«Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του περασμένου αιώνα, θα την έβρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου.»

 

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1909 στη Μονεμβασιά, ήταν το τελευταίο παιδί από τα τέσσερα που γεννήθηκαν στην οικογένεια του Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζαναρά από το Γύθειο. Ο πατέρας του κληρονόμος τεράστιας κτηματικής περιουσίας, μανιώδης χαρτοπαίχτης και πολύ γυναικάς. Γεννήθηκε Πρωτομαγιά, ένας φύσει Αριστερός άνθρωπος, γιος ενός βασιλόφρονα και έφυγε από τη ζωή την ίδια ημρομηνία (11 Νοεμβρίου) με τη μητέρα του. Και το να ζήσεις και μια ζωή με τα πάντα, δεν είναι ούτε λίγο, ούτε απλό, ούτε μόνο μοιραίο, σίγουρα κάτι προκαλείς. Στο αίμα του η τέχνη, όχι μόνο η ποίηση, οτιδήποτε έχει να κάνειε με την τέχνη, αφού ζωγράφιζε κιόλας. Ζωή με ατυχίες, αρρώστιες, με εξορίες, με πολέμους, με δικτατορίες, αλλά και συναισθήματα που μόνο η τέχνη και η οικογένεια μπορούσε να τα βγάλει. Κι όπως έτσι απλά μετέφρασε τους στίχους του Ναζίμ Χικμέτ σε έναν “Ύμνο για τη Ζωή”. Η μελοποίηση είναι του Θανάση Πολυκανδριώτη, για τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη.

 

Μάιος 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κηρύττουν απεργία ζητώντας αύξηση των ημερομισθίων. Σύντομα και άλλα εργατικά συνδικάτα ενώνονται μαζί τους και η απεργία αποκτά πανεργατικό χαρακτήρα. Στις 9 Μαΐου πραγματοποιούνται σοβαρά επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και τοπικών αρχών που έχουν σαν απολογισμό δεκάδες τραυματίες και 12 νεκρούς. Αυτή η μέρα είναι παραπάνω από σημαδιακήόχι μόνο για τα θλιβερά επεισόδια αλλά κυρίως γιατί αποτέλεσε την αφορμή για την ποιητική στροφή ενός ολόκληρου έθνους. Την επόμενη μέρα δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ριζοσπάστης η εικόνα της μάνας του διαδηλωτή Τάσου Τούση, που θρηνεί πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της. Ο Γιάννης Ρίτσος στιγματίζεται και εμπνέεται ξεκινώντας να γράφει τους πρώτους στίχους από τον «Επιτάφιο». Σε 3 μέρες γράφει 14 από τα 20 συνολικά ποιήματα και δημοσιεύει 3 από αυτά στο φύλλο της εφημερίδας του Ριζοσπάστη στις 12 Μαΐου.

Ο Γιάννης Ρίτσος δηλώνει στον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη: “Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική. Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον “Επιτάφιο” και αργότερα φυσικά την “Ρωμιοσύνη” που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσο της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ”.

Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελούνται ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του. Στην Αθήνα διαμένει με τους Φιλιακούς. Ο Ρίτσος επηρεασμένος από το γεγονός γράφει το ποίημα Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο”, το ποίημα κυκλοφόρησε με σκίτσο του Μπελογιάννη, φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσο.

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει δηλώσει σχετικά με τον δίσκο “18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας”.:

Νομίζω ότι στα μέσα του 1972 ήρθε ο Γιώργος Νταλάρας στο Παρίσι μαζί με τον Αχιλλέα Θεοφίλου. Θυμάμαι μια ολόκληρη μέρα που τους έπαιζα και τραγουδούσα τα νέα μου τραγούδια και ανάμεσά τους τα Λιανοτράγουδα. Τότε τα πρωτάκουσε και μαζί με την εταιρεία αποφάσισαν να τα κυκλοφορήσουν παρά την απαγόρευση. Πρέπει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη ξέσπασαν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, οπότε η απαγόρευση της μουσικής μου από τη Χούντα, που ίσχυε πάντα, έγινε ακόμα πιο αυστηρή. Ήταν ένα τόλμημα να ηχογραφήσουν και να κυκλοφορήσουν αυτό το έργο κάτω από τη μύτη της σπαρασσόμενης Χούντας. Γι’αυτό κι εγώ, εξόριστος ακόμα, υποδέχτηκα αυτή την πράξη με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Το ίδιο εξακολουθώ να αισθάνομαι και σήμερα. Τους ευχαριστώ”.

Το 1948-9 γράφει το “Καπνισμένο τσουκάλι” σε στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων στη Λήμνο, ο Χρήστος Λεοντής τμελοποιεί το 1973 αλλά η κυκλοφορία του άλμπουμ αυτού γίνεται για προφανείς πολιτικούς λόγους το 1975. Ακούγεται ο ποιητής να απαγγέλει και ο Νίκος Ξυλούρης να τραγουδά. 

Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο, Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Έρη (1955). Η όψιμη πατρότητα του χαρίζει μεγάλη ευτυχία και γράφει για την Έρη με απέραντη αγάπη και τρυφερότητα το υπέροχο ποίημα «Πρωινό άστρο» (1955). Το 2009 ο Σάκης Τσιλίκης μελοποιεί το άλμπουμ “Πρωινό άστρο”.

Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για την «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Όταν το διάβασε ο σπουδαίος γάλλος ποιητής και συγγραφέας Λουί Αραγκόν (1897-1982) αισθάνθηκε “το βίαιο τράνταγμα μιάς μεγαλοφυίας» και αποφάνθηκε πως “ο δημιουργός του είναι ο μεγαλύτερος από τους ποιητές του καιρού μας που βρίσκονται στη ζωή». Σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου (1997 ) η Μελίνα Μποτέλη “απ-αγγελοτραγουδάει”.

 

Ο Μάριος Τόκας, το 1981, σε νεαρή σχετικά ηλικία, την εποχή που πραγματοποιούσε τις πρώτες δισκογραφικές του απόπειρες, μελοποίησε δέκα ποιήματα του Ρίτσου. Ο δίσκος με τον τίτλο «Πικραμένη μου γενιά» με τραγουδιστή τον Λάκη Χαλκιά. Το τραγούδι “Δεν κλαίω γι’ αυτά που μου ‘χεις πάρει” έγινε επιτυχία αργότερα με τον Αντώνη Καλογιάννη (β φωνή Μαρινέλλα), στα “Μικρά Ερωτικά” του 1984.

Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου συνέχισε να γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν στην Μόσχα. Τα ταξίδια και οι διακρίσεις θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά, ο Ρίτσος, που είχε προταθεί πάνω από δύο φορές για το Βραβείο Νόμπελ, λέγεται ότι δεν το πήρε για πολιτικούς λόγους, καθώς, ως αναφέρεται, η Σουηδική Ακαδημία πολλές φορές εκπληρώνει πολιτικούς σκοπούς. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια : Μπίρμιγχαμ (1978), Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και  Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ. Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από την ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. 

Για τον ποιητή που λάτρεψε ένα ολόκληρο έθνος, έτσι απλά γιατί ήταν ένας από εμάς, δεν υπάρχουν πολλά λόγια. Η βιογραφία του λέει τα πάντα, για τον τρόπο που έζησε τις στιγμές που του πρόσφερε η τύχη και η ατυχία του. Αλλά ταυτόχρονα και η θερμή πίστη του σε όσα αποτύπωνε και στους στίχους του, τόσο συγκεκριμένα και τόσο ουσιαστικά, ταυτόχρονα σχεδόν επικά. Με ερεθίσματα από τη ζωή, την κοινωνία, τον πόλεμο, την Ελλάδα και την ελευθερία.  Απαγγέλλει ο ίδιος ο ποιητής τη “Ρωμιοσύνη”. Συνοδεύει στην κιθάρα ο Νότης Μαυρουδής

2