Μετά από την επιτυχημένη της περιοδεία ανά την Ελλάδα, η παράσταση «Το παγκάκι» του Αλεξάντερ Γκέλμαν σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη και πρωταγωνιστές τον ίδιο και την Φωτεινή Μπαξεβάνη, έκανε την πρεμιέρα της στο Κηποθέατρο Παπάγου, για να συνεχίσει στα θέατρα της Αττικής.

 

 

 

Κριτική-παρουσίαση: Γιάννης Ζαμπατής

Φωτογραφική κάλυψη: Daniel Felipe from FIST AK Productions

 

Την Πέμπτη 27 Αυγούστου, παρακολουθήσαμε στο Κηποθέατρο Παπάγου την πρεμιέρα της παράστασης «Το παγκάκι» με τον Γιώργο Κιμούλη και την Φωτεινή Μπαξεβάνη. Μια παράσταση που μετά την επιτυχημένη περιοδεία σε ολόκληρη την Ελλάδα, συνεχίζει στα θέατρα της Αττικής.

Το έργο Скамейка «Το Παγκάκι» γράφτηκε το 1983 από τον Ρωσικής καταγωγής θεατρικό συγγραφέα Αλεξάντερ Γκέλμαν (Alexander Isaakovich Gelman), την εποχή της παρακμής της Σοβιετικής Ένωσης, όπου κυριαρχούσαν αυθαιρεσία, οικονομική και κοινωνική διαφθορά.

 

 

Το «Παγκάκι», όπως και όλα τα έργα του Γκέλμαν συνδέονται με το θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Ιδιαίτερα με την προσωπικότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή, σκηνοθέτη και ηθοποιού Ολέγκ Εφρέμοφ, στις αναμετρήσεις του με την αδράνεια και το μαρασμό που κυριάρχησαν στη Σοβιετική Ένωση, τη δεκαετία του ΄70 και μέχρι το 1985.

Μετά το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας όπου είχε την τύχη ο Γκέλμαν να δει να ανεβαίνει το έργο του σε σκηνοθεσία του Εφρέμοφ, ανέβηκε σε πάμπολλα θέατρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

 

 

 

Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και στη χώρα μας πρωτοανέβηκε το 1995 στο θέατρο του Νότου με τον τίτλο «Κόκκινο ρομάντζο» (Το παγκάκι), σε μετάφραση και σκηνοθεσία Μάγιας Λυμπεροπούλου και πρωταγωνιστές τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και την Μαρία Κατσιαδάκη.

Η σκηνοθετική αντίληψη του Εφρέμοφ τόσο στα έργα του Τσέχωφ όσο και στου Γκέλμαν στόχευε την αφύπνιση μιας αίσθησης του νέου, στην αναγκαιότητα της αλλαγής εντός του ανθρώπου και έξω από αυτόν.

Τα πρόσωπα στα έργα του Γκέλμαν έλκονται συχνά από την υπαρξιακή άβυσσο που η δεκαετία του 60, θεωρούσε με καχυποψία και εγωισμό καταδικάζοντας το προσωπικό ως εγωϊσμό που… πλήττει την αισθητική του «εμείς». 

Υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση απώλειας, ένα αίσθημα «ακρωτηριασμού» όχι τόσο σε ηθικό επίπεδο, αλλά στις προσωπικές διαστάσεις, μια αναζήτηση, ένα ερώτημα βασανιστικό: «Τι λογής είναι ο άνθρωπος…», ποια τα χάσματα, ποιο το ηθικό του αδιέξοδο, γιατί πάντα αυτό το αίσθημα του ανικανοποίητου…

 

 

Έτσι λοιπόν, ένα συνηθισμένο απόβραδο όπου η κίνηση έχει κοπάσει, αφού τα παιδάκια που βγήκαν να παίξουν έχουν γυρίσει σπίτι και τα παγκάκια πια άδεια, βλέπουμε δύο φαινομενικά άγνωστους να συναντιούνται σε ένα πάρκο.

Εκείνη ζητάει φωτιά από τον άντρα που κάθεται στο παγκάκι με ένα μπουκάλι ποτό. Εκείνος αναθαρρεί για την έκβαση της βραδιάς, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν αυτήν την κίνηση. Η γυναίκα, φαίνεται να αποζητά την πρόσκαιρη συντροφιά, ελπίζοντας να καλύψει κάποια συναισθηματικά κενά, ίσως όμως και όχι.

Ο άνδρας, είναι παντρεμένος, αλλά δεν ζουν μαζί, όμως δεν είμαστε ούτε γι αυτό σίγουροι. Το σίγουρο είναι ότι και οι δύο κάτι αναζητούν που φαίνεται όμως να είναι τελείως διαφορετικό. Εκείνος από ότι φαίνεται αποζητάει μια περιπέτεια της βραδιάς κι εκείνη ίσως το ίδιο μα κάτι παραπάνω.

 

 

Αρχίζει λοιπόν μια αδυσώπητη αναμέτρηση μεταξύ τους για διεκδίκηση αρχίζοντας τα ψέματα, το ένα να διαδέχεται και να καλύπτει το άλλο, προσπαθώντας να φτάσουν σε κάποια αλήθεια.

Μια αλήθεια που δεν θα είναι αρεστή σε κανέναν από τους δύο. Αυτά τα ψέματα λοιπόν, γίνονται η βάση της υποτιθέμενης σχέσης τους, αφού αποδεικνύεται ότι δεν ήταν και τόσο ξένοι.

Όσο προχωράει η μάχη σ’ αυτήν την «ερωτική» αρένα και ξεγυμνώνονται και οι δύο όσον αφορά σε αυτά που αναζητούν, τόσο προχωράνε στις αλήθειες που δεν είναι όμως έτοιμοι να ακούσουν. Όταν στο τέλος όλα αποκαλύπτονται, εκείνος πετάει στα σκουπίδια μια μικρή ευκαιρία για ανθρώπινη συντροφιά και θα επιστρέψει στη μιζέρια του.

