Σαν σήμερα πέθανε ένας ιδιότυπος ποιητής της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, ο Κώστας Κρυστάλλης.

Γεννημένος στο Συρράκο της Ηπείρου, ο Κρυστάλλης στα πρώτα του ποιήματα είχε φανερή την επίδραση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Την κυρίως ποιητική παραγωγή του αποτελούν οι συλλογές “Αγροτικά”(1890) και “Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης”(1892). Και οι δύο συλλογές επαινέθηκαν στο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό το 1890 η πρώτη και το 1892 η δεύτερη.

Ισχυρότατη και αποκλειστική επίδραση του δημοτικού τραγουδιού χαρακτηρίζει και τις δύο συλλογές. Ζώντας μέσα σε σκληρή βιοπάλη, γράφοντας τους στίχους του τις βραδινές ώρες, τα ποιήματά του απηχούν την νοσταλγία της αγροτικής ζωής.

 

Το λέει ο πετροκότσυφας στο  δροσερό τ᾿ αυλάκι,
το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ᾿ αηδόνια,
το λεν στ᾿ αμπέλια οι λυγερές, το  λέν με χίλια γέλια,
το λέει κ᾿ η  Γκόλφω η  όμορφη, το λέει με  το  τραγούδι:
– Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και  καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να  σε  τρυγήσω,
να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο.
Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες,
ώσπου να ῾ρθεῖ μίαν άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι,
να γύρει από τη  μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.
Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ᾿ αλογό του,
να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ᾿ αθάνατο κρασί σου,
της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει.

Το τραγούδι του Τρυγητού

 

Αντλώντας τη δύναμη και την ορμή από το πρότυπο του, τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού, ο στίχος του Κρυστάλλη έχει μια τεχνική προσωπική. 

Η κριτική υπήρξε αμείλικτη απέναντι του. Μίλησαν για δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού κι ότι ο “κρυσταλλικός” κόσμος είναι φτωχός απέναντι στον πλουσιότερο και βαθύτερο κόσμο του δημοτικού τραγουδιού.

Ο Κωστής Παλαμάς με τη δική του κριτική ματιά αναφέρει:

«Στα ποιήματα του Κρυστάλλη πλέκουν στίχοι της δημώδους ποιήσεως και στίχοι δημώδεις του ποιητή· δύσκολα ξεχωρίζουνται αυτοί από εκείνους·κατά τρόπον τοιούτον ο ποιητής συχνά συναρμόζει τα άσματα του, όμοια προς ανθοδέσμες των οποίων τα άνθη και τα φύλλα, στίχοι του λαού και στίχοι κατά τον λαόν, στενώς αναμιγνύονται, ώστε να απαρτίζουν μακρόθεν ένα αδιαχώριστον σύνολον».

 

 

Ο Λίνος Πολίτης κάνει έναν μοναδικό συσχετισμό της ποίησης του ποιητή Κρυστάλλη με τα ποιήματα του καιρού του. Τα συγκρίνει με τον πρώιμο Παλαμά και τα “Ειδύλλια” του Γεώργιου Δροσίνη και μόνο”…τότε (λέει) θα εκτιμήσουμε καλύτερα και δικαιότερα την προσφορά του πρόωρα χαμένου ποιητή στην νεοελληνική ποίηση”

 

Ένα παλάτι αδιάβατο κλειστό και ρημαγμένο
πανώριο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ η θολούρα, η χειμωνιά το έρμο το παλάτι,
κι᾿ ουδέ μιλάει το μάρμαρο, ουδέ κι᾿ ανοίγει μάτι.
Λάμπει ο ήλιος, κελαϊδούν της άνοιξης τ᾿ αηδόνια,
κι᾿ εκείνο μένει ασάλευτο, βουβό από τόσα χρόνια.
Κάποια νεράϊδα της ερμιάς και μάγισσα οργισμένη
το καταράστηκε βαρειά και μάρμαρο έχει γένει.
Και το παλάτι ερήμαξε, το σκέπασαν τα δάση
κι᾿ ως τώρα πόδι ανθρωπινό δεν έχει εκεί περάσει.
Μονάχα ο χρόνος, που περνάει ολημερίς μπροστά του,
έγραψε μέσ᾿ στο  μάρμαρο μαζί με τ᾿ ονομά του:
«Χαρά στη νειά την όμορφη που η μοίρα θα της δείξῃ
το  σιδερόχορτο να βρη, την πόρτ᾿ αύτήν ανοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστή το  μάρμαρο, σιμά του ν᾿ αγρυπνήσῃ
σαράντα δυό μερόνυχτα, γλυκά να το ξυπνήσῃ».
Είναι παλάτι ερημικό κι᾿ απόκλειστο η καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληά βαστάει τον ερωτά μου.
Χαρά στη νειά την όμορφη, που την καρδιά θ᾿ ανοίξῃ
και με το κρύο το μάρμαρο τα χείλη της θα σμίξῃ.

Το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο

Πέθανε μόλις 26 ετών από φυματίωση στις 22 Απριλίου του 1894. Στην Πεντέλη υπάρχει από χρόνια η προτομή του.

 

 

3