Από τον Heretic κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ

Ο Mathieu Kassovitz δημιούργησε μία από τις πιο σημαντικές ταινίες του διαμαρτυρόμενου γαλλικού και ευρωπαϊκού Σινεμά. Με Πανανθρώπινη θεματική. Ενάντια στη βία. Με Αντιρατσιστικά Θεμέλια.

Έργο ορόσημο για τη μελέτη και εξέλιξη του Σύγχρονου Σινεμά, διασχίζοντας μοναδικά τα τέλη του 20ού αιώνα και αφήνοντας κληροδότημα ακόμη και για τις αρχές του 21ου!

Με πολυσύνθετα εναρμονισμένες λεπτομέρειες τεχνικών χαρακτηριστικών, αλλά πάντοτε αιτιολογημένες, με συνεκτικότητα και αφοσίωση στην κεντρική κινηματογραφική έκφραση.

Η ταινία εφιστά την προσοχή των Σινεφίλ, φέροντας αποτρεπτικό χαρακτήρα για την άκρως επικίνδυνη παράδοση στη βία. Μία βία προερχόμενη, τόσο από τρομακτικά εσφαλμένες ενέργειες αστυνομικών, όσο και από τη συμπαρασυρόμενη οργή πολιτών.

Ανάλυση

Σημείωση: Το παρόν κείμενο κριτικής μου δημοσιεύεται στο The Look.gr με χαρακτήρα λειτουργικής επαναδιαμόρφωσης, από παλιότερη αντίστοιχη κριτική μου (τον Σεπτέμβριο του 2020, τότε στο eretikos.gr).

Απαραίτητη Εισαγωγή…

Το έργο ξεκινά με τη γραπτή αφιέρωση: “Σε φίλους και συγγενείς, που χάθηκαν κατά τη δημιουργία του.” Η σκηνοθεσία αρχίζει με αληθινή καταγραφή παλιότερων διαδηλώσεων, στις οποίες βρέθηκε ο ίδιος ο δημιουργός Kassovitz. Η ένωση των πραγματικών γεγονότων με το περιβάλλον της Μυθοπλασίας, διαθέτει διαφοροποίηση και αρμονικότητα.

Σαν αίσθηση τρομακτικής πραγματικότητας, εκπεφρασμένης στο κινηματογραφικό μοτίβο. Η τηλεόραση κλείνει και ξεκινά η προσωπική επιλογή κάθε πολίτηΗ έμπνευση στο σενάριο προήλθε από αληθινά περιστατικά βίας. Σε διαδηλώσεις του παρελθόντος, που εκτυλίχθηκαν σε γαλλικό έδαφος, λίγα χρόνια πριν από τη δημιουργία της ταινίας. Αυτά συνέβησαν από αστυνομικούς προς πολίτες, κατά τα έτη 1986 και 1993.

Στην πρώτη περίπτωση, ο 22χρονος Γαλλοαλγερινός διαμαρτυρόμενος φοιτητής, Malik Oussekine, πέθανε, καθώς ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από τα Μ.Α.Τ. μετά τη λήξη μιας μαζικής διαδήλωσης. Στην οποία, εκείνος δεν συμμετείχε!

Το δεύτερο περιστατικό, αφορούσε τον Ζαϊρινό Μakome M’Bowole. Εκείνος φαίνεται, ότι βρισκόταν υπό αστυνομική κράτηση, δεμένος σε καλοριφέρ. Και επειδή τα λεγόμενά του εκνεύρισαν έναν αστυφύλακα, ο τελευταίος τον φοβέρισε-απείλησε με όπλο, το οποίο κατά λάθος (;) πυροβόλησε. Αμέσως μετά από τούτο το θάνατο, ο σεναριογράφος Kassovitz ανέλαβε καλλιτεχνική δράση.

Γενικώς…

Μια πραγματικά δουλεμένη-οργανωμένη ιστορία και ανάπτυξη σεναρίου. Με ενδιαφέρουσες σεναριακές πράξεις, με ιδανικά δοσμένες εκφράσεις περσόνων (*ανάλυση ερμηνειών ακολουθεί κάτωθι, στην κατηγορία της κριτικής “Πιο Αναλυτικά”). Και με αποτυπώσεις έντονων κοινωνιολογικών προβληματισμών, έχοντας σαν δύναμη ένα κεντρικό καλλιτεχνικό-νοηματικό μοτίβο, εναντίον των κοινωνικών συγκρούσεων και της βίας. Το μοτίβο αυτό αμφισβητεί μεν την αστυνομική αξιοπιστία στη διάσταση οφειλόμενης παροχής υπηρεσιών Ασφάλειας και ταυτοχρόνως σηματοδοτεί τη σαδιστική ύπαρξη εκμεταλλευόμενης Εξουσίας, γεγονότα που εντοπίζονται ως αλληλένδετα, κατά καιρούς από τις αστυνομικές αρχές προς τους πολίτες. Αλλά δεν πολεμά δογματικά τις ίδιες τις αστυνομικές αρχές.

