Από τον Heretic κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ
Με αφορμή την κυκλοφορία της καινούργιας ταινίας “Red Sonja” (2025), θα ήθελα να κάνουμε τώρα κάτι αλλιώτικο. Να γυρίσουμε 40 χρόνια πίσω, εξετάζοντας το παλιό έργο “Red Sonja” (1985).
Εκεί, υπάρχει μια αλλιώτικη γοητεία κινηματογραφικής ατμόσφαιρας, την οποία το κοινό μάλλον δεν ανακάλυψε ποτέ. Επίσης, η κριτική ματιά της εποχής δεν αξιολόγησε τότε σωστά το έργο.
Για την ακρίβεια, οι τότε “φίρμες” κριτικοί κινηματογράφου των ΗΠΑ “έθαψαν” αδίκως τούτη την ταινία, όταν κυκλοφόρησε. Ας τολμήσουμε να δούμε λοιπόν παρακάτω, την αλλιώτικη κριτική πραγματικότητα, κατάματα!
Κόκκινη Πολεμική Ψυχή
Οι Ρίζες
Η ομότιτλη παλιότερη ταινία “Red Sonja” (1985), του σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Φλέϊσερ, βασίστηκε στη “Red Sonya of Rogatino” (αυτή διέθετε πλοκή ιστορικών πλαισίων του 16ου αιώνα, τοποθετημένη στην οθωμανική αυτοκρατορία). Από το Comic “Shadow of the Vulture” (1934) του Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ.
Τούτο το παλιό Comic της Σόνια, στην ταινία του 1985 τροποποιήθηκε όμως με πλοκή μέσα σε μη ιστορικά πλαίσια. Κατά τη φαντασιακή εποχή “Hyborian Age”, ακολουθώντας έτσι μια αλλιώτικη εποχιακή προσέγγιση, την οποία επίσης χρησιμοποίησε σε άλλα Comics ο Χάουαρντ (με πιο τρανό παράδειγμα, το γνωστό Comic “Conan the Barbarian”).
Εκείνη η αλλιώτικη προσέγγιση, με τη σειρά της ανασκευάστηκε στη συνέχεια, από τα Comics της Marvel (ξεκινώντας από το 1973, με τον Ρόϊ Τόμας, ονοματοθετώντας πια την ηρωίδα από “Red Sonya” σε “Red Sonja”).
Σχέση Ταινίας/Comic/Διανομών
Στην ταινία διατηρείται ένα ψυχογραφικό κρίσιμο πλαίσιο, εισαγωγικού χαρακτήρα, απέναντι στο τραγικό βίωμα της κεντρικής ηρωίδας. Όντως, οι ρίζες της δολοφονίας των γονιών και του καψίματος του σπιτιού της Σόνια (Comics “The Day of the Sword”, 1975 και “The Savage Sword of Conan”, 1982) υπάρχουν και μέσα στην ταινία του 1985. Το ίδιο και ο ομαδικός βιασμός που υπέστη η Σόνια (με τη διαφορά, ότι στην ταινία συνέβη από τους στρατιώτες της βασίλισσας Γκέντρεν). Πολλά στοιχεία της πλοκής όμως, από ότι φαίνεται, διαφοροποιούνται εν συνόλω στην ταινία…
Τούτο το κινηματογραφικό έργο, έχοντας τη Μπριγκίτε Νίλσεν (Σόνια), τον Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ (Κάλιντορ), τη Σαντάλ Μπέργκμαν (βασίλισσα Γκέντρεν), τον Πολ Λ. Σμιθ (Φάλκον), τον Έρνι Ρέγες Τζούνιορ (μικρός πρίγκιπας Ταρν) στους κεντρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους, διέθετε υποσχόμενο καστ. Σε αρκετές χώρες, διατηρήθηκε ο γνήσιος τίτλος “Red Sonja.” Αντιστοίχως, σε ορισμένες άλλες χώρες ο τίτλος τροποποιήθηκε.