Θα ξαναέρθει μια άλλη μέρα στο ίδιο ίσως παγκάκι να επαναλάβει την ίδια ιστορία, ενώ εκείνη αφού έχει εξαντλήσει κάθε προσπάθεια για μια πιθανή μελλοντική σχέση, θα επιστρέψει στη δυστυχία της να ανασκαλεύει το παρελθόν.

 

 

Ο συγγραφέας με τα βιώματα που έχει, αφού έχει επιζήσει και από ένα ολοκαύτωμα, ξέρει καλά πώς να φτιάξει μια ιστορία που να φέρνει στην επιφάνεια την δραματικότητα της ύπαρξης των χαρακτήρων του, που μπορεί να είναι οποιοσδήποτε από εμάς. Φέρνει στην επιφάνεια την αιώνια σύγκρουση των δύο φύλλων και τις δυσκολίες της συνύπαρξης, πόσο μάλλον της συμβίωσης.

Με τους γρήγορους διαλόγους στο έργο του, όπου εναλλάσσονται συνέχεια το κωμικό και το δραματικό στοιχείο, αναρωτιέσαι που μπορείς να το κατατάξεις.

Ο ίδιος ο Γκέλμαν αναφέρει, οι δύο μοναχικοί ήρωες του έργου του βιώνουν

«μια συναισθηματική περιπέτεια, μια συνεχή ταλάντωση μεταξύ χαράς και απογοήτευσης, ελπίδας και φόβου, αγάπης και μίσους, εμπιστοσύνης και δυσπιστίας»

 

 

Σήμερα, η κριτική ματιά του Γκέλμαν δεν ξενίζει, αφού αφορά σχεδόν καθ’ ολοκλήρου την καπιταλιστική κοινωνία και τις απανθρωπιζόμενες, ανταγωνιστικές σχέσεις, ακόμα και στο επίπεδο του ανδρογύνου, οικογένειας. Κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει το έργο διαχρονικό και άκρως επίκαιρο.

Ο Νίκος Καμτσής έχει κατανοήσει καλά όπως φάνηκε το πνεύμα του συγγραφέα και δίνει πρόσφορο έδαφος στους δύο πρωταγωνιστές με την απόδοση στην σημερινή πραγματικότητα.

Τον Γιώργο Κιμούλη ενώ τον έχουμε συνηθίσει σε διαφορετικούς ρόλους από κλασικό και αρχαίο θέατρο, μας εκπλήσσει ευχάριστα με την άνετη διαχείριση του κωμικού στοιχείου. Ερμηνεύει με πειστικότητα τον κυνικό Φέντια, που γίνεται με ευκολία και χωρίς ενδοιασμούς ο Κόλια, ο Γιούρι, ή ο Αλεξέι, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του.

Δίπλα του η Φωτεινή Μπαξεβάνη, εξαιρετική επιλογή για τον ρόλο της βασανισμένης Βέρας που ελπίζει  μέχρι τέλους, ενώ μέσα της ξέρει ότι όλη αυτή η αγωνία της ερωτικής μάχης θα πάει εις μάτην.

Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, δίνουν στο λιτό σκηνικό, αυτό το χρώμα της μοναξιάς και της βαθειάς απεραντοσύνης των συναισθημάτων που εναλλάσσονται συνεχώς.

Τα κοστούμια της Σοφίας Νικολαίδη, δίνουν ακριβώς τον χαρακτήρα του κυνικού και καταδικασμένου στη μοναξιά του Φέντια, όπως και της ονειροπόλας Βέρας.

 

 

Μια παράσταση, όχι απλά καλοστημένη, αλλά κάτι περισσότεροι αφού ο Φέντια και η Βέρα, καταφέρνουν να σου μεταδώσουν τις αγωνίες τους και τις απατηλές προσδοκίες τους και να σε κάνουν να ξεχνάς ότι βλέπεις θέατρο αφού σε παρασύρουν στον κόσμο τους..

Έστω και με μάσκες λοιπόν, που δεν είναι και το καλύτερο, άξιζε πραγματικά η εμπειρία αυτής της παράστασης.

Το ίδιο προφανώς σκέφτηκαν και πλήθος καλλιτεχνικού, πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου, που έσπευσαν να τιμήσουν τον Γιώργο Κιμούλη και την Φωτεινή Μπαξεβάνη, στην πρεμιέρα τους στα θέατρα της Αττικής, μετά από την επιτυχημένη περιοδεία τους.

 

 

Ανάμεσα σε αυτούς, είδα τον πρόεδρο του ΣΕΗ Σπύρο Μπιμπίλα, την Ηρώ Μουκίου που ήρθε από το Βόλο για την πρεμιέρα, τον Πασχάλη Τσαρούχα, τον Κωνσταντίνο Μάνο, την Όλγα Πολίτου, την Νίκη Παλληκαράκη, τον Λεωνίδα Κακούρη, την Βάνα Πεφάνη, τον Βασίλη Κούκουρα, τον Κώστα Βενετσάνο καθώς και την Ζωή Κωνσταντοπούλου και άλλους που ίσως δεν αντιλήφθηκα.

 

 

 

 

 

Ακόμα λοιπόν και με μειωμένη πληρότητα και στα ανοιχτά θέατρα, την τήρηση των υγειονομικών κανόνων με την χρήση μάσκας καθόλη την διάρκεια, το θέατρο παλεύει γιατί το κερί του δεν μπορεί να σβήσει, έστω και κάτω από τέτοιες δυσοίωνες συνθήκες.

 

 

1