Τι συμβαίνει όταν συναντιέται η γραφή ενός ώριμου και καταξιωμένου δημιουργού με ένα ταλέντο του σύγχρονου ελληνικού θεατρικού χώρου; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έρχεται να δοθεί με μία μοναδική παράσταση στο θέατρο Tempus Verum εν Αθήναις. Το θεατρικό “Νιζίνσκι – Η Προφητεία της Φωτιάς” είναι μία παράσταση σε κείμενο του Χριστόφορου Χριστοφή και σκηνοθεσία του Δημήτρη Λάλου.

 

Το κείμενο βασίζεται στη βιογραφία του μπαλετικού θρύλου, χορογράφου και χορευτή, Βάσλαβ Νιζίνσκι, και διαδραματίζεται τη περίοδο του εγκλεισμού του σε ψυχιατρείο. Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από τα λόγια τριών ρόλων, του ιδίου, της συζύγου του Ρομόλα και του ψυχιάτρου του. Το κείμενο αποτυπώνει βήμα βήμα τη πορεία του καλλιτέχνη από τη μία επιτυχία στην άλλη, το πέρασμα από την εμμονή στην ωραιοπάθεια μέχρι και την κατάληξή του στο ψυχιατρείο. Παράλληλα, μαθαίνουμε και την ιστορία της έντονης σχέσης, έρωτα και εξουσίας, που διατηρεί με τον ψυχίατρο τού χορευτή. Η τοξική σχέση του ήρωα με τον χορό είναι αυτό που τον οδηγεί στην έξαρση του ναρκισισμού. Χαρακτηριστική αποτελεί στην πορεία του η πατρική φιγούρα που τον σημάδεψε καθώς και το δίπολο του έρωτα με αυτήν και με την σύντροφό του. Ακόμα, προβάλλεται ο ρόλος της καλλιτεχνικής του ανέλιξης (περιοδείες στην Αμερική) που επέφερε και την ψυχική αστάθεια στην υγεία του.

 

 

Δεν είναι η πρώτη φορά που σε παράσταση του Tempus Verum – Εν Αθήναις ακολουθείται η τεχνική της αποδόμησης του κειμένου. Αλλά εξίσου και το κοινό έχει εκπαιδευτεί στο μετα-δραματικό του ύφος. Ο Δημήτρης Λάλος και η ομάδα του Tempus Verum έχουν ορίσει το στύλ τους που ακολουθείται με συνέπεια δημιουργώντας τη δική τους σχολή. Η αποδόμηση του κειμένου οδηγεί στη δημιουργία ενός καινούργιου μετα-κειμένου που η  λογοτεχνική του αξία  μηδενίζεται ενώ πλέον αντιμετωπίζεται σαν απλό κείμενο.

 

Τους αρέσει να ξαφνιάζουν το κοινό και να το έχουν σε ετοιμότητα ώστε να συμμετέχει με έναν μοναδικό τρόπο, σαν να είναι μέρος του έργου χωρίς πραγματικά να συμβαίνει. Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει μια νοσταλγία στις σχέσεις πλατείας και σκηνής του αρχαίου κλασσικού θεάτρου. Το θέατρο στο οποίο οι θεατές ως ένας όχλος ήταν σε θέση να τρώνε, να πετάνε αντικείμενα και να λένε την άποψή τους για το θέαμα το οποίο κλήθηκαν να παρακολουθήσουν. Ένα θέατρο που είναι απίθανο να επιστρέψει στην Ελληνική κοινωνία του 21ου αιώνα καθώς το κοινό επιλέγει με πολύ προσοχή τι είναι αυτό το οποίο πρόκειται να παρακολουθήσει. Ο 21ος αιώνας αγκαλιάζει αυτή τη σχέση μόνο σε μεγάλα φεστιβάλ στα οποία παρουσιάζονται πρεμιέρες, συχνά πρωτοποριακές και ριζοσπαστικές για τα καθιερωμένα της κοινωνίας. Η παράσταση λοιπόν, συχνά υπενθύμιζε στο κοινό αυτό τον ρόλο. Η κορύφωση της αποδόμησης έρχεται με το σκίσιμο της φωτογραφίας του συγγραφέα τραγουδώντας στο πιάνο το “My Way” ως ένδειξη παραδοχής αυτής. Το κείμενο αποτελεί έναυσμα της παράστασης και είναι μικρή η σχέση τους.