Στη χώρα μας, η ταινία μεταφράστηκε (εντελώς λανθασμένα, κατ’ εμέ) ως “Κάλιντορ ο Μονομάχος.” Αν και, από άποψη σεναρίου και σκηνοθεσίας, πρωταγωνίστρια ήταν ξεκάθαρα η Σόνια. Κάτι που έδειχνε, ακόμη και μέσα από ντόπιες αφίσες της εποχής (με αποπροσανατολιστικές φράσεις, που έστρεφαν το ενδιαφέρον στον Κάλιντορ: “ο άντρας…ο μαχητής…ο θρύλος…” πηγή: imdb photo 216), ότι στην Ελλάδα στο τότε γραφείο διανομής δεν πίστευαν επ’ ουδενί σε θηλυκή πρωταγωνιστική παρουσία, κινηματογραφικής μαχήτριας. Λογικά, ήθελαν να τονίσουν και μια αύρα της άτυπης συνέχειας του Κόναν.
Όμως η ταινία “Red Sonja” είχε την κεντρική ηρωίδα της και δεν χρειαζόταν καθόλου τροποποιήσεις-επεμβάσεις (εννοείται, όπως άλλωστε και καμία άλλη ταινία). Στην πραγματικότητα, η “Red Sonja” του 1985 ήταν μια ενδιαφέρουσα ταινία, επικής εκφραστικής δομής, προσδίδοντας χαρακτήρα αδιαπραγμάτευτης σκληραγώγησης στην κεντρική ηρωίδα. Με προσαρμοστικότητα ακονισμένης φεμινιστικής δυναμικής, μα και με μια καλά διαφυλαγμένη τρυφερότητα. Με αδιάκοπη μαχητικότητα, στην οποία η διάσταση της ταινίας αφοσιώθηκε ως σκοπός σύνδεσης ηρωίδας και έργου, στη μυθική υπόστασή της. Βεβαίως και υπήρχαν αντρικοί ρόλοι συμμάχων-συμπρωταγωνιστών, με τον δικό τους αφιερωμένο κινηματογραφικό χρόνο, όπως η παρουσία του Κάλιντορ, του Φάλκον και του μικρού πρίγκιπα Ταρν.
Κακή Αντιμετώπιση
Πράγματι, σαν κινηματογραφικό αποτέλεσμα κυκλοφορίας στις Αίθουσες, στις ΗΠΑ και παγκοσμίως, τούτο το έργο βίωσε κακή αντιμετώπιση. Ουσιαστικά, απέτυχε εμπορικά παταγωδώς (σκεφτείτε, ότι το Budget της ταινίας ήταν μεγαλύτερο από το επερχόμενο Box Office της).
Είχε όμως κάποια σχέση αυτό, με την ίδια την ποιότητα της ταινίας; Το κοινό, ήξερε στα αλήθεια με τι έχει να κάνει η αισθητική του έργου; Μήπως τελικά απέρριψε επιπόλαια την ταινία, δίχως καν να της δώσει κάποια αληθινή ευκαιρία;
Και κυρίως η κριτική ματιά της εποχής, που τότε (γενικώς) ασκούσε μεγάλη επιρροή στο κοινό και η οποία μπήκε γερά ανάμεσα σε εμπορικότητα και δημιουργικότητα ταινίας, τι ακριβώς ρόλο έπαιξε ψυχολογικά για το κοινό εν προκειμένω;
Κριτική Παραπλάνηση
