Διηγηματογράφος, ποιητής, φιλοσοφικός μελετητής, αισθητικός, παιδαγωγός και λαογράφος, ο Γιώργος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης και πέθανε σαν σήμερα στις 15 Απριλίου του 1896.

Πρωτοεμφανίστηκε στα Νεοελληνικά γράμματα με τα “ποιητικά πρωτόλεια” το 1873 και την επόμενη χρονιά κέρδισε στο Βουτσιναίο διαγωνισμό το πρώτο βραβείο με ένα επικολυρικό ποίημα σε αρχαϊζουσα, τον “Κόδρο”. 

Το 1876 κέρδισε στον ίδιο διαγωνισμό πάλι το πρώτο βραβείο με τη συλλογή “Άρες Μάρες Κουκουνάρες”. Την επόμενη χρονιά με την συλλογή “Εσπερίδες  ή μύθοι του λαού”, πήρε τον έπαινο, ξανά  στο Βουτσιναίο διαγωνισμό.

Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών και μετά στα πανεπιστήμια της Λειψίας, της Γοτίγγης και του Βερολίνου και το 1881 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ στη Γοτίγγη.

Το 1883 τυπώθηκε στο Λονδίνο η συλλογή του “Ατθίδες Αύραι” με κύρια θέματα μύθους θρακικούς, αλλά και πανελλήνιους. Γενικότερα η συλλογή αποτυπώνει την αναμνήσεις του από την γενέτειρα του. Παράλληλα όμως γράφει και παιδικά ποιήματα για το μακροβιότερο παιδικό περιοδικό τη Διάπλασι των παίδων.

Το 1883 δημοσιεύεται στα γαλλικά το διήγημα “Το αμάρτημα της μητρός μου” και ταυτόχρονα σχεδόν δημοσιεύτηκε και στα ελληνικά στο περιοδικό Εστία.

Στην Εστία την διετία 1883-1884 δημοσιεύτηκαν τα διηγήματα: “Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως”, “Ποιός ήτον ο φονεύς του αδερφού μου”, “Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας”, “Το μόνον της ζωή του ταξείδιον”  .

Στην εφημερίδα Ακρόπολις “Η Πρωτομαγιά” και τα παιδικά διηγήματα (Ο Άραψ και η κάμηλος αυτού, Ο Τρομάρας, Το σκιάχτρο του χωραφιού, Ο κλέπτης),  δημοσιεύτηκαν στην Διάπλασι των Παίδων.

 

Υπάρχει ακόμα το αφήγημα “Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα” . Ένα αφήγημα που ασχολείται με το γλωσσικό, μεγάλο ζήτημα της εποχής, κι εκεί ο Βιζυηνός τάσσεται ευθαρσώς υπέρ της δημοτικής. 

 

Τέλος το εξαιρετικό διήγημα του “Μοσκώβ Σελήμ” δημοσιεύτηκε, ως ανέκδοτο, το 1895

 

 

Αυτά τα 12, μεγαλύτερα ή μικρότερα, κομμάτια μαζί με τα παιδικά αποτελούν την αφηγηματική κληρονομιά του Γεώργιου Βιζυηνού.

 

Σε κάθε διήγημά του υπάρχει και μια κρίση συνείδησης, ένα πρόβλημα ψυχικό, που βρίσκει τη λύση του μαλακά-μαλακά, με τη συγγνώμη, με τον έλεον, με την ανθρωπιά

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος

 

Από τα κυριότερα γνωρίσματα της πεζογραφίας του Βιζυηνού είναι ο τόνος της ανθρωπιάς και της επώδυνης τρυφερότητας, αν και υπάρχει σκόρπιο ένα είδος χιούμορ και μια λεπτή ειρωνεία. 

Το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιεί στα διηγήματά του, δεν έχει ως στόχο να αυτοβιογραφηθεί ή να αφηγηθεί τα παθήματα της οικογένειας του ή και ανθρώπων με τους οποίους συναναστράφηκε, αλλά να συνθέσει έργα ικανά που δίνουν την εικόνα του ανθρώπινου δράματος κυρίως με την εμπλοκή της μοίρας, όπου το αρχικό μοιραίο γεγονός δημιουργεί άλλες δραματικές συνέπειες κι έχει αντίκτυπο πάνω στους άλλους.

Στο ηθογραφικό πλαίσιο των διηγημάτων του, η φύση παίζει ασφαλώς σημαίνοντα ρόλο, αλλά εμφανίζεται κάπως αφηρημένη, την θωρεί με το μάτι του ρομαντικού και αφήνει την αίσθηση ότι επικρατεί ο κλειστός χώρος!

Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες του αναλύονται και περιγράφονται ως τα μύχια της εσωτερικότητά τους. Γίνεται ουσιαστικά ένα ψυχογράφημά τους. Κι αυτό είναι που ξεχωρίζει τον Βιζυηνό και τον καθιστά σε περίοπτη θέση στο Πάνθεο των Ελλήνων συγγραφέων.

 

“Όποιος δεν το εδοκίμασε μονάχος του, παιδί μου, δεν ξέρει τι πικρό ποτήρι ήταν εκείνο…μα όσο το είχα και το κήδευα και το κανάκευα, θαρρούσα πως το είχα δικό μου και ξεχνούσα κείνο πω ΄χασα, κ’ ημέρωνα τη συνείδησί μου.

Καθώς το λεγ’ ο λόγος, ξένο παιδί ‘ναι παίδεψι. Μα για μένα η παίδεψι αυτή είναι παρηγοριά κ’ ελαφροσύνη. Γιατί όσο περισσότερο τυραννυθώ και χολοσκάσω, τόσο λιγότερο θα με παιδεψει ο Θεός για το παιδί που πλάκωσα” (από “Το Αμάρτημα της μητρός μου” )

 

Είχε φλέβα μυθιστοριογράφου κι ας συνόψισε τις ιστορίες του σε διηγήσεις εκταταμένες.

 

“Τα ολίγα διηγήματα του, ευμεγέθη, μη και αποστέργοντα το περίπλοκον ιστορήματα, μικρόν τι υπολείπονται όπως αναπτυχθώσιν εις μυθιστορήματα. Φαίνεται εκ τούτων ότι ρέπει προς μυθιστοριογραφίαν την αρχέτυπον και περιπετειώδη, την γόνιμον εις πλοκάς και περιπλοκάς συμβάντων”

Κωστής Παλαμάς

 

Μπορεί τα συστατικά των αφηγηματικών του κειμένων να ήταν αυτών των μυθιστορημάτων, αλλά η έκταση τους δικαιολογούν διηγήματα ή κάποια ακόμα και νουβέλας.

Τον χαρακτήρισαν Γκι Ντε Μοπασάν της Ελλάδας, τον παραλλήλισαν ακόμα με τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Αυτός είναι ο διηγηματογράφος Γεώργιος Βιζυηνός που γεννήθηκε στη Βιζύη κατέκτησε την γνώση και κατέληξε στο Δρομοκαΐτειο όπου άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 47 χρόνων.

 

“Αυτό, είπεν ο παππούςμου ως άνθρωπος συγκεντρών την μνήμη του, αυτό είναι βαθειά μέσα σ’ ένα δάσος. Μέσα σ’ ένα σπήλαιο. Έτσι καθώς εμβής, απ’ αυτήν την μεριά, βλέπεις όλους τους ανθρώπους που έγιναν μάρμαρα. Γιατί αυτού μέσα είναι μια μάγισσα, που όποιον διή πως περνά και τον αγαπήσει, τον παραπλανά να έμβη αυτού μέσα και τον κάμνει μάρμαρο και τον έχει αυτού πέρα στημένο, για να της φύγη. Όποτε αυτή θέλει, παίρνει το αθάνατο νερό και τους στάζει τρεις κόμβους επάνω στην κορφή, κι εκεί στη στιγμή το μάρμαρο μαλακώνει και γίνεται άνθρωπος εμορφότερος από πρώτα. Τότε κάθεται και τρώγει και πίνει και διασκεδάζει μαζί του. Σαν διασκεδάση κ’ ύστερα, μια τον βλέπει καλά καλά στα μάτια και τον κάνει μάρμαρο. Γι’ αυτό ψυχή μου καλλίτερα που δεν την είδες!”

Το μόνον της ζωή του ταξείδιον

 

Ο Βιζυηνός μαζί με τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα, τάσσεται στους πρωτοπόρους της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Ο λογοτέχνης Βιζυηνός ζημίωσε όμως τον φιλόσοφο-αισθητικό μελετητή.

 

 

Πέθανε το 1896 χωρίς να δει τυπωμένα τα διηγήματά του από “προϊούσα γενική παράλυση, μέσα στον αναβρασμό και τη συγκίνηση της πρώτης Ολυμπιάδας” όπως αναφέρει η Μάρω Δούκα  στο αφήγημα της “Φυσά Βοριάς – φυσά Θρακιάς: Ο Βιζυηνός κι η εποχή του”  και συνεχίζει “…αλλά ο χρόνος αποφάσισε. Σαν να μην έχει περάσει σκόνη από πάνω τους. Κι είναι σαν να καλπάζουμε, διαβάζοντάς τα, με την ίδια πάντοτε λαχτάρα, προς το τερπνότερο εκείνο θέαμα της πηγής Καϊνάρτζας, στα μέρη του Μοσκώβ Σελήμ”.

 

Βιβλιογραφία:

 

 

1