O Γιώργος Καστέλλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984.  Σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Γιώργου Κιμούλη «Σύγχρονο θέατρο Αθήνας» . Στη συνέχεια φοίτησε στο τμήμα κινηματογράφου και τηλεόρασης του ΙΕΚ ΑΚΜΗ και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη σκηνοθεσία κινηματογράφου στο “Queen Margaret University College”. Το 2014 ξεκίνησε να αρθρογραφεί ως κριτικός κινηματογράφου σε διάφορα διαδικτυακά μέσα ενώ μόλις πέρυσι εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Ερωσφόρος» από τις εκδόσεις Πνοή (Εκδόσεις Πνοή)

Όταν τον γνώρισα από κοντά μού έκανε εντύπωση το πόσο φιλικός και προσιτός ήταν. Ένας νέος, όμορφος και ταλαντούχος άνθρωπος με όνειρα που δεν παύει να ελπίζει και να προσπαθεί στην Ελλάδα του σήμερα με τις όποιες αντιξοότητες υπάρχουν. Ο Γιώργος Καστέλλης δεν είναι μόνον συγγραφέας. Είναι ηθοποιός, σεναριογράφος αλλά και σκηνοθέτης. Μέσα απ’ την αποκλειστική συνέντευξη που έδωσε σε μένα, τον Τάσο Πέτσα, για τους αναγνώστες του TheLookGr, θα τον γνωρίσουμε καλύτερα.   

Γιώργο καλημέρα και σε ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. Από όσο διαβάζουμε στο βιογραφικό σου έχεις σπουδάσει θέατρο και κινηματογράφο. Ποια ήταν εκείνα τα ερεθίσματα που σε οδήγησαν σ’ αυτές σου τις σπουδές. Κάποια πρότυπα ενδεχομένως που είχες από μικρός ή κάποια εσωτερική σου ανάγκη;

Νομίζω ήταν ξεκάθαρα η ανάγκη μου να εκφραστώ στην αρχή. Τα πρότυπα  ήρθαν πολύ αργότερα, όταν άρχισα να ανακαλύπτω το χώρο. Υπήρξα εσωστρεφής έφηβος και στην υποκριτική βρήκα  το ασφαλές πεδίο που έψαχνα για να ξεκλειδώσω σιγά σιγά τον εαυτό μου. Παράλληλα ο κινηματογράφος, ειδικά εκείνη την εποχή, αποτελούσε την καλύτερή μου παρέα. Όταν ήρθε η ώρα να επιλέξω σπουδές λοιπόν, έδρασα απολύτως αυθόρμητα και διάλεξα να ασχοληθώ με αυτά που αγαπούσα περισσότερο.

Και με τη συγγραφή πώς και ασχολήθηκες;

Είχα ξεκινήσει από νωρίς να γράφω σενάρια. Στη σχολή κινηματογράφου ανακάλυψα πως αυτό ήταν το δυνατό μου σημείο. Τα σενάρια όμως έχουν το κακό, πως αν δεν φτάσουν στο στάδιο της παραγωγής, μετά μένουν στο συρτάρι. Κι είχα βαρεθεί να γεμίζω το συρτάρι μου ιστορίες που δεν έφταναν ποτέ στο κοινό. Έτσι αποφάσισα να πειραματιστώ με τη λογοτεχνία, που έτσι κι αλλιώς δεν μου ήταν ξένος τόπος. Διάβαζα πολύ αλλά από τεμπελιά και φόβο, δεν ξεκινούσα να δοκιμαστώ στη συγγραφή ενός βιβλίου. Τελικά όταν το πήρα απόφαση, κατάλαβα πως αυτό ήταν το πεδίο μου και να σου πω μετανιώνω που δεν το συνειδητοποίησα νωρίτερα. Το μυθιστόρημα σαν αφηγηματικό είδος μου προσφέρει ελευθερίες, που η αυστηρή δομή του σεναρίου μου στερούσε.

Και ερχόμαστε στην κυκλοφορία του πρώτου σου βιβλίου με τίτλο «Ερωσφόρος» που αφηγείται μια «ιδιαίτερη» ιστορία. Αλήθεια εμπνεύστηκες από κάπου για να γράψεις αυτήν την ιστορία ;

Από τις πρώτες σελίδες του «Ερωσφόρου» μπορεί να καταλάβει κανείς, πως πρόκειται για ένα προϊόν καθαρής μυθοπλασίας. Τα γεγονότα της πλοκής άλλωστε, διαδραματίζονται σε ένα περιβάλλον «εναλλακτικής πραγματικότητας». Αποτελεί ουσιαστικά μια παραβολή για τον τρόπο που διαχειρίζονται οι άνθρωποι τα συναισθήματα τους σήμερα. Φυσικά την ανάγκη μου να διηγηθώ μια τέτοια φανταστική ιστορία όμως την πυροδότησε ακριβώς αυτό. Τα δικά μου πραγματικά συναισθήματα και αυτά των ανθρώπων που συναντώ.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου θέτεις το ερώτημα στον καθένα από εμάς «Αν μπορούσες να τελειώσεις τον έρωτα μ΄ ένα χάπι θα το έκανες;» Τι θα απαντούσες εσύ ;