Ωστόσο αποδεικνύεται, ότι το υφολογικό περιεχόμενο του έργου εφιστά την προσοχή των θεατών φέροντας αποτρεπτικό χαρακτήρα για την άκρως επικίνδυνη παράδοση στη βία. Μία βία προερχόμενη, τόσο από τρομακτικά εσφαλμένες ενέργειες αστυνομικών, όσο και από τη συμπαρασυρόμενη οργή πολιτών. Ο σεναριογράφος Kassovitz μάς ξεναγεί στις 20 παράξενες ώρες (ανά δίωρο περίπου) των τριών πρωταγωνιστών. Η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη, γιατί ο Abdel Ichaha βρίσκεται σε κώμα στο νοσοκομείο, έπειτα από βίαιη αστυνομική ανάκριση. Η κατάσταση της υγείας του νεαρού αποτελεί τον Καταλύτη του έργου.

Όλη η κοινωνία επηρεάζεται. Οι τρεις φίλοι και πρωταγωνιστές του έργου, έχουν στο μυαλό τους, στη διάρκεια των 20 αυτών καθοριστικών ωρών, την πορεία υγείας του άτυχου Abdel Ichaha. Ο Winz ξεκινά να σκέφτεται σαν άνθρωπος που αντιμάχεται την αδικία, αλλά με φανταστικά σχέδια μιας παράλογης και όχι βέβαιης, εκδικητικής ανταπόδοσης. Ο Said πραγματοποιεί μικροκλοπές σαν να αισθάνεται, πως κάτι του στερεί μονίμως η γαλλική κοινωνία. Ενώ ο Hubert, αν και ασχολείται με την πυγμαχία, είναι έμπορος και χρήστης ναρκωτικών ουσιών.

Η κρίσιμη πορεία υγείας του άτυχου Abdel Ichaha, είναι κάτι το οποίο οι τρεις τους, αυθορμήτως, το συζητούν ανοιχτά. Γενικώς, θα υπάρξουν διαφωνίες ή ακόμη και άρνηση της γνωριμίας των καρδιακών φίλων. Δηλαδή, μέσα σε 20 ώρες θα δοκιμαστεί και η φιλία τους. Αξιοπρόσεκτες, είναι οι συγκρούσεις/διαφωνίες των τριών πρωταγωνιστών, σχετικά με την άποψη ανταπόδοσης ή όχι της βίας. Επί τούτου, ο Hubert αποτελεί την ειρηνική φωνή της Λογικής. Ο Winz εκφράζει τη μορφή της επιρρεπούς πορείας προς τον κίνδυνο και το Θάνατο. Ενώ ο Said μοιάζει σε κάποια σημεία με απορημένο Ισορροπιστή. Βεβαίως, στο τέλος ο Said θεωρεί, πως ο Hubert έχει δίκιο, σχετικά με την εγκατάλειψη συντήρησης της βίας.

Σκηνοθετικά, επιλέχθηκαν ωφέλιμοι και ενδιαφέροντες εσωτερικοί και εξωτερικοί (αλάνες, πάρκο με τσουλήθρα σε σχήμα δεινοσαύρου) χώροι στο έργο. Η δράση περιγράφηκε, τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας, όσο και της νύχτας. Αρκετές φορές έγινε επιλογή καταγραφής από ακίνητη κάμερα. Αυτό συνέβη, ενόσω οι πρωταγωνιστές προχωρούσαν σε ανοικτό χώρο (φερειπείν, περπάτημα από το βενζινάδικο προς το γυμναστήριο ή βάδισμα στο σιδηροδρομικό σταθμό).

Επίσης, σε άλλα διαστήματα οι πρωταγωνιστές ακολουθούν τον οπερατέρ (βήματα του εικονολήπτη προς τα πίσω, πριν οι ήρωες φτάσουν στην ταράτσα με το γειτονικό γλέντι). Αλλά και αντίστροφα, η κάμερα κινείται προς εκείνους. Υπάρχει επιπροσθέτως, ανεξάρτητη κίνηση του μέσου (κάμερα), αποδίδοντας μόνο μία σχέση σκηνοθέτη/θεατή σε κάποιες περιπτώσεις: Είτε με κυκλική περιήγηση της κάμερας (στους τρεις ήρωες). Είτε με διαδρομή από τα αριστερά προς τα δεξιά (σε διμοιρία αστυνομικών, κοντά σε αντίστοιχο όχημα).

