To The Look.Gr προτείνει μια συλλογή διηγημάτων ενός νέου ταλαντάχου συγγραφέα που ξεχωρίζει ο  τρόπος της λογοτεχνικής απεικόνισης των θεμάτων του.

Οι “Σπασμωδικές κινήσεις” είναι ένα βιβλίο 14 διηγημάτων κοινωνικοπολιτικού-φανταστικού χαρακτήρα.

Επιλέξαμε από τη συλλογή το διήγημα “Το χρέος της μάνας” ένα δυνατό ψυχογράφημα μιας μάνας και του χρέους της. Είναι μια συνομιλία του εαυτού μας με τις μύχιες σκέψεις μας για το σκληρό πρόσωπο των γύρω μας.

ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Ο ουρανός έχασε το δρόμο του και με σπασμένα πόδια βούτηξε στο πηγάδι των ευχών, όταν η νύχτα άφησε τα σύννεφα να καούν πάνω στα πλημμυρισμένα από ερπετά μνήματα. Η δυνατή βροχή έπλενε με μανία το φόρεμα της τελευταίας ελπίδας και ο διάβολος ονειρευόταν το τέλος της, κρυμμένος στο ξωκλήσι της παλιάς εκκλησίας. Τα ζώα και τα φυτά βασανίζονταν ανάσκελα πάνω στις πέτρες και φώναζαν ασταμάτητα πως την ξέρουν από παιδί.
 
Το μαξιλάρι κατάπιε τις τύψεις που κουβαλούσε μέσα στα μάτια της η μάνα, αφήνοντάς τα δάκρυα της χαμένης νιότης να ματώσουν τους τοίχους της ντροπής. Οι θλιμμένες φωτογραφίες από το γάμο της, σκορπισμένες γύρω από το νυφικό της, σπαρτάραγαν μισοπεθαμένες μέσα στο μουχλιασμένο μπαούλο της καταραμένης ζωής της. Τα έπιπλα και τα προικιά σε μια σκοτεινή γωνία του σπιτιού ξερνούσαν τις στιγμές που ποτέ δεν κατάφεραν να χωνέψουν. Ο πυρετός έκαιγε το κορμί της, όσο ο δαίμονας της έφερνε σαλιγκάρια από την αυλή και τα έκρυβε κάτω από το τραπέζι της κουζίνας.
 
Με σπασμωδικές κινήσεις άρχισε να ψαχουλεύει μπρούμυτα τον κόλπο της, προσπαθώντας να γυρίσει το χρόνο πίσω για να μην τον αγαπήσει, για να μην του επιτρέψει ποτέ με μια απόφασή του να σκοτώσει το σπλάχνο της. Η μύτη της άρχισε να τρέχει φρέσκο αίμα και τα αυτιά της πάγωσαν μπροστά στον κρότο του πρώτου κεραυνού. Ένα βάρος στο στήθος την τραβούσε από τα μαλλιά, ζητώντας από εκείνη να πάει στο νεκροταφείο, να βρει τη λύση πριν προλάβει να τη δώσει. Με κίνηση ερπετού σηκώθηκε από το κρεβάτι, βίαια, και το ξύλινο δάπεδο αγκάλιασε τα γερασμένα πόδια της με στοργή χωρίς να πει κουβέντα.
 
Άνοιξε την πόρτα, ουρλιάζοντας, και βγήκε στην αυλή, τραβούσε τα αυτιά της με μανία μπροστά στη σκέψη της γλοιώδους παρουσίας που μπήκε στη ζωή της κόρης της. Απελπισμένη κατηφόρισε το σκοτεινό δρόμο του χάους, που κουβαλούσε μέσα της, προς την πλατεία του χωριού. Ήταν ένα βήμα πριν από την τρέλα. Μάλωνε τη μοίρα της και καταριόταν τη στιγμή μ’ ένα βουβό κλάμα. Τα φίδια έπαιζαν παιχνίδια στα χόρτα που πατούσε και μπερδεύονταν ανάμεσα στα πόδια της. Έσκυψε και βούτηξε από το λαιμό το μεγαλύτερο, το έβαλε στο στόμα της δαγκώνοντας το κρανίο του και κοίταξε το χιονισμένο Ταΰγετο με παράπονο.
 
«Τόση αγάπη, τόσος πόνος και υπομονή, σα να μην πέρασε μια μέρα από το χειμωνιάτικο ξημέρωμα εκείνου του Σεπτέμβρη του ΄47 που σπάραξα δίπλα από το πλυσταριό για να φέρω το κοριτσάκι μου στον κόσμο. Μόνη βόγκαγα πάνω στα τσιμέντα όσο αυτός τα έπινε με τις σάπιες μήτρες στις καλύβες. Μόνη κράτησα τη μικρή πλατούλα της αγκαλιά και φίλησα τα μάτια της. Μια ζωή δούλα στα χωράφια και στη μαυροφορεμένη μοίρα μου προσοχή, χειμώνες καλοκαίρια ταΐζοντας την υπομονή μου με τη σκέψη του παιδιού μου να χαμογελά και έρχεται τώρα ο ίδιος της ο πατέρας και μου λέει πως θα τη σκοτώσει· θέλει να δώσει το δεκατετράχρονο μπουμπούκι μου στο φονιά τσιφλικά που πενήντα έξι καλοκαίρια βλέπει τον ήλιο σκυφτός. Θα τους σκοτώσω όλους» είπε και δάγκωσε το φίδι με ακατάσχετη ορμή. Δύο ώρες περπατούσε ασταμάτητα μέσα στις λάσπες. Η καρδιά της είχε διογκωθεί από το μίσος και την απόγνωση που κατοικούσε μέσα της, δεν της έδινε άλλη επιλογή από το να συμβουλευτεί τη μάνα της.
 
