«Οι Γάλλοι βαριούνταν, οι Άγγλοι βαριούνταν, οι Βέλγοι, οι Γερμανοί, οι Πορτογάλοι, άλλες πολλές κυβερνήσεις της Ευρώπης βαριούνταν αφόρητα. Όμως η διασκέδαση είναι, καταπώς λένε, απαραίτητη στον άνθρωπο, και καθώς είχε αναπτυχθεί μια όλο και πιο άγρια εξάρτηση από αυτή την ανάγκη για διασκέδαση, διοργανώθηκε το μεγαλύτερο κυνήγι θησαυρού όλων των εποχών για να μπορέσει να διασκεδάσει ολόκληρη η Ευρώπη».

 

Η πρώτη παράγραφος του βιβλίου του Éric Vuillard «Κονγκό»,  που πρόσφατα κυκλοφόρησε σε μετάφραση Γιώργου Φαράκλα από τις εκδόσεις Πόλις, πέρα από το κατατοπιστικό περιεχόμενο του βιβλίου δείχνει αμέσως και υπό ποιο πρίσμα ο συγγραφέας θα αφηγηθεί τα περιστατικά αναφορικά με τη Διάσκεψη του Βερολίνου και την λεηλατική  επιδρομή στο Κονγκό.

 

«Ποτέ τόσα κράτη δεν είχαν επιδιώξει να συμφωνήσουν για το πως θα εκτελούσαν μια κακή πράξη».

 

Η διεθνής διάσκεψη του Βερολίνου 1884-1885 αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της Αφρικής. Η Γερμανία, του οικοδεσπότη Βίσμαρκ, απέκτησε τη Νοτιοδυτική Αφρική (σημερινή Ναμίμπια), τη γερμανική Ανατολική Αφρική (σημερινή ηπειρωτική Τανζανία, τη Ρουάντα και Μπουρούντι), το Τόγκο, και το Καμερούν. Οι υπόλοιποι σύνεδροι τεμαχίζοντας την παρθένα αφρικανική ήπειρο πήραν ο καθένας το τμήμα του, ερίζοντας πάντα για περισσότερα. Ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος Β’  κατάφερε με τις διπλωματικές του πανουργίες να πάρει ως ιδιωτική αποικία ένα αχανές  κομμάτι της υποσαχάριας Αφρικής, γεμάτο από παρθένα τροπικά δάση και αχαρτογράφητες περιοχές, 76 φορές μεγαλύτερο από την χώρα του Βελγίου.

Ο Βυιγιάρ τον αποκαλεί φαραώ- ιδιοκτήτη γαιών και ανθρώπων, έναν φαραώ του καουτσούκ. Η ιστορία πάλι τον έχει κατατάξει στους σφαγείς της ανθρωπότητας, αν συνυπολογίσει κανείς πως πέρα από τις θηριωδίες του ίδιου, το ουράνιο των ατομικών βομβών αλλά και το 75% του χαλκού για τις σφαίρες του Α’ παγκοσμίου πολέμου, υφαρπάχθηκαν  από το Κονγκό. Για 2 δεκαετίες περίπου 10 εκατομμύρια γηγενείς κάτοικοι, σκλάβοι του Λεοπόλδου υποχρεώθηκαν να συλλέγουν καουτσούκ για λογαριασμό του Βέλγου βασιλιά μέσα στις κακουχίες και την αποικιακή βία που δεν άφηνε τίποτα ατιμώρητο.  

Ο  Éric Vuillard έντεχνα αποτυπώνοντας το κλίμα της διάσκεψης, με την ειρωνεία να καλύπτει κάθε φράση του βιβλίου, παρουσιάζει αρχικά τους συνέδρους, περνά μετά στις οικονομικές θεωρίες του 18ου αιώνα (Άνταμ Σμιθ, Τυργκώ) που καθόρισαν  το ελεύθερο εμπόριο και κατ’ επέκταση το δουλεμπόριο. Μάλιστα στις συντεχνίες των δουλεμπόρων στέκεται διεξοδικά περιγράφοντας το όργιο των επιχειρήσεων από πολλές χώρες και τρόπους καταπολέμησης του από τους συνέδρους. Με το τέλος του συνεδρίου εισέρχεται στις μέρες της βίαιης κατάκτησης και δημιουργίας του βασιλικού φέουδου, του  «Ελεύθερου Κράτους του Αφρικανικού Κονγκό».

