“Άρχισε να ουρλιάζει η Βασιλική κρατούσε το άψυχο κορμάκι και ούρλιαζε -ούτε έντεκα χρονών κορίτσι, και είχε κοιμηθεί με το θάνατο αγκαλιά”.

 

Η φράση αυτή με την τόσο λογοτεχνική ενάργειά της και την συναισθηματική της δύναμη  με συγκλόνισε. Κι είναι ο τρόπος έκφρασης της συγγραφέως Μαίρης Κόντζογλου να σε τοποθετεί και να σε στροβιλίζει έντεχνα μέσα στον λογοτεχνικό της κόσμο.

Οι τριλογίες με τη χαοτική τους διάσταση είναι από τα πιο δύσκολα είδη. Ομολογώ πως η Μαίρη Κόντζογλου είναι από τις λίγες που μπορεί να κινηθεί με ιδιαίτερη ευκολία μέσα στην απέραντή τους διάσταση. Την συνάντησα με αφορμή την πρόσφατη επανακυκλοφορία από τις εκδόσεις Μεταίχμιο της αγαπημένης από το κοινό τριλογίας της, “Οι Μεσημβρινοί της Ζωής” . Ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που η έννοια του ανθρώπου με ότι αυτή συνεπάγεται μονοπωλεί τα κείμενά της.

 

Η συγγραφέας Μαίρη Κόντζογλου σε μια ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ συνέντευξη στο The Look.Gr

 

 

 

  1. Οχτώ χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του πρώτου μέρους των «Μεσημβρινών», η δυναμική που βγάζουν είναι πρωτόγνωρη. Απόδειξη η νέα εύχρηστη επανακυκλοφορία τους. Σε ποια σημεία πιστεύετε ότι κρύβεται η διαχρονικότητα ενός μυθιστορήματος;

Πριν απαντήσω στην ερώτηση θα ήθελα να επισημάνω πως τα βιβλία, όταν έχουν κάτι σημαντικό να πουν, δεν παλιώνουν ποτέ. Δυστυχώς, τα τελευταία 15 (περίπου) χρόνια, εξαιτίας της τεράστιας παραγωγής που υπάρχει στη χώρα μας –σε αντιδιαστολή με το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό– ο βίος των βιβλίων είναι όλο και πιο βραχύς. Επίσης, να προσθέσω πως μέσα σ’ αυτή την τεράστια παραγωγή είναι βέβαιο πως θα κυκλοφορήσουν και βιβλία με μικρή ή ανύπαρκτη λογοτεχνική αξία, γεγονός που βλάπτει σοβαρά το βιβλίο, γιατί διαμορφώνεται η άποψη πως αυτή είναι η «δυναμική» των Ελλήνων συγγραφέων.

Η διαχρονικότητα ενός μυθιστορήματος είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Η ενδιαφέρουσα ιστορία, ο τρόπος που δίνεται στον αναγνώστη, η χρήση της γλώσσας, το επίπεδο της λογοτεχνικότητας –ας το πω έτσι–, τα μηνύματα που περιέχονται, οι ολοκληρωμένοι  χαρακτήρες και η ψυχολογική εμβάθυνση σ’ αυτούς είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που κάνουν ένα μυθιστόρημα να αρέσει για πολλά χρόνια. Η σωστή σειρά δεν είναι απαραίτητα αυτή που αναφέρω. Προσωπικά, σαν αναγνώστρια, γιατί πρωτίστως αυτό είμαι, δίνω μεγαλύτερη έμφαση στον τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένο ένα βιβλίο, όχι τόσο στο τι αφηγείται.

 

 

 

 

  1. Γιατί τριλογία; Τι αισθήματα τρέφετε απέναντι σε αυτό το είδος γραφής; Σας παρέχει -ίσως- ένα ευρύχωρο καταφύγιο σκέψης;

Μου αρέσουν τα μεγάλα, χορταστικά βιβλία, αυτά που σου κρατούν συντροφιά για πολύ καιρό, που γίνονται κομμάτι της ζωής σου.

