“Για πολλά χρόνια έβλεπα στον ύπνο μου πως ανέβαινα με ασανσέρ στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας. Το ασανσέρ ανέπτυσσε διαρκώς ταχύτητα, δεν σταματούσε, μέχρι που, τρυπώνοντας την ταράτσα, εκσφενδονιζόταν στον ουρανό. Εξαιτίας αυτού του ονείρου και κάποιων άλλων περιστατικών αμφιβόλου αξιοπιστίας, πίστεψα -μαζί με μένα και άλλοι- ότι θα έφτανα ψηλά, πολύ ψηλά. Τελικώς έγινα φιλόλογος, όπερ σημαίνει ότι βιοπορίζομαι από τη γλώσσα”

 

Συνάντησα την συγγραφέα Αγγελική Πεχλιβάνη με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου της “Πεζή Οχούμενη” από τις εκδόσεις Κίχλη. Με την διεισδυτική της ματιά να μαγνητίζει, φυλλομετρά τις μέρες της εκπαιδευτικής της παρουσίας και απαντά σε θέματα που άπτονται της λογοτεχνίας, της εκπαιδευσης και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. 

 

 

  1. «…κείμενα που μετεωρίζονται ανάμεσα στη δραματοποίηση και στην ειρωνική αποστασιοποίηση», αναφέρει το δελτίο κυκλοφορίας. Εσείς πως θα χαρακτηρίζατε την «Πεζή Οχούμενη»;

 

Πρόκειται για μια συλλογή ειρωνικά διακειμενική και ιδιότυπηˑ υβριδική μορφολογικά, με ολιγόστιχα, ελάσσονος κλίμακας ποιήματα. Τα περισσότερα είναι πεζόμορφα, σχεδόν «περιπατητικά», εξού και το Πεζή. Συνδυάζουν την ιστορική μυθοπλασία με την αυτοβιογραφία και το ψευδοδοκίμιο με την, κατά κάποιο τρόπο,  ημερολογιακή γραφή. Αν δεχθούμε την κλασική πλέον άποψη ότι ο πεζός λόγος είναι περπάτημα και η ποίηση χορός, τότε ο τίτλος της συλλογής και φυσικά το εξώφυλλο (μια στρουθοκάμηλος που έχει το ένα της πόδι στη γη σαν να περπατάει και το άλλο μετέωρο στον αέρα σαν να χορεύει) προϊδεάζουν για το περιεχόμενο. Σε αυτήν την ιδιότυπη ποιητική πρόζα όπου τα όρια της ποίησης και της πεζογραφίας συγχέονται, δεσπόζουσα είναι η ποιητική τονικότητα λόγω της συναισθηματικής αλλά και, δευτερευόντως, διανοητικής έντασης. Μάλιστα συχνά «ακούγεται» και ένα υπόρρητο μέτρο, ειδικά στα κείμενα με ειρωνική ή παρωδιακή διάθεση.

 

Αυτά όμως είναι υψηλή θεωρία και τελικώς ίσως να μην έχουν καμιά σημασία. Η Πεζή οχούμενη είναι όλα όσα αγαπώ. Η ποίηση, οι ποιητές, η γλώσσα, η μουσική, οι μαθητές μου, οι έρωτές μου –ναι, τους αγαπώ–, οι γάτες, το ποδόσφαιρο… Η Πεζή οχούμενη είμαι εγώ!

 

 

  1. Ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα για τη συγγραφή του βιβλίου σας; Κατά τη διάρκεια του υπήρξε αλλαγή οπτικής;

 

Θα έλεγα πως ήταν… το σύνδρομο της καλής μαθήτριας. Εξηγούμαι: Τελειώνοντας το μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής στη Φλώρινα, έπρεπε στο πλαίσιο της διπλωματικής μου να παραδώσω και ένα δημιουργικό κείμενο. Έτσι, ξεκίνησα να γράφω αυτά τα ποιήματα, που, αν εξαιρέσουμε πέντε έξι προγενέστερα, γράφτηκαν από το 2013 έως το 2017.

