Στο τρίτο μέρος του αφιερώματός μας στις διασκευές, θα ασχοληθούμε με διεθνείς επιτυχίες που πήραν “χρώμα ελληνικό”. Το εύρος είναι πολύ μεγάλο, από ροκ μέχρι έθνικ, αλλά κι από αυθεντικές στοχοποιημένες διασκευές που κρατούν το χαρακτήρα του πρωτότυπου μέχρι και άλλες που πήραν το “χρώμα” και φτιάχτηκαν για να  στείλουν το δικό τους μήνυμα. Στις περιπτώσεις αυτές, το μουσικό κομμάτι ήταν εξαιρετικά προσφιλές και αγαπητό σε διεθνές επίπεδο, αποτελούσε φόρο τιμής προς κάποια κατεύθυνση και κάπως έτσι δούλεψε κι εδώ, όμως προσαρμοσμένο σε τοπικές αναφορές.

Το συγκρότημα του Αυστραλού  Nick Cave, οι Bad Seeds συνεργάζονται το 1996 με την επίσης Αυστραλή ποπ σταρ Kylie Minogue στο τραγούδι “Where the Wild Roses Grow”, για το άλμπουμ Murder Ballads. Δημιουργούν έτσι ένα ασυνήθιστο αλλά πολύ επιτυχημένο εμπορικά και καλλιτεχνικά ντουέτο. O Cave εμπνεύστηκε από ένα παραδοσιακό παραμύθι, όπου ένας άντρας σκοτώνει την γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος. Οι στίχοι του τραγουδιού μοιάζουν να περιγράφουν ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, ενώ η αθωότητα της φωνής της Minogue κάνει το τραγούδι ακόμα πιο συναρπαστικό. Σύμφωνα με το περιοδικό NME, βρίσκεται στο Νο 35 των 100 καλύτερων τραγουδιών της δεκαετίας του 1990.

Ο Παναγιώτης Μάργαρης το 2013 κυκλοφορεί ένα πολύ ιδιαίτερο άλμπουμ το Rock of my Soul, στο οποίο διασκευάζει και ερμηνεύει με την κιθάρα του κλασικά και αγαπημένα rock τραγούδια. Ένα απ’ αυτά είναι το Where the Wild Roses Grow”, που ερμηνευμένο από τις φωνές του Διονύση Τσακνή και της Μελίνας Κανά,  μετατρέπεται στα ελληνικά σε Γλυκιά Φυλακή”. Δύο οι μεγάλες διαφορές από το πρωτότυπο, η διαφορετική στιχουργική άποψη και κατεύθυνση του τραγουδιου που μετατρέπεται σε ένα αμιγώς ερωτικό πάθος, ενώ η αντισυμβατικότητα των Cave & Minogue δεν υπάρχει ουσιαστικά στο πολύ ταιριαστό ντουέτο Τσακνή & Κανά. Καταφέρνει όμως να μένει αγαπημένο στα ελληνικά χείλη και να μην μπαίνει σε συγκρίσεις με το πρωτότυπο, δεν του χρειάζεται εξάλλου. Ο Μάργαρης παίρνει μια πρώτη ύλη και την μετατρέπει σε ένα εξαιρετικό προϊόν, πραγματικά “Γλυκιά φυλακή” για όποιον το αισθάνεται σιγοτραγουδώντας.

Το τραγούδι “Δρόμοι του πουθενά” κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2001. Το συγκρότημα 667 σε στίχους του Χρήστου Δέτσικα και με ενορχηστρωτή τον Θοδωρή Μανίκα, διασκεύασαν το τραγούδι του Rory Gallagher “Tattoo’d Lady”, που είχε κυκλοφορήσει το 1973 και ήταν μέρος του δίσκου “Tattoo”. 

Προβληματίστηκα πολύ στο πως να περιγράψω αυτή τη διασκευή που τελικά ερμηνεύτηκε από τον σπουδαίο Έλληνα λαϊκό καλλιτέχνη Γιώργο Μαργαρίτη. Πάντα την γεύση την έχει το αποτέλεσμα και εν προκειμένω οι “Δρόμοι του Πουθενά” αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο. Θέμα ερωτικό και παράνομο ή ανάποδα, κάτι που ταιριάζει στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Καμιά σχέση όμως με το πραγματικό και πρωτότυπο του επίσης πολυαγαπημένου από τους Έλληνες Rory Gallagher. Που ήρθε και στην Ελλάδα και σχεδόν έκαψε την Αθήνα.