Σε ένα πολυσέλιδο βιβλίο –όταν γράφω, δεν σκέφτομαι αν θα είναι ένα ή περισσότερα, απλά καταθέτω όσα έχω να πω και μετά αντιμετωπίζω το θέμα «σε πόσα μέρη θα εκδοθεί»– ασφαλώς και σου δίνονται ο χρόνος και ο χώρος να αναπτύξεις μια μεγάλη ιστορία, π.χ. στους «Μεσημβρινούς της ζωής» η αφήγηση αφορά πενήντα χρόνια, σου δίνεται η δυνατότητα να έχεις πολλούς ήρωες και να θίξεις πολλά, πάρα πολλά θέματα. Αν και θαυμάζω απεριόριστα αυτούς που γράφουν διηγήματα, ομολογώ πως είμαι πληθωρική στα βιβλία μου.

 

 

 

  1. Στο 1ο μέρος σε κάποιο σημείο αναφέρετε …αλλιώς μετρούσε για κείνη ο χρόνος, αλλιώς για τους μεγάλους. Αναφέρεστε προφανώς στην αποτύπωση του χρόνου στα μάτια ενός παιδιού. Ποια σημεία της παιδικής σας ηλικίας έχουν κάνει «κατοχή» στη ζωή σας και συνεχίζουν να μετρούν «αλλιώς»;

Κατά τους ψυχολόγους όλα οφείλονται στην παιδική ηλικία του ανθρώπου. Μεγαλώνοντας, απλά μαθαίνεις να ονομάζεις αλλιώς κάποια πράγματα ή καταστάσεις. 

Το χρήμα συνεχίζει να μετράει αλλιώς για μένα, αν έχω 100 θα τα ξοδέψω όλα, αν δεν έχω μία, όπως λέμε, δεν θα ξοδέψω τίποτα. Και οι σχέσεις με τους ανθρώπους: Αν δεν είναι απόλυτα καλές όπως ήμουν με τους γονείς και τον αδελφό μου, δεν θέλω επαφές. Δύσκολο αυτό…

 

 

 

 

  1. «Ούτε έντεκα χρονών κορίτσι, και είχε κοιμηθεί με τον θάνατο αγκαλιά». Ομολογώ πως είναι από τις πιο συνταρακτικές εικόνες του βιβλίου σας, αλλά που προσδίδει λογοτεχνική ενάργεια. Πώς εμπνευστήκατε το συγκεκριμένο περιστατικό;

Δεν ξέρω… Ίσως και να μη θυμάμαι σωστά πια… Από τότε έγραψα άλλα εξίμισι βιβλία…

Υποθέτω πως θέλοντας να περιγράψω το συγκλονιστικό γεγονός πως ένα παιδί ξυπνάει και το αδελφάκι που κοίμιζε στην αγκαλιά της μέσα έχει χαθεί, παιδί και θάνατος δηλαδή είναι το στοιχείο-κλειδί, έκρινα πως δεν χρειαζόταν παραπάνω από τρεις λέξεις.  Ύπνος-θάνατος-αγκαλιά. Όλα τα άλλα περιττεύουν. 

 

 

 

 

  1. Οι αφηγηματικοί τρόποι στους «Μεσημβρινούς» μαρτυρούν ενδελεχή εργασία. Από τη στιγμή της πρώτης σκέψης μέχρι την τελική τους αποτύπωση, η τριλογία πόσο χρόνο σας πήρε; Μιλήστε μας γι’ αυτή τη διαδρομή.

Τους «Μεσημβρινούς της ζωής» τους έγραφα επί τέσσερα σχεδόν χρόνια. Από τα οποία δεν έχω παρά ελάχιστες αναμνήσεις, ήμουν ολοκληρωτικά δοσμένη στη συγγραφή, κοιμόμουν στις δώδεκα και ξυπνούσα στις πέντε το πρωί με μια τεράστια λαχτάρα να  γράψω για να δω τι θα γίνει παρακάτω.

Από την αρχική σύλληψη, όπως το αναφέρω και στην εισαγωγή, η πορεία της συγγραφής ήταν ένα υπέροχο ταξίδι. Δεν είχα κάνει καν σκελετό –ποτέ δεν κάνω–, οι ήρωες γεννούσαν άλλους ήρωες, κάπου έπρεπε να το σταματήσω αυτό κάποια στιγμή.