Σχετικά τώρα με την οπτική και αν υπήρξε αλλαγή αυτής… Ο θεματικός πυρήνας είναι αμετάβλητος. Άλλωστε τα θέματα στην ποίηση, από καταβολής της, είναι λίγα: ο έρωτας, ο θάνατος, ο χρόνος, η μοναξιά, η ποίηση… Βέβαια μεγαλώνοντας, αρχίζουμε να μην βλέπουμε καλά τα «εγγύτατά» μας. Χρειάζεται να απομακρυνθούμε για να τα «δούμε» καλύτερα. Αυτή η αποστασιοποίηση, συχνά ειρωνική λόγω ιδιοσυγκρασίας, ναι, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια κάποια αλλαγή οπτικής.

 

 

  1. From Russia with love, μια ενότητα του βιβλίου σας όπου η σκιά του «κατακόκκινου Κένταυρου της Επανάστασης Λένιν» την διατρέχει. Μιλήστε μας για τη συγκεκριμένη ενότητα.

 

Αυτή η ενότητα είναι η αγαπημένη μου. Ο τίτλος φυσικά παραπέμπει στον James Bond, τον κατάσκοπο του Ψυχρού Πολέμου. Υπό αυτή την έννοια κάποιοι θα χαρακτήριζαν τα περισσότερα ποιήματα της εν λόγω ενότητας «ψυχροπολεμικά» και φέροντα «αντικομμουνιστικό μένος». Δεν είναι έτσι όμως… ή τουλάχιστον δεν είναι ακριβώς έτσι. Τα κείμενα αυτά προέκυψαν από τεκμηριωμένες άμεσες ιστορικές πηγές –ας μην ξεχνάμε πως μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση η πρόσβαση σε πολλά από τα αρχεία της σοβιετικής περιόδου καθώς και σε επιστολές και ημερολογιακές καταγραφές του Στάλιν και άλλων αξιωματούχων, βιβλία επισκεπτών κ.τ.λ. ήταν πλέον δυνατή– καθώς και από προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων των γραμμάτων που έχασαν τις ζωές τους και την «ψυχή» τους εξαιτίας του σοβιετικού καθεστώτος. Φυσικά δεν έχω την πρόθεση να κάνω ιστορία, μολονότι την έχω σπουδάσει και από αυτή βιοπορίζομαι. Τα ποιήματα αυτά δεν «ερμηνεύουν» ούτε επιρρίπτουν ευθύνες. Θα έλεγα πως καλύπτουν τραύματα και ματαιώσεις εκατομμυρίων ανθρώπων με μια ειρωνεία στοργής. Προσπαθούν να αγγίξουν με χιούμορ και παρωδία –ναι, κάποιες φορές  αιχμηρά– τη μεγάλη διάψευση, τη σιωπή που περιέβαλε τη ζωή, τον θάνατο, και κυρίως τη μνήμη ενός ολόκληρου λαού.

 

 

Δεν είναι λίγες οι φορές που τα γραπτά των μαθητών είναι τόσο δραστικά, που στην τάξη επικρατεί «άκρα του τάφου σιωπή» και μια συγκίνηση τέτοιας έντασης, που με «αποκαθηλώνει» ως καθηγητικό πρότυπο.

 

 

  1. Ποια η αξία και η εμπιστοσύνη σας απέναντι στις σχολές και τα ρεύματα σκέψης στην ποίηση και τη λογοτεχνία εν συνόλω;

 

Εννοείται πως μελετώ τα κινήματα και τις σχολές στη λογοτεχνία, άλλωστε πρέπει να τα διδάξω. Και φυσικά η φιλολογία είναι σημαντική, όπως και όλη η θεωρία της λογοτεχνίας, για την ερμηνεία των κειμένων. Όλα αυτά τα «ρεύματα σκέψης», όπως σωστά τα αποκαλείτε, γιατί ενίοτε συμπλέουν και συχνότερα διασταυρώνονται, δεν εξυπηρετούν μόνο γραμματολογικές ταξινομήσεις και ιστορικές περιοδολογήσειςˑ είναι πύκνωση ζωής στον χώρο και στον χρόνο. Όμως, όταν προσεγγίζω ένα κείμενο, είτε με την ιδιότητα του συγγραφέα είτε του αναγνώστη, ουδόλως με ενδιαφέρει η θεωρίαˑ οι όποιες θεωρητικές μου γνώσεις αναστέλλονται. Ειδικά η πρώτη πρόσληψη δεν επηρεάζεται από τίποτε –ή έτσι νομίζω τουλάχιστον– και νοείται μόνο ως, δραστική ή μη, γλωσσική πράξη, ως κραδασμικός συντονισμός της λέξης με το πάθος.