Θα σας το πω απλά. Εάν κάποιος/κάποια διαβάσει εν συντομία τα λόγια των τότε Αμερικανών (και κάποιων Ευρωπαίων) κριτικών-ιστορικών κινηματογράφου, οι οποίοι ήταν μάλιστα και φίρμες (τρομάρα τους), θα νομίζει, ότι πρόκειται αναμφισβήτητα για μία από τις χειρότερες ταινίες όλων των εποχών. Για να μην παρεξηγηθώ, κάποιοι κριτικοί των ΗΠΑ εκείνης της εποχής ήταν πολύ καλοί συνολικά στη δουλειά τους. Αλλά το μοτίβο του διάσημου κριτικού, ο οποίος πλέον επαναπαύεται στις δάφνες του (σε οποιαδήποτε χώρα αυτό συμβαίνει), προσωπικά με ενοχλεί. Και τελικά, μου προκαλεί ένα αίσθημα αδικίας. Έστω και σε μεμονωμένες περιπτώσεις, κριτικής ταινιών. Καθότι εξακολουθεί να επηρεάζει αρνητικά τη σχέση κοινού και δημιουργού. Και αυτό επειδή απλώς ο κριτικός τεμπέλιασε, επειδή δεν κατανόησε ή γιατί μπορεί και να υπάρχουν άλλα αίτια…
Είναι σχεδόν βέβαιο λοιπόν, ότι εκείνοι οι κριτικοί επηρέασαν αρνητικά το κοινό, ώστε αυτό να αποφύγει να πάει στις Αίθουσες. Είναι επίσης σχεδόν βέβαιο, ότι επηρέασαν αρνητικά και τους Σινεφίλ των επόμενων ετών, όσον αφορά το να δοθεί μια -όχι δεύτερη, μα πρώτη- ευκαιρία στην εν λόγω ταινία. Πώς να δοθεί; Μα φυσικά, με την αλάνθαστη διαπίστωση τύπου ιδίοις όμμασι (έστω στην Τηλεόραση). Το ίδιο ισχύει και για τις επόμενες εύπιστες, φοβικές γενιές (έστω για μια απόπειρα παρακολούθησης σε Βιντεοκασέτα ή σε DVD). Η αρνητική επίδραση ήταν καταλυτική, στη συνείδηση του κοινού…Ιδίως, αν εξετάσει κάποια/κάποιος, σχετικά με την όποια τύχη αναγνώρισης της ταινίας, την σαφώς αρνητική επίδραση της ανακοινωθείσας υποψηφιότητας για τρία “Χρυσά Βατόμουρα.” Ακόμη περισσότερο, με το “κερδισμένο βραβείο” της “χειρότερης πρωτοεμφανιζόμενης”, που αδίκως απέσπασε η Νίλσεν.
Μετατρέποντας έτσι, ως παντοτινά “στιγματισμένη” τούτη την ταινία. Τι να πρωτοπεί όμως κανείς, για αυτή τη χρόνια ωμή θρασυδειλία, των “Χρυσών Βατόμουρων”; Στην οποία απροκάλυπτη, ατόφια θρασυδειλία, βγαίνει προς τα έξω το “θεάρεστο” συντηρητικό “καθηγητηλίκι” μιας “αναγκαία διδακτικής τιμωρίας”, μέσα από την ψυχή ορισμένων συστημικών μελών της Κινηματογραφικής Κοινότητας. Που νομίζουν κιόλας, ότι τάχα διαπαιδαγωγούν έτσι το κοινό και τους συντελεστές των ταινιών μαζί ή ότι κατέχουν όλο το χιούμορ του Ηλιακού μας Συστήματος…Ο χλευασμός ταινιών σε μορφή επίσημης/ανεπίσημης τελετής, ΔΕΝ είναι δουλειά ενός κριτικού κινηματογράφου, ούτε και οποιουδήποτε μέλους της Κινηματογραφικής Κοινότητας! Θα τα πούμε μια άλλη φορά όμως, περί αυτού του κακεντρεχούς θεσμού, σε άλλο αφιέρωμα, χρησιμοποιώντας διάφορα επιχειρήματα-παραδείγματα.