Σκηνοθετικά, ο Said είναι ο πρώτος πρωταγωνιστής, που βλέπουμε στο φακό στην αρχή, αλλά και ο τελευταίος στο κλείσιμο της ταινίας. Αυτό πιθανότατα συμβαίνει εν συναρτήσει με το σενάριο, επειδή είναι ο νεότερος σε ηλικία από τους φίλους του και διότι μόνο εκείνος έχει κοινή αραβική καταγωγή με τον κρίσιμα τραυματισμένο, Abdel Ichaha. Τον οποίο συμπόνεσε ψυχολογικά. Και στις δύο περιπτώσεις, αρχής και τέλους, ο Said έχει απέναντί του την αστυνομία και κλείνει τα μάτια του. Επίσης ο Hubert, κοιτάζοντας την αφίσα με τον Κόσμο (“Ο Κόσμος σάς ανήκει”), παρομοίως κλείνει τα μάτια του. Το ίδιο όμως και ο Winz (απλώς στιγμιαία), μόλις κάποιοι γνωστοί του πυροβολούν έναν πορτιέρη. Ουσιαστικά, οι τρεις κεντρικοί ήρωες κλείνουν τα μάτια τους απέναντι στην άσκηση βίας και στην επιβολή δύναμης των ανθρώπων!

Το ηλεκτρονικό ρολόι θα μας προσδιορίζει τακτικά, πως ακόμη και οι μεγαλύτερες ανθρώπινες εντάσεις φαίνονται τελικά μικρές, μπροστά στον θρασύ Χρόνο. Εκείνος δεν υπολογίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα και προχωρά. Η καλύτερη σχετική οπτική εναλλαγή έγινε, μόλις ο Winz στην αποθήκη-στοά κλώτσησε το ξύλο και έκλεισε η πόρτα, βυθίζοντας στο σκοτάδι το χώρο. Μετά ακολούθησε η ώρα 15:47. Οι χρονικές εναλλαγές αφορούν την καταμέτρηση ανά δίωρα (κατά προσέγγιση), μέσα σε 20 ώρες συνολικά. Από τις 10:38 έως τις 06:00 της επομένης. Ωστόσο, από αυτές τις ουσιαστικά- 20 συμπληρωμένες ώρες, τη μεγαλύτερη σημασία αποκτά το αμέσως επόμενο λεπτό=06:01. Εκεί επανέρχεται η φράση “Ως εδώ, όλα καλά.” Αυτή δεν αφορά πλέον ανέκδοτο, μα την Πτώση μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Το γεγονός ότι υπάρχει η επιλογή του ηλεκτρονικού ρολογιού ως εκάστοτε κινηματογραφική παύση, δεν αναιρεί φυσικά τη γνώριμη μεθοδολογία ταινιών, πως και στο εν λόγω μοντάζ οφείλουν τα επόμενα cuts να ανταποκρίνονται σε μια διαδραστική, επικοινωνιακά οπτική συνέχεια στο έργο. Αυτό ακριβώς έγινε σε όλη την ταινία! Αλλά και οι άμεσα ενωθείσες σκηνές στο μοντάζ φέρουν ενδιαφέρουσες επιλογές. Μία από τις πιο σημαντικές, είναι η εξής παρακάτω.

Στην είσοδο της πολυκατοικίας, σε διαμέρισμα της οποίας διαμένει προσωρινά ο κακοποιός με συνθηματική ονομασίαAsterix”, βρίσκεται μία διαμαρτυρόμενη κυρία, πίσω από την κεντρική πόρτα. Από την κοντινή θέαση των τριών φίλων Winz, Hubert, Said, στο θυροτηλέφωνο του κακοποιού, παρατηρούμε Σινεματική Σύνδεση στην ίδια συσκευή. Αλλά πλέον με γενικό πλάνο. Η ίδια κυρία τότε ωρύεται, με οπτική μέσα από το “τετραγωνάκι” του θυροτηλεφώνου του Asterix”. Η ίδια φαίνεται στο μυαλό τους τότε μικρή, αστεία και ασήμαντη, με πνιγμένα παράπονα στο πουθενά…

Πολλές και ιδιαίτερες επίσης, είναι οι στιγμές στη διεύθυνση φωτογραφίας. Ας δούμε, δύο από τις σημαντικότερες. Α) Στην εντυπωσιακή εισαγωγή του έργου, η αφίσα του πλανήτη Γη με θέαση προς τα κάτω, υποδέχεται” από ψηλά την Πτώση ενός φλεγόμενου μπουκαλιού. Η προσγείωση γεννά μια πύρινη λίμνη…Β) Μετά από τη διαφυγή των μαζικών συλλήψεων και το ταξίδι με το τρένο, οι τρεις ήρωες καταγράφονται στο πλάνο. Πίσω τους είναι το φόντο της πόλης. Winz και Said στέκονται σε ένα κάγκελο, ενώ ο Hubert βγαίνει και ξαναμπαίνει πλαγίως στο πλάνο. Αν και ο φακός απομακρύνεται από τους ρόλους, αντιθέτως το φόντο έρχεται σαν ζωγραφιά πιο κοντά σε εκείνους…