«Είσαι τρελός; Εδώ κάνουμε αμάν και πως να τον αρχίσουμε» (Γελάει) Πέρα από την πλάκα, για έναν καλλιτέχνη τα συναισθήματα του είναι η εργαλειοθήκη του. Προσωπικά θα μου φαίνόταν αδιανόητο να μπω στη διαδικασία να τα νεκρώσω ακόμα κι αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Από την άλλη σέβομαι απόλυτα κι όποιον θα επέλεγε το αντίθετο. Ο καθένας έχει τις δικές του αντοχές σ’ αυτά τα πράγματα.

Η δικιά σου η εμπειρία μέχρι στιγμής, αλήθεια σού έχει συμβεί ποτέ να ερωτευτείς σε τέτοιο βαθμό που να ήθελες να «τελείωνες» τον έρωτα που βίωνες με τον τρόπο που αναφέρεις στο βιβλίο σου ή ενδεχομένως να έχεις σκεφτεί άλλον ίσως και πιο ακραίο τρόπο;

Να σου πω την αλήθεια, καταρχήν δεν πιστεύω ό,τι ο έρωτας έχει διαβαθμίσεις. Το «είμαι λιγάκι ερωτευμένος» μου ακούγεται το ίδιο αστείο με το «ολίγον έγκυος». Ή είσαι ή δεν είσαι. Η ανάγκη να τελειώσεις κάτι συνήθως προκύπτει επειδή είναι δυσλειτουργικό, όχι επειδή έχει ένταση.

Μου ‘χει τύχει μια φορά, σε μικρότερη ηλικία, να βρεθώ σε μια τέτοια κατάσταση κι εκεί ναι, ένιωσα την ανάγκη να κόψω τα πράγματα μαχαίρι. Το έκανα και τελικά δεν λειτούργησε. Το πράγμα τελείωσε από μόνο του, όταν έπρεπε να τελειώσει κι αφού μού έμαθε όλα όσα έπρεπε να μου μάθει.  Αυτό με δίδαξε να ‘χω εμπιστοσύνη στο χρόνο και σε αυτά που αισθάνομαι. Τα συναισθήματα μας κάνουν τον κύκλο τους μόνα τους, ανεξάρτητα από τις δικές μας εγκεφαλικές προθέσεις. Και τον κάνουν σωστά.

Αλήθεια στον ελεύθερο χρόνο σου τί σου αρέσει συνήθως να κάνεις;

Όταν δεν ασχολούμαι με το γράψιμο, παρακολουθώ φανατικά ξένες σειρές, ακούω μουσική, διαβάζω και φυσικά βλέπω τους φίλους μου.

Από όσο ξέρουμε έχεις ασχοληθεί και με την κριτική ταινιών σε διάφορα διαδικτυακά μέσα. Ποιες είναι οι δυο πιο αγαπημένες σου ταινίες και γιατί ;

Αν έπρεπε να επιλέξω μόνο δύο θα κατέληγα στο “Scream” του Wes Craven και στο “Donnie Darko” του Richard Kelly. Είμαι ξεκάθαρα παιδί των 90’s, όπως καταλαβαίνεις. Το πρώτο το λατρεύω γιατί εκτός από μια λειτουργικότατη ταινία τρόμου – ένα είδος που με διασκεδάζει αφάνταστα – ήταν και μια από τις πρώτες mainstream ταινίες που έθιξε τόσο καθαρά την επιρροή της pop κουλτούρας στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, που αντιλαμβάνεται και αφηγείται τη ζωή του, πλέον μέσα από κινηματογραφικά και τηλεοπτικά κλισέ.  Το δεύτερο γιατί αν και είναι μια ταινία γρίφος που έπρεπε να κάψω το μυαλό μου για να την αποδομήσω λογικά, μόλις τελείωσε ένιωσα ξεκάθαρα αυτή την απόκοσμη αίσθηση ό,τι η ύπαρξη, ο χρόνος, ο φόβος και η αγάπη, είναι έννοιες πολύ πιο σύνθετες, από όσο μας προγραμματίζει η κοινωνία να κατανοούμε. Στην ηλικία που την είδα, αποτέλεσε ένα είδος φιλοσοφικού ξυπνήματος για μένα.

Αν σου δινόταν υποθετικά η δυνατότητα να επιλέξεις έναν αγαπημένο ρόλο στο θέατρο και έναν στο κινηματογράφο ποιοι θα ήταν αυτοί;

Ο ρόλος του Τρέπλιεβ από το «Γλάρο» του Τσέχωφ είναι ένας θεατρικός ρόλος που με συγκινεί πολύ. Δεν έχω καθόλου καταπιεστική μητέρα, ούτε τάσεις προς την αυτοχειρία, αλλά σε όλα τα υπόλοιπα ταυτίζομαι πολύ μαζί του. Τώρα στο κινηματογράφο νομίζω θα διάλεγα να το διασκεδάσω περισσότερο και να παίξω  έναν κακό σε ταινία του Ταραντίνο, σαν τον “Stuntman Mike” από το “Deathproof”. Δεν θα μου επέτρεπαν να περάσω φυσικά ούτε από casting για έναν τέτοιο ρόλο, αλλά μου πες μιλάμε υποθετικά.