Ο Σαρλ Λεμαίρ αρχικά και ο σαδιστής Λεόν Φιεβέ στη συνέχεια είναι οι άνθρωποι που διοικούν την αποικία του Λεοπόλδου, αξιοποιώντας την κάθε βάναυση ιδέα μεταχείρισης του πληθυσμού. Ο πρώτος δίνοντας αρχικά χάντρες στους φύλαρχους της αχανούς αφρικανικής περιοχής, καίγοντας στη συνέχεια τα σπίτια τους και εκχερσώνοντας τα αφρικανικά δάση, κι ο δεύτερος απομυζώντας  τον ορυκτό πλούτο της περιοχής, αφαιμάζοντας το καουτσούκ του Κονγκό, δολοφονώντας  τους ελέφαντες για το ελεφαντόδοντο τους και σκοτώνοντας στην πορεία όποιον αρνούνταν να πεθάνει από τις εξαντλητικές συνθήκες δουλείας  εφαρμόζοντας ακόμα και τον αποτρόπαιο νόμο του ακρωτηριασμού.

 

«Έχουν πει κατά καιρούς ότι ο Φιεβέ ήταν το πρότυπο για τον χαρακτήρα του Κούρτς στο μυθιστόρημα του Κόνραντ. Ο Φιεβέ, όμως, ο αλητήριος, ο γνήσιος, είναι πολύ χειρότερος. Ο Φιεβέ ξεπερνάει όλους τους Κουρτς, όλους τους τυράννους κι όλους τους παράφρονες της λογοτεχνίας. Είναι μια γνήσια ποδοπατημένη ψυχή»

 

Στις σελίδες περιγραφής των ημερών του Φιεβέ ο  Éric Vuillard δημιουργεί ένα δυνατό κείμενο, από τη μία χτυπώντας τις πρακτικές του δυνάστη κι από την άλλη ανοίγοντας ένα παράθυρο  στον πόνο και τον τρόμο που έζησε ο Αφρικανός σκλάβος του Βελγίου. Ο τόνος αλλάζει,  η ειρωνεία αποχωρεί, το κείμενο βουτά στα άδυτα της απανθρωπιάς και του σκληρού προσώπου του αποικιοκράτη κι ο Βυιγιάρ κατακεραυνώνει την ανελέητη βαναυσότητα, παρουσιάζοντας απτά στοιχεία

 

«Λένε πως κάποτε έφεραν στον Φιεβέ σε μια μόνο μέρα 1308 χέρια, 1308 δεξιά χέρια, 1308 ανθρώπινα χέρια».

 

Ασύλληπτη εικόνα! Οι σελίδες που ακολουθούν είναι μια ουσιαστική καταγραφή των σκέψεων του με βάση τα ασύλληπτα γεγονότα που συνέβησαν στην μακρινή χώρα, στις πράξεις των πολιτισμένων Ευρωπαίων απέναντι στους ακαλλιέργητους ιθαγενείς.

 

«…θέλω εγώ να φυτέψω το άλλο βλέμμα, εκείνο του παιδιού που είναι τόσο θλιμμένο αλλά δεν έχει την ίδια θλίψη, καθόλου την ίδια, έχει μια εντελώς διαφορετική, που μπήγεται στην καρδιά, που σε κάνει να νιώθεις πολύ μικρός…Αυτά τα παιδιά έχουν όμως όνομα. Ω! Ένα μικρούτσικο όνομα, όπως Γιόκα, το αγοράκι από το χωριό Λιέμπε, με κομμένο το δεξί χέρι, όπως ο Μόλα, το αγοράκι από το χωριό Μόκολι, με τα χέρια φαγωμένα από τη γάγγραινα…»

 