 

 

 

Η παράσταση ξεκινάει με ένα εγκώμιο που χτίζει η Ρομόλα για τον Νιζίνσκι ένα εγκώμιο που θα έρθει να προδώσει αργότερα μέσω της σχέσης της με τον γιατρό. Το εγκώμιο ακολουθείται από συνομιλία και διαφωνία του χορευτή με τον γιατρό ώστε να τοποθετηθεί το κοινό στην ιστορία. Έχει σημασία για αυτόν η αποδοχή από τον κόσμο και το χειροκρότημα. Ο Ναρκισισμός και η αίσθησή του ως ένας θεός του χορού ή ‘ο θεός του πολέμου” που κατακτάει τον κόσμο με το ταλέντο του. Θεός ή σκλάβος της εμμονής του τελικά;

 

Η αναφορά σε στιγμιότυπα της ζωής του που τον έχουν στιγματίσει και έχουν συμβάλει στην κατάληξή του στο ψυχιατρείο και το ασφυκτικό τοπίο της παράστασης προβάλλουν το σκοτεινό κλίμα της εποχής ενός κόσμου που καταρρέει μαζί με τη ψυχική υγεία όσων ζουν σε αυτόν. Η απομυθοποίηση της Πάβλοβα με την επανάληψη του κειμένου, που της αποδίδεται η ευθύνη, είναι ο τρόπος να μιλήσει ένας άνθρωπος για τις εμμονές του.

 

Τελικά, η αφήγηση γίνεται με κέντρο την οπτική της συντρόφου του, Ρομόλα, κατά τη περίοδο του εγκλεισμού του. Φανερός είναι ο αντίκτυπος της ιστορίας επάνω της. Μία γυναίκα η οποία κράτησε στη πλάτη της το βάρος να φροντίζει επί τριάντα χρόνια τον σχιζοφρενή σύντροφό της. Η αφήγηση γίνεται μέσα από τη σταδιακή ανάκληση των καλών και των κακών στιγμών και όντας θύμα της σαρκικής επιθυμίας της ίδιας με τον ιατρό. Την πνίγει η αίσθηση της ευθύνης για την κατάντια. Το κοινό βλέπει την αγωνία και την ελπίδα της για το μέλλον. Στόχος τους είναι να χορέψει ξανά ο Βάσλααβ.

 

 

Το σκηνικό ήταν απλό. Ένας καναπές στο κέντρο, χαλιά και μάσκες στο πάτωμα. Αναφορές στην εποχή. Οθόνες, προβολείς, μικρόφωνα ακόμα και το πιάνο έμπαιναν και έβγαιναν  στη σκηνή από τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς -συντελεστές κατά τη διάρκεια της παράστασης, καθορίζοντας μια ιδιαίτερη σχέση με την παράσταση και δίνοντας διαφορετική αξία στο κείμενο. Η παράσταση χτίζεται μπροστά μας… Τα φώτα τοποθετούνται και οι ηθοποιοί παίζουν θέατρο σκιών με τα χέρια τους. “Χαλάνε μηχανήματα”… Τοποθετείται μία οθόνη οπού προβάλλονται φωτογραφίες και βίντεο, πρωτογενές υλικό από τα θεάματα του χορευτή. Ακόμα, η αισθητική μιας ομάδας ξανθών χορευτών που εναλλάσσονταν στον ρόλο του ήρωα και το πλήθος εικόνων που δημιουργήθηκαν μας παρέπεμψαν σε πίνακες της εποχής.

 

Η αποδόμηση του κειμένου λειτούργησε εποικοδομητικά στο θεατή ώστε να επιθυμεί να διαβάσει το πρωτότυπο κείμενο του Χριστόφορου Χριστοφή, που πριν λίγο καιρό επανακυκλοφόρησε  από τις εκδόσεις Παπαζήση. Η ερμηνεία του τελικού μονολόγου της κατά τα άλλα συμπαθητικής, Κρίστελ Καπερώνη αποτυπώνεται στο κοινό δικαιώνοντας όσους είχαν αμφιβολίες για όσα παρακολούθησαν μέχρι προ λίγων λεπτών. Κι ένα εκρηκτικό τέλος που έδωσε κορύφωση στο αμφιλεγόμενο κορμό του έργου!

Στο διάλειμμα οι ηθοποιοί πρόσφεραν τορτίγια με φαλάφελ από τον βραβευμένο σεφ Γιώργο Γληνό ως αναφορά στη χορτοφαγία του ήρωα.

 

 

4