Συμπερασματικά

Υφίσταται ένα κυρίαρχο, κοινό σημείο επαφής των τριών φίλων-ηρώων. Το ενωτικό στοιχείο των Γάλλων πολιτών μιας Διαφορετικής καταγωγής! Ο Winz έχει εβραϊκή καταγωγή, ο Said αραβική προέλευση και ο Ηubert αφρικανικές ρίζες. Επομένως, η Φιλία τους στηρίζεται σε Αντιρατσιστικά Θεμέλια! Αυτή είναι η πιο αισιόδοξη νότα του έργου! Όμως κάτι που είναι επίσης κοινό για τους τρεις νέους, αποκαλύπτεται από την απουσία της αντίστοιχης Πατρότητας. Εξού και το φλερτ των Said, Winz, Hubert, με την παρανομία ή την εγκληματικότητα. Ακόμη, κανένας τους δεν έχει ερωτική ζωή, μα ούτε και κάποια κοπέλα να ενδιαφέρεται να τον γνωρίσει.

Η ειρηνική κατάθεση του σκηνοθέτη Kassovitz, εντυπωσιάζει: Μολονότι οι πρωταγωνιστές θα βρεθούν κοντά σε σκίνχεντς ή αδικαιολόγητα βίαιους αστυνομικούς, δεν θα αποκτηνωθούν. Δεν καθρεπτίζεται η βία των άλλων στη δική τους ψυχή (μέχρι που…). Το εναλλασσόμενο υποκειμενικό πλάνο, μέσα από τα μάτια του νεοναζί και έπειτα του Winz, προσφέρει στο θεατή τη δυνατότητα μιας σημαντικής Διαπίστωσης. Πως ο έλεγχος της άσκησης βίας και συνεπώς της κοντινής πρόκλησης του Θανάτου, φέρει οποιοδήποτε Πρόσωπο. Μόνον οι σκέψεις, μα ως μετουσιωμένες Πράξεις, μας καθορίζουν και μας διαφοροποιούν από τα εγκλήματα. Εξαιρετική σκηνή κατά της βίας!

Σκηνοθεσία και σενάριο έχουν γίνει Ένα, από τον δημιουργό Kassovitz. Η πρώτη σύσταση των τριών φίλων στο φακό δικαιολογεί την Ισότιμη, πρωταγωνιστική τους φύση. Το όνομα του “Said” διακρίνεται σε επιγραφή του ιδίου με μαρκαδόρο, απευθυνόμενη υβριστικά προς τις αστυνομικές δυνάμεις. Το όνομα του “Winz” φαίνεται στο διπλό δαχτυλίδι (Με W και όχι με V το όνομα) του χεριού του. Ενώ η ονομασία του “Hubert” προβάλλεται στην αφίσα της πυγμαχίας, μέσα στο καμένο γυμναστήριό του.

Παρατηρείται χαρακτηριστική αξιοποίηση επιρροής -και όχι αντιγραφής- του σκορσεζικού χαρακτήρα, Travis Bickle, από την ταινία Taxi Driver (1976). Η ισορροπία είναι μεν λεπτή, μα η πράξη άκρως επιτυχημένη, αναγνωρίζοντας τη δυναμική ενός διαχρονικού ήρωα της Ιστορίας του Σινεμά. Λογικά, στη σκηνή του Winz δεν υπάρχει καθρέπτης. Ο ηθοποιός παριστάνει ότι κοιτάζεται στον καθρέπτη, μπροστά στην κάμερα.

Η εξήγηση για την αγελάδα στο μυαλό του Winz, αποτελεί μια αναφορά στην εβραϊκή θρησκεία του σκηνοθέτη/σεναριογράφου. Οι Εβραίοι θεωρούν σημαντική την αγελάδα, ως ιερό ζώο από το οποίο εξαρτάται ο άνθρωπος. Ο Winz λέει στο Said, ότι στα χθεσινά επεισόδια σκόνταψε/έπεσε επάνω σε μια αγελάδα. Αργότερα η γιαγιά του Winz τον επιπλήττει, γιατί εκείνος δεν πηγαίνει στη συναγωγή. Δηλαδή στην ουσία, η αγελάδα συγκρούεται (ως είδωλο της εβραϊκής παράδοσης) με τη συμμετοχή του Winz στα επεισόδια. Άρα…Πρώτον, μπορούμε να θεωρήσουμε, ότι ο Winz δίστασε και πως δεν συμμετείχε τόσο ενεργά, όσο ισχυριζόταν στις συμπλοκές. Και δεύτερον, πως η αγελάδα εκφράζει ενδεχομένως τη διστακτικότητα της εβραϊκής κοινότητας, για την παραμικρή κοινωνική (εννοείται, για την όποια υγιή) διαμαρτυρία διαδήλωσης στη Γαλλία των τελών του 20ού αιώνα, από μετανάστες δεύτερης γενιάς…