Για να επανέλθουμε όμως, στο κυρίως πιάτο μας…Ναι, την “έθαψαν” λοιπόν και την ταινία “Red Sonja” (1985). Εδώ, το Box Office απέτυχε παταγωδώς. Διότι δεν σημαίνει κάθε φορά, ότι η ποιότητα θα ταυτίζεται με την εμπορική επιτυχία. Όμως εδώ, οι κριτικοί μπήκαν ανάμεσα στη σχέση ποιότητας/εμπορικής επιτυχίας, θολώνοντας τα νερά και επηρεάζοντας αρνητικά την εξίσωση. Ενώ όφειλαν, αντικειμενικά και προσεκτικά, να διαλευκάνουν το ποιόν του έργου. Δεν το έκαναν όμως. Γιατί; Πρώτον, διότι τεμπέλιασαν. Δεύτερον, διότι μάλλον κάποιοι/κάποιες με την ταξικά αποστασιοποιημένη οικονομική τους άνεση και με το σνομπ άρωμα της “φίρμας” Αμερικανού κριτικού, ενοχλήθηκαν πολύ με τη μαχητικότητα ενός θηλυκού κινηματογραφικού χαρακτήρα στο προσκήνιο, εν έτει 1985 στην κουλτούρα των ΗΠΑ. Καθώς και με την πανέμορφη, θελκτικότατη παρουσία, μιας ικανής συνάμα ερμηνεύτριας, με σκανδιναβική καταγωγή. Μιας ερμηνεύτριας, που κινηματογραφικά έπεσε κατευθείαν στα βαθιά, σε ηλικία μόλις είκοσι ενός ετών (τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν το 1984 στην Ιταλία).
Και ενώ εκείνη έδωσε τον καλύτερο εαυτό της, εκείνοι της φέρθηκαν έτσι άθλια (λες και όλοι/όλες έχουν δεδομένη την ιππασία και την ξιφασκία με συνοδευόμενες ερμηνείες, στην Υποκριτική του Σινεμά). Έτσι λοιπόν αναρωτιόμαστε ξανά, αυτό που έχει πιο πολύ μεγάλη σημασία από όλα τα άλλα: Όλη αυτή η “φιρμάτη”, πικρόχολη κριτική “ματιά”, είχε όμως τελικά κάποια σχέση με την ίδια την πραγματική ανάλυση και αντίληψη της ποιότητας του έργου; Όχι! Πιο πολύ με κριτική παραπλάνηση μοιάζει.
Κριτική Πραγματικότητα
Πάμε τώρα, να φτάσουμε πολύ πιο κοντά στην πραγματική κριτική ματιά. Για να αποδώσουμε τελικά στο έργο του Ρίτσαρντ Φλέϊσερ, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Ας τολμήσουμε, να δούμε λοιπόν παρακάτω, την αλλιώτικη κριτική πραγματικότητα, κατάματα!
Πλεονεκτήματα
Τα σκηνικά από το μελετημένο επιτελείο ήταν εντυπωσιακά ευφάνταστα. Τα κοστούμια του Ντανίλο Ντονάτι εξέπεμπαν μύηση στο σύμπαν της ταινίας και στην αύρα των χαρακτήρων. Η όλη ατμόσφαιρα από τη διεύθυνση φωτογραφίας του Τζουζέπε Ροτούνο σε ταξίδευε και σε ψυχαγωγούσε άνετα στο σκοτεινό ύφος της. Από εκεί και πέρα, η μουσική του Ένιο Μορικόνε ήταν υπέροχη και άρτια σχεδιασμένη για το προσαρμοσμένο ντεκουπάζ της ταινίας. Το μοντάζ του Φρανκ Τζ. Γιουριόστ προχωρούσε γρήγορα και σωστά την ιστορία του σεναρίου, παραθέτοντας ισορροπία ανάμεσα σε σκηνές μάχης και ελευθερωμένα στοιχεία των προσωπικοτήτων.
Η σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Φλέϊσερ είχε όμορφες ιδέες (όπως εξερεύνηση στην -σκοτεινή με φωτιές- περιοχή του Μπράϊταγκ και των ακολούθων του, όπως στην υδάτινη μάχη με τον μαγικά μηχανικό δράκο ή όπως στο βασίλειο της Γκέντρεν με τα αναρίθμητα κεριά και τον επιβλητικό θρόνο της). Το σενάριο των Κλάϊβ Έξτον και Τζορτζ ΜακΝτόναλντ Φρέϊζερ εισήγαγε ενδιαφέροντες χαρακτήρες, όπως ο μικρός πρίγκιπας Ταρν και ο πιστός ακόλουθός του, Φάλκον. Επίσης, ξεχώρισε η περίπτωση της τραγικής ειρωνείας, με τον ανάλογο θάνατο του Άϊκολ, ξανθού μάγου της βασίλισσας Γκέντρεν.