Μελέτησα τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Β΄ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο, τους τόπους Μυτιλήνη, Ν. Υόρκη, Κλεισούρα, Κωνσταντινούπολη και δεν θυμάμαι ποιους άλλους, τη Θεσσαλονίκη και τη Σαμαρίνα τις ήξερα καλά, μελέτησα τη ζωή στην Αμερική, την κοινωνία, τις σχέσεις κ.λπ.

Όταν τέλειωσα τη συγγραφή, αισθάνθηκα μια σκληρή ορφάνια, είχα τόσο συνδεθεί με τους ήρωες που με την ολοκλήρωση του βιβλίου (των βιβλίων) αναρωτιόμουν πώς θα ήταν στο εξής η ζωή μου. Καταφυγή στην «απελπισία» μου η συγγραφή. Ξεκίνησα σύντομα να γράφω το βιβλίο που τριγύριζε στο μυαλό μου εκείνα τα χρόνια και… ο έρωτας με έρωτα περνάει!

 

 

Μεγαλώνοντας, έμαθα να περιμένω το καλό, ξέρω πως κάθε πράγμα θέλει τον χρόνο του για να γίνει, δεν βιάζομαι, δεν απογοητεύομαι.

 

 

  1. «Τα όνειρα ήταν ακριβά και αυτοί δεν είχαν το αντίτιμο να αγοράσουν εισιτήριο». Ωραίος στοχασμός! Όνειρο και πραγματικότητα. Πού βρίσκεται θεωρείτε η χρυσή τομή για την ψυχική ισορροπία του ανθρώπου; Ποια όνειρά σας δεν είχαν το…αντίτιμο για το εισιτήριο και ποια έχουν εκπληρωθεί;

Γενικά είμαι ένας τυχερός άνθρωπος, πολλές φορές μού ήρθαν πράγματα που ούτε καν τα είχα ονειρευτεί. Δεν κάνω «τρελά» όνειρα, όλα είναι ρεαλιστικά –οξύμωρο σε σχέση με το όνειρο– και ίσως γι’ αυτό μου βγαίνουν.

Μεγαλώνοντας, έμαθα να περιμένω το καλό, ξέρω πως κάθε πράγμα θέλει τον χρόνο του για να γίνει, δεν βιάζομαι, δεν απογοητεύομαι.

Τα όνειρά μου που δεν έχουν εκπληρωθεί είναι αυτά που δεν κυνήγησα για διάφορους λόγους. Επομένως δεν έχω παράπονο, δική μου ήταν η ευθύνη.  Κι αυτή τη συνειδητοποίηση τη θεωρώ σημαντική, δεν μας φταίνε οι άλλοι αν εμείς δεν τολμάμε.

 

 

 

  1. Μπαίνοντας η Βασιλική στη Θεσσαλονίκη τρόμαξε από τα αποκαΐδια της φωτιάς που είχε καταστρέψει την πόλη κι ο Σωτήρης στην εναγώνια ερώτηση της Βασιλικής τι απέγιναν οι άνθρωποι της απαντά: Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ… Πρόσφατα η χώρα μας θρήνησε σχεδόν 100 αθώες ψυχές στα αποκαΐδια της Αττικής. Αυτά τα διεστραμμένα μυαλά που υφαίνουν τέτοιες απάνθρωπες ενέργειες τι σηματοδοτούν για την πορεία μας; Το πρωτοφανές κύμα αλληλεγγύης αμέσως μετά την καταστροφή ανάβει κάποιο φως στο τούνελ;

 

Είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση όλο αυτό.

Στη συγκεκριμένη τραγωδία, η άποψή μου είναι πως έχουμε όλοι μεγάλο μερτικό ευθύνης. Η Πολιτεία που δεν τηρεί τους νόμους και υποχωρεί στις απαιτήσεις των ψηφοφόρων, εμείς σαν πολίτες που ζητάμε πάντα να εξαιρεθούμε, εμείς που παρκάρουμε όπου να ’ναι και μετά παγιδευόμαστε και καιγόμαστε ζωντανοί, εμείς που χτίζουμε τοίχους γιατί έχουμε λεφτά, βουλευτή και βολευτεί, εμείς που ξαναψηφίζουμε αυτούς που βρίζουμε.