Κινηματογράφος και κράμα Τεχνών, είναι μια επιτυχημένη καλλιτεχνική συνταγή στην ταινία “Το Μίσος.” Η Μουσική παίζει κομβικό ρόλο, δίνοντας ρυθμό και πλούσια γκάμα εκφραστικής νεανικής αύρας στην ταινία. Απόλυτα εναρμονισμένος με τη Μουσική του έργου, αλλά και με την τότε μοντέρνα, καλλιτεχνική έκφραση της γαλλικής νεολαίας, είναι ο επιλεγμένος Χορός στην ταινία, συστήνοντας κινηματογραφικά στην τότε Ευρώπη το Ύφος Breakdance. Σαν θέαμα και νοοτροπία της γειτονιάς κεφτείτε, ότι η ταινία είναι του 1995).

Ενώ παρατηρούμε και Ζωγραφική ανοικτού χώρου, σε συνεργασία με τη σκηνοθεσία: 1) Ζωγραφική με αυτοσχέδια αποκοπή της Cappella Sistina. Σε μία πιο αποστασιοποιημένη προσπάθεια αγγίγματος των χεριών, υπό ύφος τύπου Street Art. 2) Μορφή του ποιητή Charles Baudelaire, με φουλάρι. Δεδομένου, ότι προστέθηκε στην απεικόνιση το απαίσιο γνώριμο, ναζιστικό μουστάκι, θα μπορούσαμε να πούμε, πως η ζωγραφιά θυμίζει κάτι μεταξύ Baudelaire (πρόσωπο), hitler (μουστάκι) και Edgar Alan Poe (μεγάλο μέτωπο). Πάντως σίγουρα, η ζωγραφισμένη μορφή φαίνεται με περισσότερη ευκρίνεια, μόλις ο ρόλος Hubert διαπιστώνει, πως οι δύο φίλοι του κινδυνεύουν από την αστυνομία…

Ωστόσο, η Μουσική θριαμβεύει από τις υπόλοιπες Τέχνες στο έργο. Στην εισαγωγή των καταγεγραμμένων επεισοδίων, ακούμε Reggae με στίχους για τις στολές του Νόμου. Σε σταθερό ρυθμό του μουσικού είδους τότε, η κιθάρα βαδίζει πιο χαλαρά, ενώ ακούμε δύο ηλεκτρικά μπάσα. Το ένα παίζει κανονικά και το άλλο με τεχνική slap, σαν επιπλέον κρουστό. Τα ντραμς συναντούν κάποιες ρυθμικές κιθάρες. Υπάρχουν χρωματισμοί από πλήκτρα. Βεβαίως, στο έργο κυριαρχεί το Hip-Hop και το Rap.

Αλλά θα παρακολουθήσουμε και οπτικοακουστικά αποσπάσματα από αληθινό D.J. με Turntables (και όχι όπως σήμερα, σαν μερικούς/μερικές που παριστάνουν τους/τις D.J.’s). Ο ίδιος ανέμιξε Rap και Dance Μουσική, μαζί με παλιότερα γαλλικά τραγούδια (No, je ne regret rien” από την Edith Piaf). Το τραγούδι “Nique La Police”, του συγκροτήματος Assassin, θα ακουστεί επίσης τότε. Όμως συνολικά, υπάρχουν στην ταινία στίχοι συγκροτημάτων και στα αγγλικά. Άριες ακούγονται σε χαμηλή ένταση, στο δανεικό” διαμέρισμα του κακοποιού Asterix.” Μέσα στη Gallery το κορυφαίο, μουσικό instrumental κομμάτι των Beastie Boys “Groove Holmes”, ενισχύει την περιέργεια των τριών φίλων για τα έργα Τέχνης…

Ο Ήχος φέρει αξιόλογη συμμετοχή στο έργο. Το φλεγόμενο μπουκάλι προσγειώνεται, ως η επικρατούσα βία στον Πλανήτη. Κάποιος κλείνει το διακόπτη της τηλεόρασης, ενόσω προβαλλόταν ακόμη το Δελτίο Ειδήσεων. Μολονότι βλέπουμε ένα ηλεκτρονικό ρολόι να καταγράφει τα διαδεχόμενα δίωρα, ακούμε χτύπο αναλογικού ρολογιού (τικ-τακ). Κάθε πυροβολισμός, ορατός και μη, φέρει διαπεραστική ένταση κρότου, ώστε να ανησυχήσει ο ακροατής/θεατής, για την τύχη των χαρακτήρων. Οι τελευταίοι πυροβολισμοί κόβουν την ανάσα…Σε όλο το έργο, πραγματοποιούνται αντιφατικά παιχνίδια της απόδοσης του ήχου, σε σύγκριση με τη μακρινή θέση των ηρώων.