Και ερχόμαστε στην μικρού μήκους ταινία «Bloody Merry Christmas» όπου έγραψες το σενάριο και σκηνοθέτησες μαζί με τον Μιχάλη Φελάνη. Η ταινία που προβλήθηκε το 2012 αν και με μηδενικό προϋπολογισμό, πήρε πολύ καλές κριτικές.  Ποια ήταν η εμπειρία σου από αυτό το εγχείρημα; Υπάρχει η σκέψη για κάτι καινούριο με σένα σαν σεναριογράφο ή ακόμα και ως ηθοποιό ;

Δεν το πιστεύω πως ξέθαψες αυτή την ταινία! Για εμάς που τη φτιάξαμε αποτελεί ακόμα ένα ξεκαρδιστικό inside joke. Η δημιουργία της ήταν η ίσως πιο ευχάριστη περίοδος της ζωής μου γιατί μαζευτήκαμε μια παρέα φίλων και κάναμε την πλάκα μας. Οι μισοί από αυτούς δεν ασχολούνταν καν με το χώρο, απλά έτυχε να είναι μέλη της παρέας. Δεν είχαμε άλλη φιλοδοξία πέρα από το να περάσουμε καλά και να φτιάξουμε μια επίτηδες κακή ταινία, βάζοντας μέσα ότι πιο overthetop μπορούσαμε να φανταστούμε.Με τα μέσα που διαθέταμε δεν θα ‘χε νόημα να επιχειρήσουμε κάτι πιο σοβαρό άλλωστε. Ε, αυτός ο χαβαλές κι αυτή η ευθεία επίθεση στο καλό γούστο τελικά λειτούργησε και η ταινία απέκτησε μια μικρή μερίδα οπαδών στο youtube, που εκτίμησαν το cult της υπόθεσης. Βοήθησε πολύ και ο Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος της ΕΡΤ, που έτυχε να διαβάσει το σενάριο όσο το γυρίζαμε, αγκάλιασε το project, και το προώθησε όσο μπόρεσε για να βρει  κινηματογραφική διανομή.

Ευχαρίστως θα ξανάκανα κάτι τέτοιο,κυρίως γιατί κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δέθηκα πολύ με τα παιδιά που συμμετείχαν. Πέρα από τις ήδη υπάρχουσες φιλίες, δημιουργήθηκαν κι άλλες πολύ στενές που κρατάνε ακόμα. Για να πω την αλήθεια υπάρχει ήδη ένα σενάριο στο ίδιο ύφος, που συζητάμε με αρκετά μέλη από αυτήν την ομάδα να το υλοποιήσουμε, αλλά το σχέδιο είναι ακόμα στα σπάργανα.

Κάποια όνειρα ή σχέδια που έχεις; 

Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός γελάει λένε, κι αν και δεν είμαι βέβαιος για την ύπαρξη Θεού, επειδή θέλω να ελαχιστοποιήσω τις πιθανότητες να γελάει οποιοσδήποτε εις βάρος μου,  αποφεύγω να κάνω σχέδια ή τουλάχιστον να τα ανακοινώνω πριν γίνουν πράξη. Για την ώρα συνεχίζω να γράφω κι ελπίζω σύντομα να ξαναεκδώσω.

Tέλος, πόσο θεωρείς πως η σημερινή Ελλάδα σε βοηθάει στην πραγματοποίηση των στόχων σου; Αν άλλαζες κάτι τι θα ήταν αυτό;

Είναι σαφές σε όλους νομίζω, πως η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, έχει καταλήξει μια χώρα που δεν δύναται να προσφέρει ευκαιρίες. Παρόλα αυτά όσο αληθινό κι αν είναι αυτό σαν δεδομένο, πρακτικά δεν έχει κανένα απολύτως νόημα για μένα  να κάθομαι και να παραπονιέμαι για τη χώρα. Τη χώρα δεν μπορεί κανείς να την αλλάξει μόνος του, μπορεί να αλλάζει όμως τον εαυτό του και τη διάθεση του, μέσα σε αυτή. Ή να φεύγει. Εγώ καλώς η κακώς δεν μπορώ να φύγω, οπότε αναγκαστικά θα μείνω εδώ, προσπαθώντας να κάνω το καλύτερο που μπορώ κάτω από τις δεδομένες συνθήκες.

Γιώργο σε ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη που έδωσες στο περιοδικό μας και σού ευχόμαστε τα καλύτερα σ’ ό,τι κάνεις!

Και εγώ σε ευχαριστώ Τάσο για την πρόσκληση και εύχομαι και εγώ με τη σειρά μου πάντα επιτυχίες στο περιοδικό σας!

3