακρυνθεί, που θέτει εμπόδια και στους δυο γεννήτορες, κυρίως στα όνειρα της μητέρας για σπουδές επιτείνοντας  την αναχώρηση της εγκλωβισμένης της ψυχής.

Κι ύστερα, έρχεται η έκτρωση κι η διάψευση, μια νέα ανατροπή στο συναισθηματικό κομμάτι της Νάντιας που το τελευταίο της καλοκαίρι πριν τις σπουδές της φαντάζει μαρτυρικό καθώς εργάζεται για λογαριασμό της  μητέρας του επίδοξου πατέρα.

Τα χρόνια σπουδών και η νέα της ζωή  καταστρατηγούνται από τις δολιοφθορές του νου για την εφηβική της απόφαση. Ο ξαφνικός τραυματισμός του πατέρα της και η επιστροφή της, δημιουργούν μια νέα σειρά εξελίξεων, έναν νέο επαναπροσδιορισμό της σχέσης της  με τον ήδη αρραβωνιασμένο Λουκ των εφηβικών της χρόνων και μια αυτοκαταστροφική περιδίνηση της φιλίας της  με την Όμπρεϊ, της μέλλουσας γυναίκας του Λουκ.

Μπορεί η υπόθεση να φαντάζει απλοϊκή ή κάπως  συνηθισμένη, αλλά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα λειτουργεί πολλαπλά και έχει πολλές προεκτάσεις.

Καταρχήν η συγγραφέας έχει μια μοναδική ευχέρεια να περνά από το ένα αφηγηματικό επίπεδο στο άλλο. Δίπλα στον παντογνώστη αφηγητή, η ομοδιηγητική ματιά των Μητέρων προσδίδει μια  ολότελα διαφορετική υφή στο κείμενο. Μέσα από την οπτική τους δημιουργούνται προλήψεις κι αναλήψεις, που άλλοτε διαφωτίζουν κι άλλοτε συσκοτίζουν την υπόθεση. Κυρίως όμως λειτουργούν ως ζωντανά παραδείγματα της κοινής γνώμης, των κοινωνικών κλισέ και της παρελθούσας αντίληψης. Απόηχοι ενός άλλου κόσμου που η σύγχρονη εποχή έχει σαρώσει με την ταχύτητα της. Ως κάτι ζεστό συνάμα όμως κι επικριτικό. Αυτές δίνουν στο μυθιστόρημα την υπόθεση που θέλει να πραγματευτεί η συγγραφέας και μέσα από την εξωτερική τους εστίαση θα δώσει η συγγραφέας  το τέλος της ιστορίας.

Το βιβλίο, ως επί το πλείστον,  περιστρέφεται σε δυο άξονες. Από τη μια ο φανερός,  της σχέσης μητέρας-παιδιού κι από την άλλη ο λανθάνων, αυτός της σχέσης κόρης-πατέρα.

Η μητέρα της Νάντιας αυτοκτονεί κι αφήνει έκθετο το παιδί της. Η Νάντια κάνει έκτρωση στο παιδί της κι αφήνει έκθετο τον εαυτό της. Μια συνάφεια που οι παράμετροι της αγγίζουν χρονικά δυο εφηβικές περιόδους, της μητέρας και της κόρης. Η σκιώδης παρουσία της μητέρας της με την άγνωρη πράξη της, την αυτοκτονία, στιγματίζει κάθε σελίδα του βιβλίου.

 

«Ο κόσμος σίγουρα θα σκεφτόταν πως είχε ωριμάσει κι είχε βρεί τον Θεό, μα εκείνη δεν είχε βρει τίποτα. Την μητέρα της έψαχνε. Δεν την είχε βρει πουθενά, όπου κι αν πήγε, μα ίσως την έβρισκε στο Ανώγειο, ένα μέρος που η μητέρα της το αγαπούσε και το ‘χε επισκεφτεί λίγο πριν πεθάνει»

 

Απάντηση δεν θα έρθει, ίσως γιατί οι σημαντικές αποφάσεις που παίρνουμε δεν επιδέχονται απαντήσεις. Θέτουν όμως ερωτήματα και η ανατροπή που επιφέρουν ανοίγουν με τη σειρά τους νέες προοπτικές.