Διεστραμμένα μυαλά και ψυχροί δολοφόνοι πάντα θα υπάρχουν. Το θέμα είναι να μην τους κάνουμε εύκολο το έγκλημα.

Ναι, υπήρξε ένα κύμα αλληλεγγύης. Φοβάμαι όμως πως το κίνητρο ήταν γιατί ταυτιστήκαμε με τους δυστυχείς ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους, θα μπορούσαμε να είχαμε καεί εμείς.

Εννοείται πως το αποτέλεσμα ήταν πολύ θετικό. Θα είχα ελπίδες όμως για να ανάψει το φως στο τούνελ αν δείχναμε την ίδια  αλληλεγγύη για τους ανθρώπους που πνίγονται στο Αιγαίο στην προσπάθειά τους να βρεθούν κάπου χωρίς πόλεμο –αυτοί είναι η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων–, αλλά και για τους άλλους που δεν εγκρίνουμε. Δυστυχώς, είναι πολύ πρόσφατο το γεγονός της Γλάδστωνος όπου ένας άνθρωπος, «διαφορετικός» από εμάς, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ με απερίγραπτο μίσος και δεν μπορώ να απαντήσω αισιόδοξα στο ερώτημά σας, αν αγαπάς, αγαπάς όλους τους συνανθρώπους σου. Υπό προϋποθέσεις, όλοι είμαστε καλοί. Ακόμα και ο πιο κτηνώδης δολοφόνος. 

 

 

 

 

  1. Συνεχίζοντας την παραπάνω ερώτηση κι εστιάζοντας στο ζήτημα της απώλειας ο Σωτήρης αναφέρει «Πεινάς, διψάς και νιώθεις τύψεις». Μια πραγματική αγάπη που κυριάρχησε του εαυτού μας και έσβησε τον εγωισμό μας, όταν χαθεί πώς βρίσκεις ξανά τους μεσημβρινούς της Ζωής;

Αν δεν ήμουν συγγραφέας, θα έλεγα πως ευθύνεται το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Επειδή γράφω, λέω πως η ζωή είναι ένα βουερό ποτάμι που σε παρασύρει θέλοντας και μη.

Πιστεύω στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι κινητήρια δύναμη για τον άνθρωπο. Σχέσεις συγγενικές, φιλικές, ερωτικές σε βοηθούν να σταθείς και να αντιμετωπίσεις πάλι τη ζωή.

Ο άνθρωπος είναι δυνατό ζώο,  κάπου θα βρει να στηριχτεί πάλι, εφόσον το θέλει. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που κάποιοι δεν θέλουν να ξεχάσουν, να προχωρήσουν. Κι αυτό, για μένα, είναι δύναμη. Επιλέγω τον πόνο. Γιατί μόνο αυτό μπορώ. Εδώ κι αν θέλει δύναμη.

Στην περίπτωση του Σωτήρη υπάρχει ισχυρότατο κίνητρο και είναι το ίδιο του το παιδί που θέλει να ζήσει διαφορετικά.

 

 

O Έρωτας είναι πειρατής που κουρσεύει αισθήσεις και μυαλό, καίει, αρπάζει, πολεμάει, νικάει, ηττάται,  πνίγεται, αναδύεται, ρίχνεται στη φωτιά. Όταν τον βλέπω κάτω από οποιαδήποτε σύμβαση –ακόμα και προφορική– χάνει τη γοητεία του.

 

 

  1. Από τον θάνατο στη ζωή και συγκεκριμένα στον Έρωτα. «Ο Έρωτας δεν θέλει δεσμεύσεις ούτε προφορικές» λέτε σε κάποιο σημείο. Με τον γάμο ή ακόμα και με τα λόγια δεσμεύουμε τον Έρωτα. Αναλύστε μας λίγο τη θέση σας πάνω στη σκέψη αυτή.