Στη σύγκριση δε θα μπούμε ποτέ, το πρωτότυπο αφορά ένα τσίρκο, ένα λούνα παρκ και μια κυρία με τατουάζ που μάλλον άρεσε του καλλιτέχνη όταν ήταν μικρός. Πλήρης περιγραφή στα νούμερα του λούνα παρκ, ο άνθρωπος που καταπίνει φλόγες, η γυναίκα με τη γενειάδα, αν θέλετε πλήρης καταγραφή των περίεργων που μπορούσε κανείς να δει σε περιπλανώμενους θιάσους. Το τραγούδι αυτό έχει περάσει στη συνείδηση των θαυμαστών του Rory Gallagher σαν ένα από τα πιο σημαντικά του, όντας και πολύ ρυθμικό. Από την άλλη ο Γιώργος Μαργαρίτης, χαρακτηρισμένος σαν ροκ φιγούρα, ερμηνεύει μια μεγάλη επιτυχία για τα ελληνικά δεδομένα σε ένα άλμπουμ της εποχής του 2001, με το γενικό τίτλο “Όλα θα τα διαγράψω” και πραγματικά πρόκειται για ένα άλλο τραγούδι, ελληνικότατο.

Αναφερόμενος σε τέτοιες περιπτώσεις διασκευών, κλασικά ροκ κομμάτια δηλαδή που αγαπήθηκαν πολύ και ήταν “γλυκές καραμέλες” για να γίνουν διασκευές, δεν μπορεί να μην αναφερθεί το πολύ κλασικό “Dust in the Wind” των Kansas. Και μάλιστα ερμηνευμένο στα ελληνικά με τον τίτλο “Ζήσε λοιπόν” από έναν καινούριο τότε και πολλά υποσχόμενο τραγουδιστή, που αναδείχθηκε στο talent show “Να η ευκαιρία”. Σήμερα ο Θέμης Αδαμαντίδης, περί ου ο λόγος, είναι ο σημαντικότερος Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής πλέον.

Ο Δημήτρης Ιατρόπουλος διασκεύασε εντελώς τους πρωτότυπους στίχους και μετέτρεψε το τραγούδι σε μια παραίνεση του στιλ “Ζήσε λοιπόν και ξέχνα το παρελθόν“, δίνοντας μας και την ευκαιρία φυσικά να γνωρίσουμε με τον καλύτερο τρόπο τον Θέμη Αδαμαντίδη. Στην περίπτωση αυτή θα διαφωνήσουμε ως προς το αποτέλεσμα, όχι τόσο το ερμηνευτικό όσο το πολύ κοντινό με το λατρεμένο πρωτότυπο. Δυστυχώς, ένας στίχος σαν το “And all your money won’t another minute buy” δεν μπορεί να λείπει, είναι φοβερή η σύλληψή του. Παρόμοια προσπάθεια το 2006 έκανε η Ελένη Δήμου με το σπουδαίο “Lady D’Arbanville” του Yusuf / Cat Stevens, όπου ο στιχουργός Δημήτρης Τσεκούρας επιχείρησε μια προσέγγιση εντελώς διαφορετική από το πρωτότυπο. Μια εξαιρετική αρχική σύλληψη, ένας άντρας να μιλάει στην νεκρή αγαπημένη του με τον σκληρό στίχο “though in your grave you lie”. Η αντίστοιχη ελληνική σύλληψη αφορά μια πιο ρεαλιστική έκφραση σκέψεων προς μια γυναίκα που δεν είναι πια μαζί, αλλά δυστυχώς για την προσπάθεια το πρωτότυπο είναι πολύ “δυνατό”, έτσι όπως είναι. Και μοιραία συγκρίνεται…

Όπου κυριαρχεί το κλασικό και το ιδιαίτερο, η αλήθεια είναι ότι τόσο πιο δύσκολο γίνεται ένα εγχείρημα διασκευής ενός τραγουδιού. Στην περίπτωση του Hasta Siempre ή Che Guevara ή και τα δυό μαζί, υπάρχει μια πλειάδα διασκευών εγχώριων και διεθνών. Το θέμα είναι καυτό, είναι πολιτικό και επαναστατικό μαζί. Ο αρχικός φυσικά προσανατολισμός του Carlos Puebla ήταν η απόδοση τιμής στον απόλυτο Comandante και μάλιστα χωρίς πολλές φανφάρες, αλλά με πολύ σεβασμό και σχεδόν με κατεβασμένο το κεφάλι που θα λέγαμε.

Κι αυτό γιατί οι αρχικοί στίχοι τον εξυμνούν σαν τον “άυλο”, τον “διάφανο”, δυο έννοιες διαφορετικές αλλά σπουδαίες, θέλοντας να καταδείξουν ουσιαστικά μια σχεδόν θεϊκή παρουσία στην πρώτη περίπτωση και παράλληλα μια δίκαιη προσωπικότητα. Στην Ελλάδα οι ερμηνευτές ήταν αρκετοί, ακόμα και στην αρχική μορφή, τα ισπανικά δηλαδή, όπως οι σπουδαίοι Φαραντούρη και Νταλάρας. Οι Apurimac τραγούδησαν στα ελληνικά, αποδίδοντας με τους στίχους της Δέσποινας Φορτσερά έναν φόρο τιμής ίσως πιο κοντά στα δεδομένα, λόγω του latin αρώματος που δίνουν στα τραγούδια τους ενορχηστρωτικά. Όμως στιχουργικά κρατιέται ψηλά η ουσία και είναι από τα εγχειρήματα που θα λέγαμε πέτυχε, αναδεικνύοντας ένα ιστορικό κομμάτι στην ελληνική γλώσσα που αντιπροσωπεύει αρκετούς. 

Κι αν στην προηγούμενη περίπτωση είναι αυτό που λέμε “αλλάζει το τραγούδι, με κάποιον τρόπο τα ίδια θα λέει”, η περίπτωση του ελληνικού EDERLEZI, του AH ΓΙΩΡΓΗ δηλαδή, είναι μοναδική τρίπλα που σέβεται όσα έπρεπε. Στα ρουμάνικα Ederlezi είναι το όνομα για τη μέρα του Αγίου Γεωργίου και ταυτόχρονα ο εορτασμός για την επιστροφή της Άνοιξης. Ακούγεται στο “Time of the Gypsies” του Emir Kusturica και είναι σύνθεση του Goran Bregovic. Η ταινία πραγματεύεται τον “Καιρό των Τσιγγάνων” και το τραγούδι πολύ κοντά σε αυτήν την ατμόσφαιρα, τους Ρομά να γιορτάζουν την πρώτη μέρα της Άνοιξης.

Οι φίλες του Goran Bregovic, η Λίνα Νικολακοπούλου και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη συνεργάστηκαν στον ελληνικό EDERLEZI και πολύ σωστά έχουμε το “ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ” ως απόλυτη μετάφραση. Αλλά και παράλληλα παραμένει η “γιορτή της Άνοιξης” και η αναφορά του ανοιξιάτικου Αγίου. Ψάχνοντας το διαφορετικό, η προσέγγιση της Λίνας Νικολακοπούλου έχει να κάνει με την αγάπη και μάλιστα τη βαθιά αλλά χαμένη αγάπη μιας ερωτευμένης γυναίκας που την προσμένει σαν την Άνοιξη και επαφίεται στον Άγιο να τη βοηθήσει. Το αυθεντικό κομμάτι το τραγουδάει ένας μικρός Ρομά και περιγράφει στο μπαμπά και τη μαμά του τη γιορτή. Η μαεστρία της στιχουργού μας δίνει ένα αριστούργημα, τέτοιο που να χαιρόμαστε να ακούμε Bregovic και να τραγουδάμε στη γλώσσα μας για την αγάπη.

Το θέμα της στιχουργικής μαεστρίας τείνει να γίνεται σημαντικό στις διασκευές, εφ’ όσον κρατάει τον χαρακτήρα ενός προτύπου. Κλείνοντας το θέμα θα αναφερθούμε σε αγαπημένες ελληνικές διασκευές που δεν τις αναλύουμε για πολλούς λόγους, αλλά όμως δεν είχαν καμιά σχέση με ότι έλεγε το αρχικό σενάριο ενός τραγουδιού. Όμως ας μείνουμε στη στιχουργική μαεστρία και στο όνομα της Αλεξίου.

Ένα τραγούδι που αφορά τη γυναίκα και την ψυχολογία της αντιμετωπίζοντας τους άντρες της ζωής της, ένα τραγούδι που τους στίχους του πρωτότυπου έχει γράψει άντρας, συγκεκριμένα ο Didier Barbelivien, η Χάρις Αλεξίου το παίρνει και το κρατάει σχεδόν ανέγγιχτο. Σημαίνει ότι αποδέχεται την περιγραφή του Barbelivien για τους άντρες, κρατάει και την ερμηνεία της Patricia Kaas με το τελικό αποτέλεσμα να είναι ίσως καλύτερο του πρωτότυπου. Οφείλεται στην αποτύπωση των στίχων, τέτοιας που μια οποιαδήποτε Ελληνίδα γυναίκα θα τους ενστερνιστεί και θα τους αγαπήσει, θα τους κάνει δικούς της και θα βάλει τον εαυτό της σε έναν ρόλο, πόσο μάλλον μέσω μιας εξαιρετικής ερμηνείας της σπουδαίας μας ερμηνεύτριας και δημιουργού.   

Και μιλώντας για τη μητέρα, τη μαμά, η ερμηνεία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στην περίφημη “La Mamma” του Charles Aznavour, του Γάλλου Φρανκ Σινάτρα όπως έχει ονομαστεί, έχει υπάρξει καταλυτική. Ένας Παπακωνσταντίνου που θα άξιζε να είναι και σε άλλα τραγούδια αυτού του αφιερώματος, είτε με τον “Sebastian” των Cockney Rebel η ακόμα και με το “Πριν το Τέλος” του αγαπημένου των Ελλήνων καλλιτεχνών Lucio Battisti. Το ίδιο καταλυτική όμως και η αποτύπωση των ελληνικών στίχων από τον φίλο και συνεργάτη του, τον Οδυσσέα Ιωάννου, φέρνοντας ένα εκπλητικό αποτέλεσμα. 

Μια σημαντική διαφορά στην διασκευή των στίχων είναι η ατμόσφαιρα. Ο Aznavour περιγράφει ένα ιταλικό σπίτι που όλοι μαζεύονται και περιμένουν τη Μητέρα να φύγει από τη ζωή, μνημονεύοντας ακόμα και τον “καταραμένο” της γιο που δεν παρέλειψε να παρευρεθεί, παρά την κατάρα. Περίτεχνα η αφήγηση ακολουθεί μια ιεροτελεστία, μέχρι το τέλος, μέχρι την αναχώρηση για το μεγάλο ταξίδι. Σπουδαίο τραγούδι και ο Παπακωνσταντίνου έχει να αφηγηθεί -μοναδικά όπως ξέρει- ένα ίδιο περιστατικό, μόνο που ο γιος είναι μόνος και θυμάται. Θυμάται μιας ζωής λεπτομέρειες, μικρές και μεγάλες και είναι έτοιμος να την αποχαιρετήσει, όμως στο τέλος καταρρέει… Μάνα που πας… Ίσως πρόκειται για ένα τραγούδι -ακόμα και το πρωτότυπο- που άνετα θα γινόταν θεατρικό έργο, είναι τόσο εκπληκτικό.   

Ερηνευτικά μιλώντας και εξετάζοντας διaσκευές, οι οποίες στα αφτια μας είναι τόσο προσφιλής όσο και αγαπημένος ο ήχος του πρωτότυπου και που η επιλογή είναι Edith Piaf, τότε υποχρεωτικά έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ ενδιαφέρον. Και το πολύ ενδιαφέρον επεκτείνεται γιατί και το πασίγνωστο “La foule” της Edith Piaf  (1957) είναι επίσης διασκευή ενός παλιότερου αργεντίνικου βαλς του 1936, του πολυπαιγμένου και πολυδιασκευασμένου Que nadie sepa mi sufrir”. 

Και οι δύο εκτελέσεις έχουν διασκευαστεί πολλάκις, η πρωτότυπη από Ισπανόφωνους κυρίως, συμπεριλαμβανομένων των πολύ γνωστών Los Lobos (La Bamba), αλλά και του José Feliciano, ενώ οι κολομβιανοί La Sonora Dinamita το μετέτρεψαν σε “Amor de mis amores”. Αντίστοιχα το “La foule” γνώρισε μεγάλες δόξες από σημαντικά ονόματα, όπως Bernard Adamus,  Patricia Kaas, Mireille Mathieu. Για τη φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου το 1981, όταν στο Αθηναϊκό Κηποθέατρο η τραγουδίστρια ενσάρκωσε την Piaf, ο Άρης Δαβαράκης έγραψε τους ελληνικούς στίχους για “Το πλήθος”, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από το νόημα του πρωτότυπου. Πέραν τούτου, οι πιο σύγχρονες αοιδοί μας, Ζουγανέλη, Μποφίλιου, Αντωνοπούλου, έχουν ερμηνεύσει “Το πλήθος”, αλλά η αλήθεια είναι ότι η χαρισματική φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου μπορεί να θυμίσει το “σπουργιτάκι των παριζιάνικων δρόμων”.

Και στις μεγάλες ερμηνείες βοηθούν οι μεγάλες αποφάσεις. Ο Κώστας Χατζής έχει το ειδικό βάρος να πάρει ένα μεγάλο τραγούδι που είναι ερμηνευμένο από τον Lucio Dalla και να το κάνει δικό του. Η Νίνα Ναχμία έγραψε τους ελληνικούς στίχους για το “Caruso” και το μετέτρεψε σε “Πόσο σε θέλω απόψε”.

Υπαρχει μια διαφορά στην περιγραφή, διότι το “Caruso” είναι μια ερωτική εξομολόγηση που κάνει ένας άντρας λίγο πριν φύγει από τη ζωή σε μια γυναίκα νεότερή του που είναι το πάθος του, πρόκειται για την ιστορία του παλιού Ιταλού τενόρου Enrico Caruso. Ωστόσο το τραγούδι έχει πάμπολλες διασκευές και επανεκτελέσεις, το 1980 το ερμήνυσε και η Μαρία Φαραντούρη, αξίζει να μνημονευτούν οι Lara Fabian, Mercedes Sosa, Celine Dion, Julio Iglesias. Πολλοί τενόροι επίσης το επιλέγουν στα προγράμματά τους, αξιοσημείωτη έχει υπάρξει η ερμηνεία του Luciano Pavarotti. Tο αντίστοιχο ελληνικό είναι μια μπαλάντα μοναξιάς, περιγράφοντας έναν χαμένο έρωτα. Έναν έρωτα που λείπει πολύ κάποια βράδια που το βλέμμα χάνεται στα νερά της θάλασσας και προφανώς η στιχουργός θέλησε να δώσει μια πιο ανάλαφρη νότα σε όλο αυτό το δυσάρεστο τοπίο. Και φυσικά, όπως προείπαμε, ένας Χατζής που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει.

Το μικρό μας αφιέρωμα θα κλείσει με τη διασκευή του Γιάννη Πάριου στο περίφημο “My way” του Frank Sinatra ή αν θέλετε πιο σωστά στο “Comme d’habitude” του Claude François που είναι η πρωτότυπη. Σχετικά ε΄χουμε αναφερθεί στο 2ο μέρος αυτού του αφιερώματος που θα βρείτε στη στήλη μας (Οδός Ονείρων).

Ο Πάριος μπορεί να το κάνει εύκολα και να μετατρέψει το “My way” σε πιο ελληνικό και πιο εγωιστικό στίχο, σαν “Δεν μετανιώνω”. Και μάλιστα με μεγάλη ερμηνεία στο Μέγαρο Μουσικής, κατακτώντας στην κυριολεξία “standing ovation” από το κοινό που τον παρακολουθεί. Μικρές και μεγάλες διαφορές ενός πολύ αγαπημένου παγκόσμια τραγουδιού, άλλο το γαλλικό, άλλο το αμερικάνικο του Paul Anka για τον Sinatra και άλλο για τον Πάριο που κάνει μια αναδρομή στη ζωή του, καταλήγοντας  στο αποτέλεσμα “Δε μετανιώνω”. Έχει γίνει ένα ελληνικό τραγούδι ψυχικής ανάτασης και αυτοκριτικής, αλλά χωρίς πολλά λόγια έχει γίνει ένα πολύ αγαπημένο τραγούδι.

Φυσικα ο κατάλογος είναι ατελείωτος και θεωρώ ότι πρέπει να αναφέρω τουλάχιστον ακόμα δυο διασκευές εξαιρετικές και σημαντικές, συγκεκριμένα το “Marrakesh Night Market” της Loreena McKennitt με  τη φωνή της σπουδαίας Καλλιόπης Βέττα, καθώς και το “Vivo per lei” του Andrea Bocelli με τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη.

Από την άλλη υπάρχουν προσπάθειες από τα παλιά ελληνικά συγκροτήματα των δεκαετιών ΄60 και ΄70 με σημαντική επιτυχία, δεδομένου ότι ήταν σημαντικό εκείνη την εποχή να έρχεται στην Ελλάδα, ο ήχος μιας διεθνούς επιτυχίας και μάλιστα με ελληνικό στίχο. Για το λόγο αυτό τότε υπήρξαν πάρα πολλές διασκευές. Όμοια υπήρξαν και κάποιες που χαρακτηρίστηκαν cult τα αμέσως επόμενα χρόνια των ΄80s και των ΄90s. Τρανά παραδείγματα το περίφημο “Το νου σου κύριε οδηγέ” του Θάνου Καλίρρη (πρωτότυπο  La solitudineLaura Pausini), που η “Μοναξιά” έγινε… αυτό που έγινε, καθώς και το άλλο φοβερό, το “Dschinghis Khan” του Λάκη Τζορντανέλι, από το ομώνυμο τραγούδι του… ομώνυμου συγκροτήματος.

Για το www.thelook.gr

Κώστας Προβατάς 

 

 

1