Στην εξέλιξη της ιστορίας, θα στριφογυρίσουν, με διάσπαρτες Επαναλήψεις, δύο Φιλοσοφικές Έννοιες και οι συμπληρωματικές τους Εννοιολογικές Σχέσεις. Α) Η Έννοια της Πτώσης, με την κρίσιμη εξέλιξη της προσγείωσης. Ξεκινά ως διδακτικό ανέκδοτο. Ύστερα παρομοιάζει το βίωμα των τριών ηρώων σε ένα δηλητηριώδες 20ωρο. Και εν κατακλείδι, αλυσοδένει μια ολόκληρη κοινωνία, χωρίς να υπάρχει πλέον ούτε λεπτό για σκέψη διαφυγής από τη βία. Β) Η έννοια του Κόσμου, δια της εικόνας του Πλανήτη Γη. Παρατηρείται υπαρξιακός προβληματισμός, σχετικά με την Ιδιοκτησία του Κόσμου. Δηλαδή, σε ποιους ανήκει. Το βλέπουμε στις αφίσες της Γης, με επιγραφή “Ο Κόσμος είναι δικός Σας.” Αλλά και στα λεγόμενα της κυρίας (“Νομίζετε, ότι Σας ανήκει ο Κόσμος;!”) στην πολυκατοικία του κακοποιού με κωδική ονομασία Asterix.” Αργότερα, ο Said θα αντικαταστήσει γραπτώς τη φράση με το γράμμα Μ (“Ο Κόσμος είναι δικός Μας).

Τέλος, υπάρχει Σκακιστική Αποκάλυψη, ρυθμιστικών προσώπων και συσχετικών καταστάσεων. Ας αναφέρουμε, μία περίπτωση: Μετά το Breakdance, ο αδερφός του Abdel Ichaha παίρνει εκδίκηση με μια καραμπίνα. Στην άμεση σύλληψη ξεχωρίζει ένας αστυνομικός. Θα τον ξαναδούμε στις τελευταίες σκηνές, να αθετεί με φρικτό τρόπο τα νόμιμα καθήκοντά του. Μέσα από τις τουαλέτες, ύστερα από τις συνομιλίες και την ιστορία του ηλικιωμένου κυρίου για τον Groonwalski, βγαίνει ένας αστυνομικός, που άκουσε τα πάντα. Μοιάζει με εκείνον, ο οποίος θα ανακρίνει αργότερα τους Hubert και Said.

Σκεπτικό…

Αξιοποίηση Ιπτάμενης Λήψης

Παρατηρείται, ιπτάμενη λήψη από κάμερα με πλοήγηση, απαθανατίζοντας Πανοραμικά τα προάστια, όπου βιώνουν τις περιπετειώδεις ώρες τους οι πρωταγωνιστές. Μετά από την εστίαση στον D.J. η κάμερα βγαίνει έξω από το παράθυρο και ταξιδεύει τους θεατές από ψηλά, στη χαρτογράφηση του χώρου. Πιθανότατα έγινε με τηλεχειριστήριο σε flying camera, επάνω σε κατασκευή που μοιάζει με τηλεκατευθυνόμενο ελικοπτεράκι. Πάντως, είναι ένα ωφέλιμο και εντυπωσιακό τεχνικό χαρακτηριστικό, ειδικά για εκείνη την εποχή (υπενθυμίζω, εν έτει 1995) όπου γυρίστηκε το έργο. (πηγή: https://cinematography.com/index.php?/topic/43731-over-head-flying-camera-la-haine/)

Οπτικοποίηση Υποκειμενικού Πλάνου

Ο σκηνοθέτης-καλλιτέχνης χωρίζει το κάδρο του σε δύο μέρη. Οπτική θεατή: Στα αριστερά, βρίσκεται ο πρωταγωνιστής Winz και στα δεξιά κάποιοι γνωστοί του, που θέλουν να εκδικηθούν τον πορτιέρη ενός κλαμπ. Το θέμα είναι, πως ο Winz κανονικά τους κοιτά από μακριά, σε ευθεία απόσταση (προηγούμενο πλάνο επεξήγησης). Όμως ο δημιουργός τοποθετεί τον Αντιήρωά του σε κοντινό πλάνο στα αριστερά, κοιτάζοντας προς την οθόνη των θεατών. Διότι θέλει να δούμε την έκφραση, όχι μόνο του Προσώπου, αλλά και της αποκάλυψης της Σκέψης του ρόλου, ενόσω στα δεξιά της οθόνης συμβαίνει το έγκλημα.