Μπροστά στην αλήθεια των γεγονότων και στις εικόνες της βαναυσότητας ο αναγνώστης βουβαίνεται, ο συγγραφέας περνά στη ζωή του Φιεβέ και την κατάληξη του πριν ξαναγυρίσει στις μέρες της Διάσκεψης που επέφεραν τόσο πόνο σε μια ολόκληρη ήπειρο και δημιούργησαν τόση ανεξίτηλη μαυρίλα στην παγκόσμια Ιστορία. Όμως, στον αναγνώστη μέχρι το τέλος του βιβλίου μένουν εγκλωβισμένες οι εικόνες των αθώων παιδιών.

 

«Τα χάρτινα ματάκια τους μας κάνουν να νιώθουμε πολύ δυνατά μέσα μας κάτι, κάτι που συνάμα πνίγει και ρουφάει, και φωνάζει την μικρότητά μας, τα τερατουργήματα που αυτή μπορεί να διαπράξει».

 

Το 1908 ο βασιλιάς του Βελγίου υποχρεώθηκε να παραδώσει το «Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό», ενός κράτους που ο ίδιος ποτέ δεν πήγε,  στη βελγική κυβέρνηση, θέλοντας να απαλλαγεί από τη μαύρη φήμη που τον συνόδευε. Στην πραγματικότητα  ο τρόμος στο Κονγκό έπαψε μόνο όταν ο πληθυσμός του μειώθηκε τόσο δραματικά που η καταναγκαστική εργασία δεν επαρκούσε πλέον για να συντηρήσει επικερδείς δραστηριότητες.

 

«Στον Παράδεισο μείναμε μόνο λίγες ώρες. Λέγεται πως ο Αδάμ και η Εύα διέπραξαν το αμάρτημά τους γύρω στο μεσημέρι κι ότι εκδιώχθηκαν όταν έπεφτε η νύχτα. Έκτοτε είμαστε στη γκρίζα ζώνη…»

 

Αυτές είναι οι απαρχές της σύγχρονης Ευρώπης, η αποικιοκρατία στην Αφρική καθόρισε το οικονομικό status quo των  βόρειων ευρωπαϊκών χωρών. Μέσα από τις 110 σελίδες του εξαιρετικού βιβλίου του Éric Vuillard μπλέκεται η ιστορική αποτύπωση των γεγονότων της αφρικανικής δυναστείας του Κονγκό δοσμένη με λογοτεχνική ενάργεια. Με την ειρωνεία να έχει τον πρώτο λόγο χρωματίζοντας παιχνιδιάρικα  τις φράσεις, αλλά υποχωρώντας μπροστά στο ανθρώπινο μαρτύριο. Εκεί οι εικόνες με την αναπαραστατική τους δύναμη εκτινάσσει σε υψηλότητα το κείμενο δημιουργώντας ένα περίεργο συναίσθημα που συνοδεύει τον αναγνώστη μέρες μετά. Κι αυτή είναι η δυναμική της καθάριας λογοτεχνίας να κουβαλάς μαζί σου το κείμενο για μέρες.

Ο Éric Vuillard διεισδύει με μοναδικό τρόπο στην έννοια του ασυνειδήτου ψηλαφώντας εσωτερικά τους πρωταγωνιστές του κι ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μία πραγματικότητα που απόηχοί της υπάρχουν κεκαλυμμένοι ακόμη και σήμερα δημιουργώντας μια γέφυρα με το τότε ανακαινισμένο περίλαμπρο παλάτι Ράτζιβιλ όπου διαπράχτηκε η  πιο απεχθής συμφωνία που επέφερε τον όλεθρο σε εκατομμύρια ψυχές.

 

«Διότι η διακόσμηση παίζει ρόλο στην Ιστορία. Κι όχι ασήμαντο! Παίζει έναν μεγάλο, υπόγειο ρόλο Σφίγγας…»

 

Σίγουρα ένα βιβλίο που συνεχίζει επάξια την βραβευμένη «Ημερήσια Διάταξη».

 

 

Το βιβλίο του Éric Vuillard “Κονγκό” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

 

7