Erich Kästner «Στο χείλος της αβύσσου» ή μια πλήρης κατάθεση της Γερμανίας του μεσοπολέμου. Το έργο ενός συγγραφέα που δεν χώρεσε στα παπούτσια καμιάς ιδεολογίας καθώς και οι δύο κραταιές δυνάμεις το αποκήρυξαν χαρακτηρίζοντάς το, η μια εκδοτικό σκουπίδι και η άλλη  ως μια λανθασμένη αποτύπωση ενός μικροαστού.

 

Στην επανέκδοσή του το καλοκαίρι του 1946 ο Κέστνερ θα γράψει: « …Τούτο το βιβλίο, που περιγράφει τη ζωή εκείνης της εποχής (εν. του μεσοπολέμου), δεν είναι φωτογραφικό λεύκωμα. Είναι σάτιρα. Δεν καταγράφει τα γεγονότα, υπερβάλλει. Ο ηθικός άνθρωπος αντικρίζει την εποχή του κρατώντας παραμορφωτικό καθρέφτη».

 Το βιβλίο «Στο χείλος της αβύσσου» είναι η προσπάθεια ενός νέου μέσω της ειρωνείας και του χιούμορ να κριτικάρει τα κακώς κείμενα της εποχής του, να μιλήσει στις ψυχές των συγχρόνων του χωρίς φυσικά να έχει το ανάλογο αποτέλεσμα. Κι όλα ξεκινούν, όπως στη ζωή, από ένα δίλημμα. Ο Φάμπιαν βρίσκεται σ’ ένα καφέ και μετεωρίζεται σ’ ένα δίλημμα – γρίφο. Να πάει ή να μην πάει; 

Στο μυθιστόρημα του εμφανίζονται άνθρωποι παραιτημένοι, αλλόφρονες, άνθρωποι που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τη μοίρα τους έστω και στο ελάχιστο. Άνθρωποι που βουλιάζουν σε καφέ μην έχοντας άλλη διέξοδο, έρμαια μιας αδυσώπητης… τύχης ή μήπως νωχελικότητας της ψυχής; Το ίδρυμα πνευματικών αναζητήσεων όπως θέλει να το αποκαλεί η παρηκμάζουσα αριστοκρατία της γερμανικής μεγαλούπολης, που η Κυρία του το αποκαλεί λέσχη, δεν είναι παρά ένα πορνείο.

 

“Ο Φαμπιάν έμεινε να τον κοιτάζει σαστισμένος. Το ανθρώπινο είδος εξελισσόταν, ήταν εμφανές”

 

Στο κυνήγι της ψυχής πρώτα δαμάζεται η σάρκα. Η αδυναμία χαλιναγώγησης βιώνεται από την τραγική θέση του απροσάρμοστου Φαμπιάν. Ο Φαμπιάν έχει ανοίξει τον φακό της κάμεράς του και μας κάνει κοινωνούς της αθλιότητας που υπάρχει στον περίγυρό του.  Παρακολουθούμε τον ήρωα να συνομιλεί με μεγαλοεκδότη δημοφιλούς εφημερίδας. Τον παρακολουθούμε στο ασφυκτικό περιβάλλον εργασίας του. Τον παρακολουθούμε στο άθλιο δωμάτιο που νοικιάζει. Βλέπουμε τη σπιτονοικοκυρά του που αποτελεί κλασική περιπτώση κουτσομπόλας, την παροχή φιλοξενίας σε έναν μισότρελο  επιστήμονα – ζητιάνο που του εκμυστηρεύεται όλη του τη ζωή, παρακολουθούμε τον έρωτά του, την απόλυσή του από το γραφείο, το ξαφνικό τέλος του ρομαντικού φίλου του. Κι όλα παρουσιάζονται μπροστά από το φόντο   της ανεργίας που έχει σκεπάσει την πόλη καθώς η  κοροϊδία της κρατικής μέριμνας για τους ανέργους είναι άνευ προηγουμένου. Όλα τα ενσταντανέ  στο  βιβλίο παρουσιάζονται σχεδόν ακαριαία!

 

«Οι άνθρωποι στα σκαλιά έπεσαν κάτω μπρούμυτα, αλλά εξακολουθούσαν να κλέβουν. Ακουγόταν ο κρότος των πυροβολισμών. Οι άνθρωποι πέθαιναν, με τα χέρια τους μέσα στις ξένες τσέπες»

 

Η φτώχεια και η εκπόρνευση καθορίζουν τα πάντα. Ένας κόσμος στον οποίο ρίχνει προγεφύρωμα ο εθνικοσοσιαλισμός. Όλα τελούν υπό διαρκή έκπτωση. Έκπτωση αξιών, έκπτωση ηθών, έκπτωση ανθρωπιάς.