Ο Winz λοιπόν, όσο απειλούν τον πορτιέρη, ξεκινά να νιώθει μια υποψία θαυμασμού. Όμως στους πυροβολισμούς τρομάζει και δεν του αρέσουν αυτές οι πράξεις! Αυτή η στιγμή από το δημιουργό Kassovitz, είναι Ευφυής! Διότι δεν μας έδειξε απλώς, μόνο το τι βλέπει ο χαρακτήρας. Μα επιπροσθέτως, πρόβαλε στο κοινό, ακόμη πιο εγκεφαλικά το εσωτερικό βίωμα, ταξιδεύοντας προς την Εξωτερίκευση της Σκέψης του ρόλου. Και όμως το έκανε! Άριστη επιλογή!

Διακριτική Αισθητική Σκηνοθεσίας

Ο ηλικιωμένος κύριος στο W.C. με την ιστορία του Groonwalski, φαντάζει σαν βραχύσωμος, μα επιβλητικός συμβουλάτορας, μπροστά στους πιο ψηλούς πρωταγωνιστές. Εκείνοι, αν και πρωτίστως διαφωνούσαν έντονα μεταξύ τους, σχετικά με την ανταπόδοση ή όχι της βίας, τον ακούνε πλέον με προσοχή. Πιθανότατα η στιγμή αυτή, με την αναφορά για τα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία, υπό σοβιετικό καθεστώς, να θέλει να υπογραμμίσει στους νέους, πως άλλες γενιές υπέστησαν πολύ χειρότερες καταστάσεις.

Μόλις ξεπροβάλει στο W.C. η διδακτική, βραχύσωμη, παλιότερης γενιάς, πατρικού προτύπου μορφή, τότε σε συγκεκριμένο πλάνο ακολουθεί η εξής καταγραφή: Σχήμα: Στη μέση του κάδρου βρίσκεται ο άγνωστος κύριος, που πλένει τα χέρια του, έχοντας πλάτη στην κάμερα και κρύβοντας {σχεδόν πάντοτε} το δικό του είδωλο στον καθρέπτη. Τα σώματα των Winz (αριστερά) και Hubert (δεξιά) βρίσκονται στις δύο άκρες του πλάνου, μα δεν διακρίνονται τα κεφάλια τους {τουλάχιστον στο μεγαλύτερο διάστημα}.

Αλλά εδώ ακριβώς, είναι το ενδιαφέρον σημείο: Τα κεφάλια τους τότε αντανακλώνται μαζί με τα κορμιά τους, στον Καθρέπτη. Μοιάζουν σαν οι αποστασιοποιημένοι, νοητικά αποσβολωμένοι, εαυτοί τους. Βυθισμένοι στις σκέψεις τους, για αυτόν τον παράξενο, απρόσκλητο, συμβουλάτορα-αφηγητή”. Ταιριάζει η σκηνοθετική επιλογή, με τη Θεματική της υποενότητας αυτής, γιατί οι διαφωνούντες νέοι σώπασαν πλέον και το μυαλό τους (σώματα χωρίς κεφάλι) υπομονετικά ακούει έναν πιο σοφό άντρα.

Πιο Αναλυτικά…

*Ερμηνείες

Τα μικρά ονόματα των ηθοποιών-πρωταγωνιστών συμπίπτουν με αυτά των τριών βασικών χαρακτήρων.

Vincent Cassel το ρόλο του διεκδικητή ανταπόδοσης βίας, Winz).

Ο ηθοποιός πραγματοποιεί αρχικώς μια χορευτική σύσταση, με ζογκλερικό, εύθυμο χαρακτήρα. Ακολουθεί μιμητισμός και αυτοσχεδιασμός της περσόνας Travis Bickle από το έργο Taxi Driver (1976). Καταγράφονται τότε, στην έκφραση του ηθοποιού: Απειλή, ειρωνεία, οργή, προς ένα φανταστικό εχθρό. Επίδειξη δύναμης σε φαντασιακό, φιλικό πλήθος. Και εξαπόλυση τρέλας, στο ίδιο αντίπαλο πρόσωπο. Στο μανάβικο είναι αυθάδης με τους πελάτες και τον εργαζόμενο.