Για μένα ο έρωτας είναι κάτι… υπερφυσικό, αέρινο, μη μετρήσιμο, ελεύθερο οπωσδήποτε, άπιαστο.  Είναι πειρατής που κουρσεύει αισθήσεις και μυαλό, καίει, αρπάζει, πολεμάει, νικάει, ηττάται,  πνίγεται, αναδύεται, ρίχνεται στη φωτιά. Όταν τον βλέπω κάτω από οποιαδήποτε σύμβαση –ακόμα και προφορική– χάνει τη γοητεία του. Ας μη τον μπερδεύουμε με την αγάπη, π.χ. τη συζυγική. 

Όπως θα είδατε, περιγράφω τη Βασιλική που έχει έναν ουσιαστικά ευτυχισμένο γάμο να χάνεται μέσα στη δίνη ενός έρωτα με κάποιον άγνωστο. Κακώς τα περιέγραψα όλα τα παραπάνω. Ο δικός μου έρωτας είναι αυτό που «παθαίνει» η ορθολογίστρια Βασιλική για τον Δημητρό-Οκάν.

 

 

 

 

  1. Σε κάποιο σημείο προς το τέλος του έργου μια ηρωίδα χαμηλόφωνα μονολογώντας λέει πως ίσως η απόσταση να της έκανε καλό. Γενικευμένη άποψη που ενέχει όμως κινδύνους. Η αποστασιοποίηση από στρεσογόνες καταστάσεις πιστεύετε πως είναι μονόδρομος;

Για τη Ζωή ίσως είναι και μια δικαιολογία για ό,τι έγινε. Οι ήρωές μου είναι αδύναμοι άνθρωποι, δεν ξέρω αν λέει αλήθεια η Ζωή εκείνη τη στιγμή. Και μη μου πείτε πως πρέπει να ξέρω, μου αρέσουν τα ερωτηματικά και οι ασάφειες σε ό,τι αφορά τις συμπεριφορές των ηρώων, είναι άνθρωποι σαν όλους μας, πολλές φορές πραγματικά δεν ξέρουν τι τους γίνεται.

Μονόδρομοι δεν υπάρχουν στη ζωή. Υπάρχει θέληση να προσπαθήσεις και αδυναμία να προσπαθήσεις. Αυτό το ονομάζουμε «μονόδρομο». Δηλαδή αν σε στρεσάρουν μέχρι τρέλας τα παιδιά σου, τι θα κάνεις, θα τα εγκαταλείψεις ή θα πας για θεραπεία;

Για το κλισέ πάντως «χρειάζομαι να μείνω λίγο μόνος/η για να καταλάβω αν σ’ αγαπώ κ.λπ.» έχω καταλήξει προ πολλού. Υπάρχει άλλη/άλλος. Ας μην το παιδεύουμε περισσότερο.

 

 

 

  1. Η Βασιλική, μια από τις βασικές ηρωίδες, ξεπληρώνοντας την υπόσχεση στον νεκρό σύζυγό της χορεύει στο πανηγύρι του χωριού της και τότε …βγήκε η ψυχή από το κορμί της. Νομίζω η πιο σπουδαία σκέψη για να κλείσουμε τη συνέντευξη πάνω στους «Μεσημβρινούς». Τι ακριβώς θέλετε να αποδώσετε με αυτή τη φράση; Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να μας συμβεί αυτό και πότε νιώσατε ένα παρόμοιο συναίσθημα;

Οι μεγάλοι έρωτες, όπως του Σωτήρη για τη Βασιλική, «κατοικούν» τους ανθρώπους, ρυθμίζουν τις ζωές και τις σκέψεις τους. Η Βασιλική ήταν ένα δημιούργημα του Σωτήρη. Ασφαλώς είχε έντονη προσωπικότητα και π.Σ. (προ Σωτήρη) αλλά αυτός τη βοήθησε να γίνει η γυναίκα που γνωρίσαμε στους Μεσημβρινούς. Όταν ολοκλήρωσε το «τάμα» της, ήταν ελεύθερη να συνεχίσει τη ζωή και να περάσει σε μια άλλη εποχή.

Ο τόπος είναι ο ίδιος. Η Σαμαρίνα. Το έχω ζήσει, ίσως αυτό μετέφερα στο βιβλίο. Όταν απίθωσα τα οστά του πατέρα μου, όπως μας το είχε ζητήσει, στην αγαπημένη του ιδιαίτερη πατρίδα, κατάλαβα πως δεν χρειαζόταν πια να τον πενθώ. Είχε γυρίσει εκεί που ήθελε, άρα ήταν καλά.