Κάποια (ελάχιστα δηλαδή) από αυτά τα στοιχεία, τα παραδέχτηκαν (με το σταγονόμετρο) βεβαίως, οι “φίρμες” κριτικοί. Αυτό που δεν παραδέχτηκαν ποτέ ήταν τις πρωταγωνιστικές ερμηνείες των Μπριγκίτε Νίλσεν, Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ και Σαντάλ Μπέργκμαν.
Όμως η Νίλσεν, στην πραγματικότητα κατάφερε και ενσάρκωσε καταλλήλως έναν ιδιαίτερο ρόλο. Με ερμηνεία προσαρμοσμένης κινησιολογίας σε μαχητικές σκηνές, σε σκηνές ιππασίας, σε σκηνές δράσης απαιτητικής ξιφομαχίας. Σε ερμηνευτικές σκηνές ζεστών και τρυφερών εκφράσεων προσώπου προς τους συμμάχους της ή ψυχρών και κοφτών εκφράσεων προς τους αντιπάλους της. Ο Σβαρτζενέγκερ ήταν ήρεμων τόνων και ερμήνευσε μια περσόνα που γνωρίζει τη δύναμή της και έχει ωριμότητα (και άσε τον, να ειρωνεύεται την ταινία, όσο θέλει). Η δε Μπέργκμαν ήταν απλώς λειτουργική.
Καμία σχέση επομένως, με τις αρλούμπες περί “ξύλινων ερμηνειών” σε κριτικές που γράφτηκαν τότε.
Μειονεκτήματα
Σαφώς και υπήρχαν στο έργο. Αυτά τα ορατά λάθη, δεν απειλούν όμως την όλη ταινία σε καμία περίπτωση.
Στον ναό διάσωσης-καταστροφής του πράσινου ιερού φυλαχτού, στην αρχή της ταινίας, κάποιες γυναίκες ιέρειες-πολεμίστριες, όταν ξιφομαχούσαν, πέθαιναν ερμηνευτικά σε λάθος χρόνους. Πριν καν να τις αγγίξουν.
Η ερμηνεία της ηθοποιού Γιάνετ Όγκρεν στο ρόλο της Βάρνα (αδερφής της Σόνια), προτού η ετοιμοθάνατη περσόνα της φύγει από τη ζωή, έχει κάποια ελαττώματα. Συγκεκριμένα, στη σχέση επικοινωνίας της Βάρνα με τη Σόνια και τον Κάλιντορ. Αλλά και με την αποτύπωση οπτικής επαφής της ερμηνείας της απέναντι στην ίδια την κάμερα (η ηθοποιός δεν κοιτάζει μεν την κάμερα, αλλά αισθάνεται διαρκώς ότι πρέπει να την αποφύγει και το εισπράττει αυτό ο θεατής).
Ο μυστακοφόρος αλχημιστής της βασίλισσας Γκέντρεν, ήταν σαν να αγόρασε προσεγμένες, πειραματικές φιάλες εργαστηρίου χημείας, από τον 20ό αιώνα (αναφέρομαι στις τελευταίες σκηνές, όπου ο ίδιος επιτίθετο εγκεφαλικά στη Σόνια).
Ο δαιδαλώδης πύργος της βασίλισσας Γκέντρεν, στο τέλος, εξερράγη σε λάθος χρόνους μοντάζ-σεναρίου (και μάλιστα λυσσασμένα, με εκρήξεις στη νιοστή).
Αμφίσημη Επιλογή
Τέλος, θεωρώ διφορούμενη, μια παράξενη πτυχή του σεναρίου. Την αποστροφή της Σόνια, για τον ομοερωτισμό της Γκέντρεν.