Η ερμηνευτική προσήλωση στο πείσμα και την οξύθυμη διάθεση του χαρακτήρα είναι διακριτά στοιχεία σε όλο το έργο! Για αυτό το λόγο και έχει σημασία η αλλαγή της έκφρασης του προσώπου του, μόλις μαλακώνει” χαμογελώντας, καθώς ακούει το σοφό κύριο στις τουαλέτες. Το ξέσπασμα στον Asterix ελευθερώνεται μεθοδικά και με Ρεαλισμό στην υποκριτική. Ως Winz, προσπαθεί να θαυμάσει, μα τελικά φοβάται τη δολοφονική δράση άλλων ανθρώπων απέναντι στον πορτιέρη. Κοιτά κατάματα, με αινιγματικό τρόπο το αληθινό πρόσωπο της βίας, στη μορφή του αιμόφυρτου νεοναζί.

Hubert Kounde νσαρκώνοντας τον σεμνό ειρηνιστή, Hubert)

O ηθοποιός παρουσιάζει σωστά τις πολλές αντιθέσεις στο χαρακτήρα του Hubert. Αν και μποξέρ, διακατέχεται από σημαντική πραότητα. Εμφανίζει γενικώς σε διαφωνίες/συγκρούσεις με το Winz, πότε έκφραση ειρωνικής ηρεμίας, πότε αναπάντεχη εναλλαγή θυμού, χάνοντας στιγμιαία την υπομονή του. Συμβουλεύει πάντοτε, να αποφεύγεται η βία. Συζητώντας με τη μητέρα του, είναι τρυφερός μαζί της, μα και ανήσυχος για τον αδερφό του, Max, που βρίσκεται στη φυλακή.

Δεν έχει εμπιστοσύνη στο Winz, καθώς πιστεύει, πως ίσως εκείνος να έβαλε να κάψουν το γυμναστήριο. Μεταδίδει την επιθυμία του να ξεφύγει από την εγκληματική ζωή και την περιοχή. Είναι ειρηνιστής, κρατώντας σαν πολύτιμο γνωμικό τη ρήση Το μίσος γεννά μίσος.” Ο φόβος γεννά την επιθετικότητα, στην εκτός κανόνων ανάκριση του αστυνομικού τμήματος. Παρασύρεται σε αγενή/επιθετική συμπεριφορά στη Gallery. Προκαλεί εικονικά τον Winz, μα για να τον αποτρέψει από τον πυροβολισμό του σκίνχεντ.

Said Taghmaoui ποδυόμενος τον δραστήριο, μπερδεμένο και κωμικό, Said).

Εμφανίζει μεγάλη άνεση στο φακό, σαν να μην υπάρχει η κάμερα. Κοροϊδεύει την αδερφή του Winz. Θυμώνει με τον δικό του αδερφό, Nordin, μα τον υπακούει. Είναι γενικώς ο κωμικός χαρακτήρας της παρέας των τριών φίλων! Εκφράζει ειρωνεία με κωμικότητα, σε πολλά σημεία. Σε κοντινό πλάνο, κάνει μιμητισμό στο Scrooge McDuck.

Έχει βυθιστεί σε περισυλλογή, από την ιστορία με τον Groonwalski. Aναδύεται ερμηνευτικά σε κάποια σημεία και η απρόβλεπτη επιθετικότητα του ρόλου (π.χ. στη Gallery). Ακόμη και σε μακρινή απόσταση από την κάμερα, ο ερμηνευτής πραγματοποιεί πειστικούς βηματισμούς (μετά τη χρήση του σπρέι στην αφίσα) ή τρεξίματα (μετά την αποτυχημένη κλοπή του αυτοκινήτου).

Mathieu Kassovitz (ως ρόλος του αιχμαλωτισμένου νεοναζί)

Ο ίδιος ο δημιουργός, σε έναν απόλυτα αντικρουόμενο ρόλο, εν συγκρίσει με τα όσα πιστεύει προσωπικά ως Καλλιτέχνης στην πραγματική του ζωή. Η θρασυδειλία του νεοναζί εκφράζεται κατάλληλα. Ομοίως και ο ανθρώπινος φόβος του Θανάτου.

Μια επανέκδοση από το Cinobo

Συντελεστές

Σενάριο: Mathieu Kassovitz. Σκηνοθεσία: Mathieu Kassovitz. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Pierre Aim. Μοντάζ: Mathieu Kassovitz, Scott Stevenson. Πρωταγωνιστούν/Συμμετέχουν: Vincent Cassel, Hubert Kounde, Said Taghmaoui, Choukri Gabteni, Tadek Lockcinski, Francois Levantal, Vincent Lindon, Mathieu Kassovitz, Julie Mauduech, Karin Viard. Μουσική: “Assassin.” Τμήμα Ήχου: Nicolas Becker, Dominique Dalmasso, Fred Mays, Vincent Tulli, Emmanuel Ughetto.