 

«Γιατί το κάνουν αυτό οι άνθρωποι;» Το κοριτσάκι από το πολυκατάστημα έπιασε το χέρι του φαμπιάν. «Θέλουν να χτίσουν καινούργια σπίτια», της απάντησε εκείνος».

 

 Όλοι πρέπει να προσαρμοστούν σ’ αυτή τη νέα τάξη. Πλήρης αλλοτρίωση του ανθρώπου που όντας συναισθηματικά ανάπηρος δεν δείχνει την ελάχιστη αλληλεγγύη στον ανθρώπινο πόνο. Η σπιτονοικοκυρά στέκεται απαθής στα βάρη των ενοίκων της, ο  συνάδερφος του Φαμπιάν μπροστά της απόλυση του συνεργάτη του σφυρίζει αδιάφορα, σύζυγοι εγκρίνουν τους εραστές της γυναίκας τους, την ώρα που στα γραφεία αλληλεγγύης στοιβάζονται οι αδύναμοι της κοινωνίας: άστεγοι, πόρνες, άνεργοι βαστώντας το λάβαρο μιας χώρας που ουρλιάζει από δυστυχία.

 

«Χτες όταν γύρισα βρήκα τη Ζέλο και τη γλύπτρια στο κρεββάτι μου, και μερικά θυλυκά να βοηθάνε. Και, τώρα που σου γράφω, βρίσκονται στο διπλανό δωμάτιο κι εκτοξεύουν η μια στην άλλη ποτήρια και βάζα. Αυτό που μου έρχεται στο μυαλό, όταν αντικρύζω την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι τώρα, είναι πως δεν μου ταιριάζει καθόλου! Με έδιωξαν από τους κύκλους που ανήκω και, σ’ εκείνους που με αποδέχονται, δεν θέλω εγώ να μπω. Μη μου θυμώνεις, καλέ μου, φεύγω. Η Ευρώπη μπορεί να επιβιώσει ή να καταστραφεί και χωρίς  εμένα, δεν μ’ έχει ανάγκη».

 

Λιτότητα κειμένου, αποφυγή μεταφορικών σχημάτων, έμφαση στα γεγονότα. Αποτύπωση της πραγματικότητας μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη που απλά αντανακλά τις ψυχές των ανθρώπων, σαπισμένες από τον εκμαυλισμό μιας παρηκμασμένης εποχής. Κείμενο ηχηρό, σε κάθε φράση του ακούς μια φωνή να τρέχει στις λέξεις, να γλιστρά ανάμεσα στα γράμματα και να ενορχηστρώνει επιδέξια την αποτύπωση των  γεγονότων με στόχο την καρδιά του αναγνώστη.

Κυνικότητα, διαφθορά, πνευματική αναπηρία. Ίσως η τριάδα  κατάρρευσης κάθε κοινωνίας που οδηγεί στην αποξένωση και σηματοδοτεί την κενότητα του ανθρώπου.

 

«Αργά αργά, πλησίαζε το σπίτι που γεννήθηκε. Πόσο οικείος του ήταν αυτός ο δρόμος! Ήξερε κάθε πρόσοψη, κάθε αυλή, ακόμα και τα κελάρια και τις σοφίτες. Όλα αυτά ήταν ο τόπος του. Οι άνθρωποι όμως που έβλεπε να μπαινοβγαίνουν στα κτίρια, του ήταν ξένοι»

 

Ο Κεστνερ δεν ηθικολογεί. Βρίσκεται μετέωρος μιας εποχής που βουλιάζει και προσπαθεί αβυσσαλέα να τον τραβήξει στην δίνη που έχει περιέλθει. Το γνωρίζει ότι βρίσκεται κι ο ίδιος παγιδευμένος σε αυτήν την δίνη και το μόνο που προσπαθεί να κάνει είναι να ανοίξει ένα παράθυρο επικοινωνίας με τον αναγνώστη.

Το κείμενο επιδέχεται πολλών  ερμηνειών, άλλωστε αυτή είναι κι η αξία ενός ΕΡΓΟΥ, να επικοινωνεί ανά τους αιώνες με τον αναγνώστη. Από εκεί κι έπειτα είναι στην ευθύνη του αναγνώστη να «ακούσει» το συγγραφέα. Ή όπως έλεγε κι ένας “γκουρού”, όχι της διανόησης αλλά του management  “Το πιο σημαντικό στην επικοινωνία είναι να ακούς αυτό που δεν λέγεται”.

 

Το βιβλίο «Στο χείλος της αβύσσου» του Erich Kästner κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

 

2