Η Νάντια γεννήθηκε εξαιτίας ενός λάθους που έφερε τη σύλληψης της κι  αναποδόγυρισε τον κόσμο των γονιών της . Από την άλλη το μη γεννηθέν Μωρό της Νάντιας αγκύλωσε την ίδια.

 

«Το Μωρό κάνει τα πρώτα του βήματα. Το Μωρό μαθαίνει να κάνει άλματα… Έτσι παρέμεινε πάντα το Μωρό, μολονότι μες στο μυαλό της μεγάλωνε και γινόταν αγόρι, έφηβος, άντρας».

 

Η συγγραφέας μας παρουσιάζει πτυχές της σύγχρονης μας κοινωνίας που τα στερεότυπα υπάρχουν όσο κι αν η εξέλιξη εξαφάνισε κάθε ψήγμα παλιάς ζωής. Μια έκτρωση δικάζεται και καταδικάζεται από την κοινή γνώμη, κι έρχεται να προστεθεί στην ήδη διεξαχθείσα δίκη της, εν δυνάμει, μητέρας με τις σκέψεις της.

 

«Τα θελήματα που έκανε τα βλεπε σαν μια πράξη μεταμέλειας, σαν να μετρούσε χάντρες στο ροζάριο: κάθε χιλιόμετρο και μια προσευχή. Αν διέθετε απλόχερα τον χρόνο της, χωρίς να σκέφτεται τον εαυτό της, ίσως να ξεχνούσε το κακό που ‘χε κάνει»

 

Το βιβλίο κρύβει κι ένα θρίαμβο, αυτό της φιλίας. Η φιλία της Νάντιας με την Όμπρεϊ θα περάσει από πολλά μονοπάτια. Από την συμπαράσταση και το απόλυτο δέσιμο, μέχρι την προδοσία και την διάψευση και εν τέλει την αναγέννηση μέσω της συγχώρεσης.

 

«Η προβλήτα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μακρύ κομμάτι ξύλο που συνέχεια γκρεμιζόταν και ξαναφτιαχνόταν και, χρόνια αργότερα, η Όμπρεϊ αναρωτήθηκε αν εκεί ακριβώς ήταν η ουσία, αν μερικές φορές το ωραίο ήταν να επιδιορθώνει κανείς ό,τι έχει χαλάσει –όχι το αποτέλεσμα μα τη διαδικασία της προσπάθειας»

 

Η κακοποίησης ψυχών και σωμάτων ενώνει ανθρώπους, θεριεύει σχέσεις, δημιουργεί αληθινές σχέσεις κι η Μπένετ ξέρει πολύ καλά με ωριμότητα μεγάλου ανθρώπου να το μεταφέρει στον αναγνώστη.

 

 Τον Ρόμπερτ τον γνώρισε στα πρώτα χρόνια της ζωής της εξαιτίας της φύσης της δουλειάς του. Αισθήματα μαγκωμένα, ασαφή που επιφέρει η απουσία. Στη συνέχεια τον παρατηρούσε ως κομμάτι κάθε υγιούς οικογένειας και στη συνέχεια ήρθε η απώλεια της συντρόφου και μητέρας, ανατρέποντας ό,τι τυχόν προσπάθησαν να επιλύσουν. Ένας άντρας μένει μόνος να αγωνίζεται για την καθημερινότητα και μη ξέροντας πώς να ανταποκριθεί στο ρόλο της μονογονεϊκής οικογένειας,  βαθαίνοντας το χάσμα με την κόρη του που έχασε την μάνα της σε μια κρίσιμη ηλικία, την εφηβεία, μη βρίσκοντας έτσι τον τρόπο να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Ζουν κατά σύμβαση μέχρι την αναχώρηση της κόρης. Ξαναζούν κατά σύμβαση λόγω του ατυχήματος του πατέρα. Ξαναγνωρίζουν ή μάλλον συστήνονται από την αρχή εν μέσω της θεραπείας που ακολουθείται λόγω του ατυχήματος.

 

«Η Νάντια κι ο πατέρας της ήταν οι επιζώντες, που τους είχαν εγκαταλείψει όλοι μα είχαν ο ένας τον άλλον».

