Στην πρώτη της, βραβευμένη,  ποιητική συλλογή «Μυθογονία» η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη μας προσκαλούσε σε ένα ενδιάμεσο πεδίο συνάντησης ανθρώπων και υπερανθρώπων, σε μια προσπάθεια επικοινωνίας του αναγνώστη με τον μύθο. Τέσσερα χρόνια μετά το νέο της ποιητικό βιβλίο είναι μία πρόκληση, μια εκτίναξη της ποιητικής σύλληψης και παράλληλα μια αιώρηση, με όποιους κινδύνους ελλοχεύει.

 

Η συλλογή ξεκινά με ένα δίστιχο της Τζόρτζια Ο’ Κιφ υποδηλώνοντας τον μισθό του καθενός μας στην υπέρβαση των δυνατοτήτων μας και η Κορρυβάντη επιχειρεί στο νέο της εγχείρημα ένα άλμα, συνειδητό και εν δυνάμει στέρεο, ποιητικής υπέρβασης.

 

«Σύντομα θα ξυπνήσεις ελαφρύτερος

Από τα μισόλογα δεν πιάστηκε κανείς.

 

Ο καιρός είναι αίθριος.

 

Δεν είναι μαβιά, δεν είναι γαλάζια

τα βουνά στο βάθος-

 

είναι μια συσσωρευμένη βία.

 

Θέλουν κάτι αριστερό

Και γάντι του μποξ για να τα’ ανέβεις.» [Ορίζοντας]

 

Μια «συσσωρευμένη βία» σε «καιρό αίθριο». Μια αναζήτηση για το νέο και το ξεπέρασμά του. Στο πρώτο μέρος η Κορρυβάντη μιλά για τη σήψη της καθημερινότητας που αποτελεί βαρίδι στην απελευθέρωση της σκέψης.

 

«Η αγάπη σου ζυγίζει όσο ένα μοντγκόμερι, είπα, και σου ζήτησα να τα’ αφήσεις σε μένα. Αυτοδίδακτη μπαλαρίνα πατώ στις μύτες των ποδιών. Παίρνω αυτό το μαύρο σύννεφο και το κρεμάω ψηλά, μαζί με τα καπέλα. Σε ρωτώ τι θα ήθελες να σου προσφέρω. Έχω λαγούς, μαντίλια, περιστέρια που ξεπηδούν πριν την ώρα τους. Τρυπώνουν στις τσέπες του παλτού σου και καταπίνουν μεμιάς όλα τα κρυφά νοήματα» [Οι προσπάθειες]

 

Μια κλιμακωτή πορεία  που  παρά τις αντιξοότητες οδηγεί σε κάτι νέο (φρεσκοχυμένος στρώνεται ο χάλυβας)  και φέρνει τα πρώτα αποτελέσματα, την αισιοδοξία και το πάθος για συνέχεια. Βέβαια, η απολήξη και οι καρποί της όλης προσπάθειας γίνονται  αντιληπτοί, νιώθονται, από ένα μικρό φάσμα (στροφές ενός μικρού αυτιού) καθώς δεσμώτες του παλιού, στρατευμένοι στην εμπύρετη δίνη των στερεοτήτων, εύκολα χάνουμε «το χάδι πρωινού ήλιου» και κυλά πέρα από εμάς «το ζεστό νερό», που θα διώξει την κούραση της παράδοσης, που έχει πια «ζαρώσει» από το χρόνο.

 

«Κοινός τόπος, λιμάνια και κορφές.

Αν τα κοιτάξεις για πολύ, τριανταρίζεις.

 

Στυλώνεις τα πόδια-

Μια ωραία λέξη βασιλεύει στον κόσμο.

 

Ώσπου ένα χτύπημα στην πλάτη

Κλωτσάει μέσα σου-

 

Τραντάζει η θέληση τον δρόμο,

Καλπάζει κάθε θαμπό ασημικό» [Ακινησία]

 

«Προσδοκία», «βαρύτητα», «πίστη» και «ο φόβος». Έτσι επιγράφονται τα πρώτα ποιήματα του δεύτερου μέρους. Και με κάποιους ενδιάμεσους  σταθμούς, φτάνουμε στο «Θάρρος», που θα μας οδηγήσει περιδιαβαίνοντας τις νησιωτικές αποδράσεις, στη «Νέα Χώρα». Στην κατάκτηση! Που όμως η γλύκα της βρίσκεται πάνω σε σκληρά αντικείμενα. Και το βάρος που σέρνεις δεν αντέχει στον ήδη γερασμένο κόσμο που καταρρέει.