Όσον αφορά δε την αξία της λογοτεχνίας και την πίστη μου σε αυτή… βίος χωρίς πίστη δεν υφίσταται. Άλλωστε, μην το ξεχνάμε, «η πίστη σώζει».

 

 

  1. Πριν κάποια χρόνια συμμετείχατε στο βιβλίο που επιμελούνταν η Σοφία Νικολαΐδου «Η δημιουργική γραφή στο σχολείο». Τελικά η ποίηση είναι «μια απόσταση χιλιομέτρων… ή χιλιοστού»;

 

Άρχισα να διδάσκω, μη συστηματικά και θα έλεγα ενστικτωδώς, δημιουργική γραφή σε μαθητές Λυκείου  από το 1996, όταν ακόμα δούλευα σε φροντιστήρια, πολλά χρόνια δηλαδή προτού θεσμοθετηθεί και γίνει του συρμού. Σήμερα εξακολουθώ να το κάνω με επικαιροποιημένα μεθοδολογικά εργαλεία, απόρροια της τριετούς ματαπτυχιακής εκπαίδευσης και της παρακολούθησης πολλών συναφών σεμιναρίων. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι τα παιδιά ανταποκρίνονται με ανέλπιστη θέρμη στις ασκήσεις. Παίζουν, μαθαίνουν, απελευθερώνονται, συγκινούνται. Κυρίως οι όχι και τόσο καλοί μαθητές ανακαλύπτουν ένα πεδίο στο οποίο «υπάρχει χώρος και για αυτούς», όπως πρόσφατα μου είπαν. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα γραπτά των μαθητών είναι τόσο δραστικά, που στην τάξη επικρατεί «άκρα του τάφου σιωπή» και μια συγκίνηση τέτοιας έντασης, που με «αποκαθηλώνει» ως καθηγητικό πρότυπο.

Αυτό είναι κάτι που λέω με απόλυτη συναίσθηση. Για τους μαθητές η ποίηση είναι μια απόσταση χιλιοστού. Ακόμα όμως και για αυτή την απειροελάχιστη διαδρομή χρειάζεται καθοδήγηση και «έκθεση» από τον διδάσκοντα.

 

 

 

  1. Θέμα διαστάσεων… κι η επόμενη ερώτηση, με μια ωδή στο Άμετρο. Αναλύστε μας τις σκέψεις σας για τον πεπυρακτωμένο Άγγελο;

 

Όλα ξεκίνησαν από μια άσκηση στο μεταπτυχιακό που είχε ως θέμα να γράψουμε ένα ποίημα με τον τρόπο ενός ποιητή που δεν μας αρέσει καθόλου. Θα στενοχωρήσω πολλούς φίλους δηλώνοντας πως δεν μου αρέσει ο Άγγελος Σικελιανός. Ίσως να γίνομαι άδικη, ομολογουμένως δεν γνωρίζω εις βάθος το έργο του, αλλά αδυνατώ να συντονιστώ με τη μαγαλοϊδεατική ποιητική του, με τη μεγαλοστομία του και με το ηχηρό μεγαλείο του. Μου θυμίζει τον  καλό μαθητή της τάξης, που διακόπτει τους πάντες, ασκώντας κατά κάποιο τρόπο bullying με τη φωνή και το ανάστημά του,  για να επαναλάβει κάτι ηχηρά κοινότοπo. Τελικώς «ο πεπυρακτωμένος Άγγελος» κάηκε στην πυρά του, αλλά δεν φώτισε… όχι εμένα τουλάχιστον.