 

Είναι συγκλονιστικό το άπλωμα αυτής της σχέσης πατέρα- κόρης στην μυθιστορηματική γραφή της Μπένετ, δύο κομμάτια του ίδιου ανθρώπινου ιστού που η ιστορία τους χωρίζει, του ενώνει άτσαλα μέχρι να δημιουργήσουν οι ίδιοι το προγεφύρωμα για την έναρξη μιας πραγματικής σχέσης.

 

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μαθαίνουμε ακόμη πολλές πληροφορίες για τις κλειστές κοινωνίες των έγχρωμων της Αμερικής του τότε και του τώρα. Τους τρόπους διασκέδασης, τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις τους, τη σχέση τους με τους λευκούς και την αντίληψη των μεν για τους δε. Κυρίως όμως συστήνει τις πρωταγωνίστριες του βιβλίου, τις Μητέρες (μεταφορικά και κυριολεκτικά)

 

«Δεν είμαστε σαν εκείνους τους «πολεμιστές της προσευχής». Αυτήν την έκφραση θα την επινόησε σίγουρα κάποιος άντρας –οι άντρες νομίζουν πως κάθε δύσκολο πράγμα είναι πόλεμος. Η προσευχή όμως είναι μια υπόθεση πολύ λεπτή απ’ τη μάχη, ιδίως η διαμεσολαβητική προσευχή. Κλείνεις τα μάτια σου κι ακούς το αίτημα του. Κι έπειτα πρέπει να γλιστρήσεις μέσα στο σώμα αυτού του ανθρώπου»

 

Οι «Μητέρες» είναι γυναίκες ηλικιωμένες που διακρίνονται για την ηθική τους ακεραιότητα, το βαθύ θρησκευτικό τους πνεύμα με ρόλο διακριτό, να καθοδηγούν τις νεότερες γυναίκες, να συμπαρίστανται σε πληγωμένα σπίτια και να προσεύχονται για τις τυραννισμένες ψυχές. Ο κομβικός τους ρόλος φαίνεται και από την ίδια την συγγραφέα που σε αυτές τις γυναίκες, που είναι ταγμένες σε έναν σκοπό,   εναποθέτει εν πολλοίς και το κρίσιμο σημείο της αφήγησης.

 

«Προσπαθούσαμε ν’ αγαπήσουμε τον κόσμο. Καθαρίζαμε τις βρωμιές του, τρίβαμε πατώματα νοσοκομείων και σιδερώναμε πουκάμισα, ιδρωκοπούσαμε σε κουζίνες σερβίροντας σχολικά γεύματα, φροντίζαμε αρρώστους και νταντεύαμε μωρά. Μα ο κόσμος δεν μας ήθελε, κι έτσι αποτραβηχτήκαμε και δώσαμε όλη μας την αγάπη στο Ανώγειο».

 

Εν τέλει το βιβλίο μπορεί να αποτυπώνει τους περιορισμούς που θέτει μια κλειστή κοινωνία, αλλά επικοινωνεί ενδόμυχα και με κάτι άλλο, τους περιορισμούς που θέτουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Πριν μας δικάσει ο περίγυρος δικάζουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Η μητέρα της Νάντιας καταδίκασε πρώτη τον εαυτό της με την αυτοκτονία της, η ίδια η Νάντια δικάζει με απαράμιλλο τρόπο της κινήσεις της μετά την άμβλωση, ενώ η κινούμενη άμμος στη ζωή του Λουκ οφείλεται σε ένα δείλιασμα να ανταποκριθεί στις δύσκολες περιστάσεις που τάραξαν την ανέμελη ζωή του.

 

Ο Σάρτρ έλεγε ότι : Ο κηπουρός μπορεί ν’ αποφασίζει τι είναι καλό για το καρότο, όμως κανένας δεν μπορεί ν’ αποφασίζει τι είναι καλό για τον άλλον. Στις αποφάσεις είμαστε μόνοι μας, υπεύθυνοι για ότι μέλλει να συμβεί, και το τέλος του βιβλίου κρύβει αυτόν τον δρόμο, τον δρόμο της επιλογής.

 

Το βιβλίο “Οι Μητέρες” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις