Μια συγκλονιστική παράσταση από τις σπάνιες στιγμές του Ελληνικού θεάτρου, είδαμε χτες με την πρωτοβουλία της Νταίζη Λεμπέση να ανασύρει από το αρχείο του πατέρα της, το εκπληκτικό έργο του Αλεχάντρο Κασόνα «Με τη σιωπή» σε μια εξαιρετική διασκευή με μια μοντέρνα και ευφυή σκηνοθετική σύλληψη του Νίκου Καραγεώργου, πολύ μπροστά από την εποχή της.

 

 

 

Ένα άρτια επιλεγμένο καστ ηθοποιών με επίκεντρο την καθηλωτική Μίρκα Παπακωνσταντίνου όπως δεν την είχαμε ξαναδεί και με τις εικαστικές σκηνογραφικές παρεμβάσεις και την υποβλητική μουσική, προσφέρουν ένα συγκινησιακό θέαμα που μόνο το δάκρυ μπορεί να φέρει τη λύτρωση.

Μια παράσταση από τις καλύτερες στιγμές του δραματικού θεάτρου που έχω να θυμηθώ από το 1982 και μετά. Μια παράσταση που θα μπορούσε να πει κανείς ότι απευθύνεται περισσότερου σε μυημένους θεατές αφού πρόκειται για ένα μεταφυσικό παραμύθι που ξεμπλέκει σταδιακά το κουβάρι της υπόθεσης.

Όμως το κείμενο του Κασόνα και οι εκπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών αποζημιώνουν στο έπακρο και τον πιο απλό θεατή με το συγκινησιακό στοιχείο να πλημμυρίζει παντού.

 

 

Το έργο διαδραματίζεται στο σπίτι που το λένε «τα εφτά μπαλκόνια», αρχοντικό που ανήκει σε πλούσιους κτηματίες του Ισπανικού Βορρά.

Η ιστορία επικεντρώνεται στις σχέσεις μιας παράξενης οικογένειας με επίκεντρο την Ελισσαία (Μίρκα Παπακωνσταντίνου), μια ανύπαντρη γυναίκα, τόσο εύθραυστη που αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης.

Μια γυναίκα που έχει φτιάξει τον δικό της ονειρικό κόσμο, για να αντέξει την πραγματικότητα, περιμένοντας επί 30 χρόνια τον μεγάλο της έρωτα που έχει φύγει στην Αμερική και ζει παντρεμένος με άλλη γυναίκα.

Μαζί της ζει ο άντρας της νεκρής αδελφής της Ραμόν (Χρήστος Βασιλόπουλος) ένα πρόσωπο καταραμένο όπως αναδεικνύεται και κατακερματισμένο συναισθηματικά, που προσβλέπει περισσότερο στο ίδιον συμφέρον.

Ο αυταρχικός χαρακτήρας του δεν τον βοηθάει να επικοινωνήσει με τον αυτιστικό έφηβο γιό του Έρον (Προμηθέας Αλειφερόπουλος), ο οποίος «επικοινωνεί» μόνο με την θεία του Ελισσαία.

Δίπλα στον Ραμόν, η νεαρή επιστάτης του σπιτιού Αμάντα (Σταυριάνα Πανδή) ως ερωμένη του αγωνίζεται για μια κυρίαρχη θέση στη ζωή του.

Μαζί τους η μικρή Ροζίνα (Άννα Μονογιού) η καλή υπηρέτρια, που επιδρά θετικά στον αυτιστικό Έρον.

Την ισορροπία φαίνεται ότι θέλει να εξασφαλίσει ο αινιγματικός γιατρός Δον Γερμάν (Κώστας Αρζόγλου), που θεωρώ ότι είναι ο καταλυτικός παράγοντας της τραγικής αυτής ιστορίας.

 

 

 

Η σχέση θείας και ανιψιού βασίζεται στην διαφορετικότητα τους να βλέπουν μια άλλη διάσταση των πραγμάτων, εκείνη την εξωπραγματική, που τους κάνει να ζουν τον κόσμο που θέλουν, ένα κόσμο που δεν περιορίζεται στα «πρέπει» αλλά στα «θέλω».

Φαίνεται να αναγνωρίζουν αυτή την διαφορετικότητα και να την απολαμβάνουν, άσχετα αν δεν γίνονται αρεστοί από τους άλλους. Είμαστε διαφορετικοί γι’ αυτό δεν μας αγαπάει κανείς, λέει η θεία στον ανιψιό στην γλυκιά και τρυφερή σκηνή που παίζουν χαρτιά.

 

Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου μας χαρίζει μια ανυπέρβλητη ερμηνεία αντάξια της υποκριτικής της δεινότητας, μια ερμηνεία που θα πρέπει να την ακολουθεί στην καριέρα της. Δίκαια απέσπασε και το Α’ Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας Βραβείων Αθηνοράματος.

Κανείς μας δεν περίμενε ότι η λαμπρή αυτή  ηθοποιός που απλόχερα έχει σκορπίσει το γέλιο με τις φλεγματικές της ατάκες, θα σε παρέσυρε με τόση ευκολία να ταυτιστείς μαζί της και να κλάψεις όχι μόνο από το περιεχόμενο του κειμένου, αλλά και από την εκπληκτική της δεινότητα να σε μεταφέρει στον ονειρικό της κόσμο.

Έξοχη και λιτά σπαρακτική η σκηνή με τον ταχυδρόμο που όταν της λέει ότι το γράμμα δεν είναι δικό της αλλά του Ραμόν απάντάει:

«Δεν είσαι εντάξει… δεν είσαι. Εκείνος έχει τα νιάτα του… τη γη του… το παιδί του… Γιατί να είναι δικό του και το γράμμα»

 

Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, απέδωσε με πειστικότητα και χωρίς δραματικές υπερβολές τον δύσκολο ρόλο του αυτιστικού παιδιού και αποσπά και αυτός μια υποψηφιότητα για το βραβείο του καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού.

Ο Χρήστος Βασιλόπουλος έρχεται τελευταία στιγμή σε αντικατάσταση άλλου ηθοποιού σε έναν ρόλο κομμένο στα μέτρα του και στέκεται δυναμικά με την ερμηνεία του σκληροτράχηλου «κακού» με έναν μοντερνισμό αμφιλεγόμενο μεν, που ακολουθούσε την μοντερνιστική σκηνοθετική διάθεση δε.

Άλλωστε ήταν και 14 χρόνια πριν όταν κάποιοι «ενοχλήθηκαν» στην θέα των κοιλιακών και του τατουάζ του.

Κι εδώ ακόμα ο Καραγεώργος πολύ μπροστά, αφού στο γενικότερο πλαίσιο της εναλλακτικής λογικής, που ακολουθεί εδώ και μερικά χρόνια το θέατρο, εντάσσεται το αντρικό γυμνό, από «Φάουστ» μέχρι και «Ιονέσκο».

 

 

Ο Κώστας Αρζόγλου, με τον μικρό αλλά καταλυτικό ρόλο του έδινε όπως αρχικά φαινόταν τις «ισορροπίες» με τις παύσεις και τον στωικά βγαλμένο λόγο του, πατώντας στα γνωστά μονοπάτια του.

Η Σταυριάνα Πανδή και Άννα Μονογιού με πολύ καλές στιγμές στους ρόλους συμπλήρωναν το πάζλ της παράξενης οικογένειας στο σπίτι με τα εφτά μπαλκόνια.

 

Δεν ήταν όμως οι μόνοι που κυκλοφορούσαν σ’ αυτό το σπίτι, αφού μαζί τους μπερδεύονταν και η νεκρή μητέρα του Έριν, με τον παππού του και μια φίλη τους, που υποδύονταν η Ειρήνη Ράπτη, που αφήνει εξαίρετες εντυπώσεις, ο Σταύρος Μοίρας και η Ελένη Αποστολοπούλου.

Ο σκηνοθέτης είχε την ιδέα, οι ήρωες αυτοί να κυκλοφορούν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης στο σπίτι και να νομίζουν οι θεατές ότι είναι υπηρέτες και μετά να καταλαβαίνουν την πραγματική τους ταυτότητα επηρεασμένος από την ταινία του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ «οι Άλλοι» που είχε προβληθεί πρόσφατα.

 

 

Εξαιρετική η προσφορά της Χριστίνας Κωστέα με τα πειστικά κοστούμια εποχής, αλλά και με τα κινούμενα πάνελ στα σκηνικά, όπου εναλλάσσονταν πραγματικά ή φανταστικά στιγμιότυπα, που όχι μόνον θεώρησα σαν εικαστική παρέμβαση, αλλά και σου έδιναν λίγα δευτερόλεπτα το χρόνο να αφομοιώσεις αυτά που βλέπεις.

Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη έδιναν ένα όμορφο και σωστό χρώμα στα σκηνικά, ενώ η μουσική του Πάνου Δορμπαράκη υποβλητική, ακολουθούσε πιστά την δραματουργία. Σημαντικό ρόλο και η μουσική επιμέλεια του Δημήτρη Ιατρόπουλου με μια από τις ομορφότερες στιγμές, όταν ο Έρον χορεύει με την μικρή Ροζίνα κάτω από τους ήχους του «Historia de un Amor».

 

 

Ένα έργο που μέσα από τις μεταφυσικές του καταγραφές, τονίζει αυτό που έχει παραμεληθεί στο πραγματικό κόσμο, την αγάπη και την ελπίδα. Άλλωστε από την αρχή του έργου σε προδιαθέτει το κείμενο, με την φοβερή στιχομυθία της Ελισσαίας που ζει στον φανταστικό της κόσμο με τον γιατρό:

«Πήγα σήμερα στην εκκλησία και άκουσα αυτό το υπέροχο εμβατήριο που παίζουνε στους γάμους»

«Κύρηγμα είχε;»

«Το καλύτερο που άκουσα στη ζωή μας»

«Τι έλεγε;»

«Για τις τρεις ανώτατες αρετές, την ελπίδα… την ελπίδα και την ελπίδα»

«Για πίστη και συμπόνια, δεν είπαν τίποτα;%

«Σίγουρα θα το είπαν μετά… αυτό για την ελπίδα ήταν υπέροχο…»

 

Ο σκηνοθέτης, Νίκος Καραγέωργος, ερμηνεύοντας και τοποθετώντας τις ιδέες του συγγραφέα εκφράζει την πίστη ότι: 

«ο Κασόνα μ’ αυτό το «περίεργα γραμμένο» έργο καταργεί τα όρια ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.

Τοποθετεί το ένα στη συνέχεια του άλλου και κάνει τις απουσίες των δικών μας ανθρώπων αιώνιες παρουσίες μέσα στην ψυχή μας, σε βαθμό που να επηρεάζουν τις αποφάσεις και την πορεία μας.

Το κείμενο ξεκαθαρίζει ότι στο πρώτο επίπεδο που είναι η ζωής μας, η κατάρα της αυτοκαταστροφής μας ορίζει.

Σπαταλάμε και καταστρέφουμε ότι θα μπορούσαμε να απολαύσουμε και να χαρούμε». 

 

Σίγουρα μια διαδικτυακή παράσταση δεν μπορεί με τίποτα να υποκαταστήσει το θέατρο και την αμεσότητα με τους ηθοποιούς, όμως στην πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση που ζούμε, έστω μια γεύση την καταφέρνει αυτή η παράσταση να σου μεταδώσει, έστω και μέσα από το γυαλί την συγκίνηση και το μεγαλείο της.

 

2