 

«Δεν το αντέχεις το βάρος σου, το σέρνεις.

Στις λευκές ακτές του Ντόβερ, στη γερασμένη Αλβιώνα.

 

Όλα δένουν, βρίσκουν τη θέση τους.

Τα τρίμματα του ασβέστη στα γόνατα.

Η ζάχαρη άχνη στο πρώτο φλουρί.

 

Η αρχή του κόσμου πέφτει.

 

Απλώνει μπροστά σου

Τη μικρογλυπτική μιας χιονοστοιβάδας» [Η ΝΕΑ ΧΩΡΑ]

 

«Ούπω καιρός… Ουκέτι καιρός» (Ακόμα δεν είναι καιρός… δεν είναι πια καιρός), η χρονική στενότητα που δεσμεύει τις κινήσεις, τα πετάγματά μας στον αέρα και τις όποιες κατακτήσεις. Το ποίημα αυτό είναι κομβικό για τη συνέχεια, αποτελεί μια πρώτη συνειδητοποίηση, μιας αντίστροφης, πλέον, πορείας.

Με το ποίημα «Πως δημιουργήθηκε ο κόσμος», ξεκινά ο απολογισμός της όλης προσπάθειας με  κατάληξη τη γέννα ενός ακόμα «εμβρύου παλαιολιθικού». Από εδώ και πέρα η Κορρυβάντη αντιτάσσει στα κεκτημένα, τη ματαιότητα.

 

«Κερδίζεις τη ζωή σου

Πάνω στη Γουότερλου Μπρίτζ…[Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ]

 

 Ένας κέρδος εφήμερο,  αφού κάθε πρωί ράβεις και ξηλώνεις κι έτσι ξεγράφεις.  Ένα κέρδος αποκτημένο μέσα στις πολυσύχναστες οδούς της σκέψης, με μια γυάλινη οροφή που καθρεφτίζει την διαχρονική ομοιότητα της όλης διαδικασίας .

 

«Ήρθε η βροχή, ξέπλυνε αμαρτίες…»

Αρχή των πάντων το νερό, πρέσβευε ο Θαλής ο Μιλήσιος κι η ζωοδότρα βροχή λυτρωτική, που ξεπλένει σώματα και συνειδήσεις,  αποκαθιστά την Αλήθεια, διαφεντεύει και υποδεικνύει την μόνη διέξοδο, την κατάβαση.

 

«…Οι γάντζοι σκούριασαν, οι τροχαλίες κόλλησαν

κι εσένα απόψε σου λείπει

 

ένας πόντος από εκείνο το καλσόν με τη ραφή.

Μια ασφαλής κατάβαση» [ΝΤΟΚΛΑΝΤΣ]

 

Ένα πείραμα, μια απασχόληση, ένα ταξίδι του νου με ένα τέλος γυμνό  και τόσο γνώριμο, την πτώση. Ένα ποιητικό ταξίδι με τα ζάρια στον αέρα.

 

Η ποιητική συλλογή της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη “DYNO: ΜΕΤΑ ΖΑΡΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ” (Εκδόσεις Πόλις), δίνει ίσως μια νέα ανάσα στη σημερινή ελληνική ποίηση. Εκπλήσσει και συνάμα πρέπει να προβληματίσει, η καινοτόμος ποιητική συνειδητότητα της Κορρυβάντη πάνω στην ουσία της ποίησης  του σήμερα, του 21ου αιώνα και στη συνέχεια τής  αυτή. Με διακριτικότητα ρίχνει μια δηλητηριώδη ματιά στην κενότητα, που εν πολλοίς μαστίζει την ποιητική έκφραση. Προσπαθεί να βρει τους ακριβείς αριθμούς  στην υπερμετρωπία  του ποιητικού μας γίγνεσθαι.

Η εκφραστική της Κορρυβάντη παραμένει κι εδώ οικεία απεμπολώντας κάθε στολίδι και λογοτεχνικό σχήμα. Γλώσσα απέριττη, δωρική, που αριστοτεχνικά υπονομεύει τις ποιητικές συμβάσεις στηλιτεύοντας τις επίπλαστες ηδονικές ποιητικές εκφράσεις ματαιοδοξίας.

 

Με τα ζαριά στον αέρα, ένα παράθυρο στο νέο που «…απλώνει μπροστά σου τη μικρογλυπτική μιας χιονοστοιβάδας». Μια δραπέτευση από το περίΤεχνο κελί της ποιητικής αφασίας.

 

 

Το βιβλίο της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη “DYNO: Με τα ζάρια στον αέρα” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις