«Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε γύρω του. Η φύση απολάμβανε τη δροσιά της βροχής. Αν με μια λέξη του ζητούσε κανείς να προσδιορίσει τι ένιωθε εκείνη την στιγμή, ο Ανέστης μόνο τη λέξη «σαγήνη» θα απαντούσε. Την ίδια πυρετική σαγήνη που του είχε  προκαλέσει η Ισιδώρα τότε, όταν ήταν ακόμα παιδί. Και μετά σιγή. Μέσα της είχαν πνίξει ό,τι είχαν νιώσει οι δυο αυτοί άνθρωποι. Μια σιγή εκκωφαντική, που επέμενε τόσα χρόνια να του υπαγορεύει μια απροσδιόριστη αίσθηση νοσταλγίας για όλα όσα δεν έζησαν –ή καλύτερα όλα όσα αρνήθηκαν να ζήσουν, βαθιά προσηλωμένοι σε μια εύθραυστη ηθική».

 

Το τελευταίο βιβλίο της Τέσυς Μπάιλα «Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές» θα μπορούσε να συνοψιστεί πάνω στο απόφθεγμα του Σιμωνίδη του Κείου «Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν», δηλαδή η ζωγραφική είναι ποίηση που σωπαίνει και η ποίηση είναι ζωγραφική που μιλάει.

 

Ίσως ξενίζει αυτός ο συνειρμός για ένα μυθιστόρημα με ιστορικό-κοινωνικό περίβλημα. Ένα μυθιστόρημα, που ενώ έχει την αφετηρία του στην αυγή του 20ου αιώνα κι είναι γραμμένο εν έτει 2018, συνομιλεί με την παραδοσιακή λογοτεχνία και εμφορείται  από το κλίμα της γενιάς του ’30.

 

«Τα θωρείς όλα τούτα;», μου είπε. «Τα χρόνια της ελιάς είναι χαραγμένα εδώ επάνω», μου είπε. Από παιδί μέσα στα κλαδιά της τα πέρασα τα χρόνια μου. Την άκουγα να θροϊλογεί όταν ερχόμουν από κάτω τση να φάω λίγο ψωμί. Την έβλεπα να ασημίζει στον ήλιο. Όι, μάνα μου, και τι όμορφα είναι τα λιόδεντρα σαν πέσει επάνω τους το φως του! Ύστερα σα μεγάλωσα, ανάθεμα με, μα κείνη έσκυβε επάνω από την κεφαλή μου κι άκουγε τσι πόνους μου και τα σεκλέτια μου. Παρηγορήτρα την είχα. Κι εγώ αξημέρωτα ερχόμουν επαέ να δω το πρώτο φως να πέφτει πάνω στα ξερακιανά κλαδάκια των. Σαν ερχόταν η εποχή του τρύγου σκαρφάλωνα με χάδια να κατεβάσω τον καρπό τση κι όχι με ραβδίσματα όπως κάνουν οι άλλοι. Πονεί το δέντρο, μάνα μου, σαν τον άνθρωπο. Βαράς γυναίκα γκαστρωμένη όταν γεννά τα παιδιά τση; Έτσι είναι και το λιόδεντρο. Να το θυμάσαι, παλικάρι μου. Μια μάνα που δίνει ζωή σε τούτο, μωρέ, τον τόπο από τα γεννοφάσκια του».

 

Η Τέσυ Μπάιλα διαρρήδην τραβά το νήμα από τη λογοτεχνική ευφυΐα του Κοσμά Πολίτη και συνδιαλέγεται με έργα της Γαλάτειας Σαράντη.  Κι είναι αυτή η αδιεξίτητη γραφή της Μπάιλα που αν δεν είχες το χρονικό προσδιορισμό του σήμερα θα πίστευες ότι  μιλάς για έργο κλασικής λογοτεχνίας.

Περιπλανώμενος  στις σελίδες του βιβλίου εγχαράχτηκε ασυναίσθητα το παραπάνω απόφθεγμα του Σιμωνίδη. Ίσως επηρεασμένος από τον βασικό ήρωα του βιβλίου, τον Ανέστη έναν ζωγράφο που το έργο του αποτυπώθηκε στη μετέπειτα γενιά.  Ίσως πάλι κι από τη συμμετρία της γραφής που σε κάνει να ασχάλλεις με όλους αυτούς που απαξιώνουν τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Η συγγραφέας λοιπόν  δημιούργησε έναν ήρωα από τη μαγιά της παράδοσης εμφυσώντας του όμως μια νεοτερικότητα στο λογοτεχνικό του εκτόπισμα.

Την 25η Αυγούστου του 1898, την νύχτα της μεγάλης σφαγής στο Ηράκλειο, γεννιέται ο Ανέστης. Ο ερχομός του σημαδεύτηκε από μια αιματοβαμμένη μέρα, σαν ένα προμήνυμα ότι στα χρόνια της ζωής του, το άλικο χρώμα θα υπερτερούσε. Μια  ζωή που φέρνει όμως το θάνατο, το θάνατο της μητέρας του. Στο ασίγαστο πατρικό μίσος ο Ανέστης ανταποδίδει τον απορία, τον φόβο και τα πιο σκοτεινά του αισθήματα. Γιατί στο παιχνίδι των αισθημάτων η συγγραφέας  ψηλαφεί ψυχές κι όχι λογοτεχνικά φάσματα.

Τα δύο ηλικιωμένα πρόσωπα της οικογένειας θα αναστήσουν το ορφανό παιδί, δίπλα στην πεντάρφανη ψυχοκόρη,  δημιουργώντας  έτσι έναν αδελφικό σύνδεσμο επτασφράγιστο ως το τέλος.

Κι από την τέχνη της ξυλουργικής στις μπογιές και τα μυστικά της ζωγραφικής, κι από εκεί στους «καμβάδες» της ζωής. Γιατί μέχρι να συντελεστεί το όνειρο, αν ποτέ συντελεστεί, πρέπει να αγοράσεις  κόπο, πρέπει να αγκαλιάζεις  την ανηφόρα μέχρι τον τελικό προορισμό.

Ξένος κι έρημος ερχόμενος στην συμπρωτεύουσα του νησιού συναντά τα δύο πρόσωπα που κλειδώνουν στη ζωή του τις έννοιες της φιλίας και του έρωτα. Τη φιλία του με τον Μικέλε και τον απόλυτο έρωτα με την Ισιδώρα. Δυο πρόσωπα που κατευθύνουν το χέρι του και τον βοηθούν να τιθασεύσει τις όποιες κακοτοπιές και φραγμούς του στήνει η ζωή. Από τη Σχολή Καλών Τεχνών μέχρι τον πόλεμο των χαρακωμάτων και τη περιχαράκωση του ψυχής του μετά την απώλεια του φίλου του… Από την επιστροφή στη γενέτειρα και στην αγκαλιά της τροφού και θείας του, μέχρι τη γέννηση του μεγάλου του έργου…  Εκεί, στο σπίτι του παντοτινού και αδοκίμαστου έρωτα… Εκεί, ολοκληρώνοντας έναν κύκλο με αχνές καμπύλες.  Γιατί οι σκιές ψηλαφούν τη προσοχή μας μόνο όταν το φως γίνει συνένοχος τους, ειδάλλως μένουν πάντα κρυμμένες περιμένοντας το να ξεχυθούν.

 

 

Από τις σελίδες του βιβλίου τρέχουν όλα τα σημαντικά γεγονότα της Κρήτης των τελευταίων χρόνων μέχρι την Ένωση της με την Ελλάδα. Ακόμη η ασθενική Αθήνα, αλλά συνάμα και  η γεμάτη νοσταλγία πρωτεύουσα των πρώτων χρόνων του 20ου  αιώνα. Ο διχασμός και η είσοδος της Ελλάδας στον  Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Εν τάχει περνά και ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, αλλά αυτός δεν είναι ικανός να συνδράμει σε πόνο τον Ανέστη. Έχει ήδη περιχαρακωθεί και μείνει έγκλειστος στο πατρικό του προσφέροντας άλλες υπηρεσίες στον αγώνα για την πατρίδα.

 

 «Τι θα ωφελήσει να ξέρει ο κόσμος ότι η πιο ξεχωριστή πινελιά γίνεται μόνο με το αίμα κι ο κόσμος μόνο με αυτό αλλάζει; Αφού κανείς δεν είναι πότε έτοιμος να το δώσει για τον άλλον…»

 

Το μυθιστόρημα «Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές» δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα με ιστορικό και κοινωνικό περιεχόμενο, είναι ένα μυθιστόρημα  πολυεπίπεδο που τα χνάρια του σηματοδοτούν κάποιο προμήνυμα, ότι η ελληνική λογοτεχνία είναι παρούσα στις  επάλξεις της  λογοτεχνική εξέλιξης.

 

 

1