 

 

Ο εκπαιδευτικός κλάδος είναι γηρασμένος. Σε λίγο καιρό θα γεροντοκρατείται, αφού δεν υπάρχει ανανέωση από νέους ανθρώπους

 

 

  1. «…έγινα φιλόλογος, όπερ σημαίνει ότι βιοπορίζομαι από τη γλώσσα». Εκπαιδευτικός στην Ελλάδα, στην Ελλαδα του μνημονίου και της “μετα-μνημονιακής” εποχής. Υπόθεση Top secret ή sequel του πολύ σκληρός για να πεθάνει;

 

Δεν μου αρέσει να γκρινιάζω και να λέω τα αυτονόητα. Ο εκπαιδευτικός κλάδος στην Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ταλαιπωρείται πολύ. Όμως, κακά τα ψέματα, εξακολουθούμε να είμαστε, όπως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, τα αγαπημένα παιδιά του συστήματος. Κρίνοντας από το ωράριό μας, από τις πολλές αργίες, από τους δύο μήνες διακοπών, από τις άδειες που παίρνουμε με σχετική ευκολία κ.τ.λ., είναι σαφές ότι μας πληρώνουν σε «είδος», τουτέστιν σε χρόνο και ελαστικότητα. Το μεγάλο πρόβλημα όμως, εκτός των άλλων, είναι ότι ο εκπαιδευτικός κλάδος είναι γηρασμένος. Σε λίγο καιρό θα γεροντοκρατείται, αφού δεν υπάρχει ανανέωση από νέους ανθρώπους. Και οι καθηγητές, στην πλειονότητά μας, δεν είμαστε σαν το καλό κρασί που όσο παλαιώνεται γίνεται καλύτερο, ούτε σαν τον Καβάφη που καθώς μεγάλωνε έγραφε αριστουργήματα. Ερασιτέχνες άνθρωποι είμαστε, που λέει και η ποιήτρια.

 

 

  1. Από την αρχή της εκπαιδευτικής σας σταδιοδρομίας ως σήμερα, πού εντοπίζετε τις αλλαγές στους εφήβους; Οι διαφορετικές γενιές αλλάζουν και τις συνιστώσες των προβλημάτων τους ή οι αλλαγές είναι μόνο επιφανειακές;

 

Ο μεγαλύτερός μου μαθητής είναι σήμερα 47 ετών – το λέω και ανατριχιάζω. Διδάσκω στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση τριάντα χρόνια τώρα, από τα 23 μου. Το σίγουρο είναι πως αγαπώ πολύ τη νεότητα, τη θεωρώ, έστω και προσωρινά, το καλύτερο κομμάτι της «διπολικής» ελληνικής κοινωνίας. Δεν λέω ότι τα παιδιά είναι αθώα και άφθαρτα, όχι. Έχουν υποστεί και αυτά όλη την παθογένεια της σύγχρονης κοινωνίας. Όμως είναι έξυπνα, έχουν χιούμορ, είναι ελεύθερα, δεν φοβούνται, διαισθάνονται πού πρέπει να σταματήσουν και με τον κατάλληλο χειρισμό –που εντέλει είναι η δουλειά μας– συναισθάνονται και γίνονται προοδευτικότερα από τους γονείς τους. Έχουν καλή σχέση με την τεχνολογία, τη γλωσσομάθεια, είναι αρκετά πληροφορημένα και πολλά έχουν γίνει άριστοι επαγγελματίες, με σπουδές υψηλού επιπέδου και προσόντα που προσωπικά δεν θα τα αποκτούσα ούτε διαβάζοντας ακόμα μια δεκαετία! Όμως όλα αυτά τα πλεονεκτήματα παρατάσσονται σε πλάτος. Δεν έχουν το βάθος, πείτε το μόρφωση, εγώ το λέω «υψηλή περιέργεια» για την αθέατη ζωή. Μπορώ να τους συγχωρήσω τα πάντα, και το ότι δεν διαβάζουν λογοτεχνία και το ότι δεν αγαπούν βαθιά τη μόρφωση και το ότι δεν γλυκαίνονται με τα γράμματα. Όμως δεν μπορώ να τους συγχωρήσω τη μουσική που ακούνε. Πραγματικά, όταν στις πενθήμερες αναγκάζομαι και ακούω τη μουσική τους, κάπου εκεί μεταξύ συνειδητού και απόλυτης χαύνωσης, φαντασιώνομαι ότι είμαι ο Στάλιν και τους επιβάλλω τη μουσική που εγώ θεωρώ καλή. Ευτυχώς ή δυστυχώς συνέρχομαι γρήγορα.