Από τη μια πλευρά, αυτό μπορεί να θεωρηθεί σαν ομοφοβικό σεναριακό σχόλιο. Και αν σκεφτεί κανείς, ότι τούτη η αμήχανη στιγμή έκφρασης του σεναρίου παρουσιάστηκε το 1985 σε αμερικάνικες (και σε διάφορες άλλες) κινηματογραφικές Αίθουσες, τότε είναι απογοητευτικό κάτι τέτοιο, για την σαφώς επηρεασμένη-κλονισμένη Προοδευτικότητα του θεατή. Του παγκόσμιου θεατή, διαφόρων ηλικιών και κάθε σεξουαλικότητας…
Από την άλλη όμως, όταν η Γκέντρεν ορμά με ερωτικές -μονόπλευρες- ορέξεις βίαια στη Σόνια, η οποία δεν διαθέτει καν την ίδια σεξουαλικότητα…Και μάλιστα, όταν αυτή η βίαιη ορμητικότητα εκμεταλλεύεται την πανίσχυρη θέση εξουσίας που διέθετε η βασίλισσα Γκέντρεν, απέναντι στην ανίσχυρη θέση της Σόνια (η οποία, εκτός από φτωχή χωρική, δεν είχε αποκτήσει ούτε καν πολεμικές αρετές ακόμη – η Θεά της έδωσε έπειτα τις δυνάμεις της)…Τότε, η αντίδραση της Σόνια μπορεί στον αντίποδα να θεωρηθεί σεναριακά, σαν υπεράσπιση αξιοπρέπειας (ηθικά όρια, λόγω φτωχικής καταγωγής) ή ατομικότητας (ερωτικά όρια, λόγω αντίθετης σεξουαλικότητας).
Το δε χαραγμένο σημάδι που έκανε η Σόνια στο πρόσωπο της Γκέντρεν, μπορεί να υποστηριχτεί και από τα δύο παραπάνω αντιφατικά επιχειρήματα. Όσο για το επερχόμενο άσβεστο μίσος της Σόνια προς την Γκέντρεν; Αυτό, έχει να κάνει με εντελώς άλλους λόγους. Επειδή η Γκέντρεν πραγματοποίησε ένα τρίπτυχο κτηνωδίας, διατάζοντας τους στρατιώτες της: Α) να σφάξουν τους γονείς και τον αδερφό της Σόνια, Β) να κάψουν το σπίτι της και Γ) τελικά να την βιάσουν. Επιπροσθέτως, αργότερα σκότωσαν και τη Βάρνα, αδερφή της Σόνια. Και όμως η Γκέντρεν, μετά από όλα αυτά, θεωρεί ενέργεια μεγαλύτερης προσβολής-βεβήλωσης το σημάδι στο πρόσωπό της (η ίδια λέει: “τι αξία έχουν οι ζωές τους, μπροστά σε αυτό;). Κάτι το οποίο, ενισχύει κάπως το δεύτερο επιχείρημα που προαναφέραμε, σχετικά με την εγωιστική εξουσιαστική αντίληψη της Γκέντρεν.
Σαφέστατα, ανεξαρτήτως της επίδρασης στον θεατή του 20ού-21ου αιώνα, ας μην ξεχνάμε όμως και την ειδική διάσταση του Κόσμου της Σόνια. Καθότι, όπως αναφέρει γραπτώς και η εισαγωγή της ταινίας: “Η Σόνια έζησε σε έναν άγριο κόσμο, σε μια εποχή βίας.” Άρα, όλες οι συμπεριφορές των χαρακτήρων ίσως έχουν μια αλυσιδωτή αντίδραση, σε τούτο το κινηματογραφικό, άγριο και βίαιο, μυθικό σύμπαν. Ίσως δηλαδή έχει να κάνει, με μια απόπειρα αυθεντικότητας στο περίκλειστο μυθικό σύμπαν του σεναρίου.
Εν κατακλείδι, αυτή η αρχική αποστροφή της Σόνια θα είναι τελικά μονίμως μια αμφίσημη σεναριακή επιλογή, η οποία στην ισοδύναμη κόντρα της προβληματίζει μεν αρκετά το κοινό, για τους λόγους που σας προανέφερα. Προσφέρει όμως σταθερά στους θεατές, Τροφή για Σκέψη…Αναζητήστε την ταινία “Red Sonja” (1985). Αξίζει.