Η πλατεία του χωριού την υποδέχτηκε μέσα στο σκοτάδι. Παιδικές ψυχές έπαιζαν μπάλα μ’ ένα κονσερβοκούτι στην αυλή του σχολείου και η καμπάνα της εκκλησίας βάραγε ασταμάτητα. Προχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι, τίποτα δεν μπορούσε να την αποσπάσει από την τελευταία της ελπίδα.
 
Οι άντρες στο καφενείο την κοίταζαν υποτιμητικά και τη χλεύαζαν. Ποιος ξέρει… Ίσως κι αυτοί κάποτε σταύρωσαν ένα παιδί, σκέφτηκε. Ξαφνικά η πόρτα του καφενείου άνοιξε και μια μικρόσωμη γάτα όρμησε έξω τρέχοντας. Οι άντρες, με γουρλωμένα μάτια και βρεγμένα μουστάκια από το κρασί, την καλούσαν να γυρίσει πίσω για να της χαρίσουν αιώνιο πόνο, με τα κεφάλια τους κολλημένα στο τζάμι. Τότε, ο μεγαλύτερος σε ηλικία άντρας πήρε μια σπασμένη καρέκλα και της την πέταξε, παίζοντας την τελευταία ευκαιρία των ανήθικων να κερδίσουν τη μάχη. Η γάτα, τρέχοντας με όλη της τη δύναμη, κατάφερε προσωρινά να βρει πατρίδα στα πόδια της κυρά Λένης. Η κυρά Λένη τους κοίταξε γρυλίζοντας και πήρε τη γάτα αγκαλιά. Χάθηκε προς το μονοπάτι με τις ελιές, που οδηγούσε στο νεκροταφείο. Η γάτα κοίταξε την πονεμένη μάνα στα μάτια.
 
«Σ’ ευχαριστώ!»
 
«Τι τους έκανες;»
 
«Μπήκα για λίγο να ζεστάνω το κεφάλι μου και τις τέσσερις ουρές που κουβαλάω μέσα μου, χωρίς να τους ρωτήσω».
 
«Άκαρδοι, άχρηστοι, κλέβουν τον αέρα των αγέννητων και τεντώνονται με καμάρι μπροστά στον ήλιο που δεν αξίζουν» είπε και τη χάιδεψε στο κεφάλι. Η γάτα ξάπλωσε πλαγιαστά δίπλα από το φουστάνι της, αφήνοντας την ιερή φύση της να δραπετεύσει μέσα στο άγγιγμα μιας μελωδίας γραμμένης για τη σελήνη. Το νεκροταφείο άρχισε να εμφανίζεται διστακτικά στην άκρη του λόφου. Στο θέαμα του τα δόντια της έτριξαν.
 
«Μάνα βοήθα με!» φώναξε. Σήκωσε το φουστάνι της και άρχισε να τρέχει προς την κορυφή. Το πρόσωπό της έλαμπε και τα νύχια των ποδιών της έσπαγαν το ένα μετά το άλλο από τις κοτρόνες της βίαιης ανάβασης. Τα χέρια της αγκάλιασαν την κλειστή, από το χρόνο, σιδερένια πόρτα του νεκροταφείου με λαχτάρα και συγκίνηση.
 
«Δεν έχω δύναμη! Μόνο τύψεις…» ψέλλισε, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε απότομα μπροστά στο πέρασμα του πόνου. Τα πόδια της μάτωσαν στην άτσαλη πτώση. Σηκώθηκε και πήρε όσο αίμα μπορούσε στα χέρια της, από τα ανοιγμένα σαν φύλλα γόνατά της, μαζί με σάρκα και χαλίκια και τα σκούπισε πάνω στο λευκό φόρεμά της. Το αίμα έσταζε τα μυστικά του, ζεστά, πάνω στα ξεχασμένα μάρμαρα, ζωγραφίζοντας στο πέρασμα του κηλίδες και προφητικά σχήματα, που κανείς δεν θα δει και κανείς δεν θα διαβάσει πέρα από τα σκουριασμένα καντήλια. Το μνήμα της μάνας της την καλωσόρισε, κάνοντας τον ουρανό να κλάψει. Πυκνά σύννεφα αγκάλιασαν το τοπίο της τελικής κρίσης.
 