 

  1. Στα «περίλαμπρα» εκπαιδευτικά συστήματα κάθε κυβέρνησης πως αντιδράτε;

 

AMBER  ALERT.

 

 

  1. «Ο γάτος Σάκης», «Περί γάτων»…ποιος ο ρόλος του ατίθασου και ζαβολιάρικου χαριτωμένου τετράποδου στη ζωή σας;

 

Πάντα είχα γάτες. Από παιδί. Δεν θα μιλήσω για τα διαθρυλούμενα χαρακτηριστικά τους, την εξυπνάδα, την κομψότητα, την αξιοπρέπεια, την ανεξαρτησία (τελικώς, μιλάω…). Οι γάτες κομίζουν στη ζωή μου έναν αέρα απροσποίητα αριστοκρατικό. Διδάχτηκα από αυτέςˑ μου έμαθαν ότι κάποιος μπορεί να προσαρμοστεί –και η προσαρμοστικότητα είναι ίδιον ευφυΐας– διατηρώντας τα στοιχεία του είδους του, της φύσης του. Οι γάτες παραμένουν ζώα άγρια, παρ’ όλη την «ένταξη». Επιπλέον είναι ενδιαφέρον να συγκατοικούμε όλοι μαζί: εγώ, το υπερεγώ μου, η γάτα μου και το υπερεγώ της. Απορώ πώς χωράμε, ειδικά όταν γουργουρίζουμε και οι τέσσερις.

 

 

 

  1. Τοις εγρηγορόσιν ένα και κοινόν κόσμον είναι, των δε κοιμωμένων έκαστος εις ίδιον αποστρέφεσθαι,{ Για τους ξύπνιους υπάρχει ένας και ο ίδιος κόσμος, ενώ οι κοιμισμένοι στρέφονται ο καθένας σε ένα δικό του, υποκειμενικό κόσμο} Ηράκλειτος. Σε έναν κόσμο που η πραγματικότητα σε δοκιμάζει, ο προσωπικός χώρος που ονείρου (με την ευρύτερη έννοια της απομόνωσης) αποτελεί διέξοδο;

 

Εξανίσταμαι με τους έντονα υποκειμενικούς κόσμους, ποιητικούς και μηˑ με την απόλυτη σχετικότητα που αγγίζει τα όρια της παραλυσίας. Για μένα είναι δείγμα αδυναμίας – και λογοτεχνικής. Πιστεύω στη λογοτεχνία που είναι επικοινωνιακή, που αναφέρεται στον κόσμο, που δεν κλείνει τα αυτιά της στα «επίκαιρα».

Όσο για το όνειρο, το αγαπώ όταν δεν είναι μονωμένο, όταν η πραγματικότητα διεισδύει σε αυτό. Αλλιώς είναι όνειρο για «μηρυκαστικούς», όπως έλεγε ο δάσκαλός μου Μίμης Σουλιώτης, είναι στρουθοκαμηλισμός. Και η δική μου στρουθοκάμηλος δεν κρύβει το κεφάλι της στην άμμο.

 

 

  1. Επόμενη λογοτεχνική επιδίωξη. Πόσο κοντά ή μακριά φαντάζει;

 

Το δεύτερο βιβλίο είναι σχεδόν έτοιμο και έχει γραφτεί για τη μητέρα μου, που έφυγε πολύ ξαφνικά πέρυσι. Δεν θέλω να πω κάτι περισσότερο παρά ότι θα έκαιγα με ευχαρίστηση όλα μου τα γραπτά, αρκεί  ένα σαββατιάτικο ηλιόλουστο πρωινό η μαμά, η αδερφή μου και εγώ να κάναμε μαζί μια βόλτα στην Ερμού.

 

Σας ευχαριστώ πολύ για την ξεχωριστή τιμή.  

Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Look.Gr

 

 

9