 

 

 

  1. Τι σας έχει προσφέρει η λογοτεχνία και τι έχει υφαρπάξει από τη ζωή σας;

Ως αναγνώστρια συνεχίζει να μου προσφέρει τα πάντα. Γνώσεις, συγκίνηση, ενδιαφέρον, παρελθόν, μέλλον, νέους τρόπους να κοιτάω τους ανθρώπους, διεύρυνση συναισθημάτων, πολιτική αφύπνιση… Τι να πρωτοπώ;

Ως συγγραφέα μου έχει δώσει καταρχήν μια νέα ζωή, γιατί γράφοντας το πρώτο μου βιβλίο ξαναγεννήθηκα. Απίστευτες συγκινήσεις και συναισθήματα, με τους ήρωες μου συμπάσχω, προβληματίζομαι, κλαίω, θυμώνω, γελάω, ερωτεύομαι, προδίδω και πολλά άλλα.

Γράφοντας τους «Μεσημβρινούς», τα «Παλιά Ασήμια» και τις «Μαγεμένες» μελέτησα και απόλαυσα αυτη τη διαδικασία την ιστορία του 19ου αιώνα, την ιστορία της Καππαδοκίας, αλλά και τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, την ιστορία της πόλης μου της Θεσσαλονίκης…, και πόσα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα.

Ως συγγραφέα όμως η λογοτεχνία μού έχει προσφέρει κυρίως την επαφή με τον κόσμο και την αγάπη των αναγνωστών που είναι η μεγαλύτερη πηγή ανατροφοδότησης.  Τους ευχαριστώ όλους πολύ.

Τίποτα δεν μου έχει πάρει. Τα μυαλά κάπως…, αλλά τα καταφέρνω και με τα απομείναντα.

 

 

 

  1. «Η λογοτεχνία είναι η απόδειξη πως η ζωή δεν είναι αρκετή» λέει ο πορτογάλος συγγραφέας και ποιητής Φερνάντο Πεσσόα. Απαισιόδοξη άποψη αλλά με μεγάλη δόση αλήθειας. Τι αισθήματα σας γεννά αυτή η τοποθέτηση του Πεσσόα;

Υποθέτω πως μέσα από τη λογοτεχνία ζεις πολλές ζωές, των ηρώων που ταυτίζεσαι ή όχι μαζί τους, οπότε αντιλαμβάνεσαι πως δεν θα προλάβεις να γίνεις σαν τον τάδε ήρωα ή να πας στο τάδε μέρος που σου κίνησε το ενδιαφέρον.

Συμφωνώ απόλυτα πάντως με τον Πεσσόα. Η ζωή δεν είναι αρκετή, γιατί δεν προλαβαίνω να διαβάσω όσα βιβλία θέλω ούτε και να γράψω για όλες τις ιδέες που έχω.

 

 

 

  1. Ο επόμενος συγγραφικός σταθμός έχει φανεί στον ορίζοντα, κι αν ναι θα μπορούσατε να μοιραστείτε μαζί μας τις «αποσκευές» για το νέο σας συγγραφικό ταξίδι;

Ο επόμενος συγγραφικός σταθμός αρχίζει και διαφαίνεται, γράφω ένα βιβλίο εδώ και 15 μήνες και έχω περάσει τη μέση (νομίζω). Τις αποσκευές δεν συνηθίζω να τις ξεκλειδώνω πριν βάλω τη λέξη «τέλος», γιατί το ’χω γρουσουζιά.

Μπορώ να σας υποσχεθώ όμως ένα πολύ ωραίο ταξίδι, για να φανταστείτε, έχω φτάσει στο σημείο να λέω πως δεν θέλω να τελειώσω τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, γιατί  μου αρέσει  πολύ και δεν θέλω να το αποχωριστώ.

 

-Σας ευχαριστώ για τις ωραίες, μελετημένες ερωτήσεις.

-Εγώ σας ευχαριστώ πολύ για αυτή την εκ βαθέων συνέντευξή σας.

Γρηγόρης Δανιήλ, www.thelook.gr