«Μάνα το παιδί μας, μάνα ξύπνα! Τι να κάνω; Η ζωή μου τελειώνει» είπε και αγκάλιασε το τελευταίο κρεβάτι της γυναίκας που την έφερε στον κόσμο. Ο τάφος, παντρεμένος με τα σημάδια των καιρών, την υποδέχτηκε κοιτώντας την κατάματα με μια ανατριχιαστική θλίψη. Περικυκλωμένος από αυτιστικούς αρουραίους, που κελαηδούσαν δίπλα στις σπασμένες εικόνες, υποκλίθηκε γεμάτος δέος. Ξαφνικά, ένας δυνατός σεισμός έκανε την εμφάνισή του και ο λόφος άρχισε να τρέμει σαν άρρωστο πρόβατο στο στόμα του λύκου.
 
Το χώμα και οι πέτρες άρχισαν να υποχωρούν και η γη μπροστά της άνοιξε σαν πεταλούδα τα φτερά της, φέρνοντας στην επιφάνεια το φέρετρο της μάνας. Το κουράγιο της άρχισε να φεύγει στάλα-στάλα. Αφρισμένη από τη λύσσα χτυπούσε το σάπιο φέρετρο με μανία. Η πέμπτη γροθιά άνοιξε την πρώτη τρύπα. Μεγάλα, πορτοκαλί, χνουδωτά σκουλήκια ξεχύθηκαν από το εσωτερικό της, βάζοντας το χέρι της από μέσα. Μ’ ένα δυνατό τράβηγμα του ξύλου ξεσκέπασε τελείως το πτώμα. Στον ήχο της σπασμένης κάσας γέλασε άγρια.
 
Το πτώμα της μάνας της ξεδίπλωσε τον άλλο κόσμο σχεδόν ακαριαία και σηκώθηκε κομματιασμένο, βγάζοντας έναν ακαθόριστο ήχο. Τα μάτια της ήταν θολά, σαν το μέλλον της εγγονής της. Ντυμένη μ’ ένα μαύρο φόρεμα άπλωσε τα χέρια της ψηλά και άφησε τα δάκρυά της να χαθούν μέσα στο λάκκο. Τα πόδια της κυρά Λένης λύγισαν.
 
«Μάνα, ο Κωνσταντίνος δίνει την εγγόνα σου για σφαγή, θέλει να παντρέψει το κοριτσάκι μας με το γέρο, για να ’χουμε να τρώμε λέει» είπε και η ανάσα της χάθηκε…
 
«Σήκω παιδί μου, κατηφόρισε προς το σπίτι και πάρε τη ζωή της στα χέρια σου. Μια χάρη θέλω μόνο… Τη δική τους ζωή στα χέρια μου!»
 
«Παναγία μου!» ξεφώνισε. «Τι όνειρο ήταν αυτό Θεέ μου!» Με κίνηση ερπετού, σηκώθηκε από το κρεβάτι, βίαια, και το ξύλινο δάπεδο αγκάλιασε τα γερασμένα πόδια της με στοργή χωρίς να πει κουβέντα. Άνοιξε το μπαούλο και πήρε την καραμπίνα. Ήταν πλέον σίγουρη για το ποιος έπρεπε να σώσει το σπλάχνο της…
 
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
 
« Σπασμωδικές Κινήσεις »
Περιεχόμενα
1. Το χρέος της μάνας
2. Τα κορίτσια με τα ιπτάμενα ποδήλατα
3. Τεχνική χαλάρωσης
4. Επαφή τέταρτου τύπου
5. Ο αρχαίος εραστής
6. Όχι καραβολίδες
7. Θέλω ένα τσιγάρο
8. Ροδάκινο
9. Φύλακας άγγελος
10. Η μάσκα
11. Με σκότωσες
12. Άρρωστα πτηνά
13. Η γαρίδα
14. Ανθρωπολογικός κήπος
 
ISBN 978-960-93-8207-6
Μέγεθος: A5 148 x 210mm
Συγγραφέας: Φώτης Μπίμπιζας
Επιμέλεια: Γιώτα Μαραγκού
Εικονογράφηση: Elisavetio Mita
Σχεδιασμός Εξωφύλλου: Νίκος Μπίμπιζας
 
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Ο Φώτης Μπίμπιζας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 02/08/1988. Σήμερα κατοικεί στο Περιστέρι Αττικής. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου “Σπασμωδικές Κινήσεις”, μιας συλλογής διηγημάτων που γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 2016. Οι Σπασμωδικές Κινήσεις αποτελούνται από 14 διηγήματα κοινωνικοπολιτικού-φανταστικού χαρακτήρα. Διηγήματα του συγγραφέα φιλοξενούνται σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, ενώ κάποια από αυτά έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά και Ιταλικά. Το ιστορικό περιοδικό λογοτεχνίας Αιολικά Γράμματα του κυρίου Κώστα Βαλέτα δημοσίευσε δύο διηγήματα των Σπασμωδικών Κινήσεων. Ο Φώτης Μπίμπιζας είναι vegan ακτιβιστής υπέρ της ολικής απελευθέρωσης των ζώων. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο “Πολύχρωμο Όνειρο”.
 
 
1