Στην «Κολεξιόν», μια μαύρη κωμωδία με λίγο θρίλερ και έκδηλο το πιντερικό στοιχείο με την δραματουργική ένταση, τις σιωπές να πρωταγωνιστούν και την απειλητική ατμόσφαιρα να πλανάται στον αέρα, είδαμε ένα προσεγμένα επιλεγμένο κουαρτέτο να κινείται με απόλυτη σαφήνεια, χάρη και γοητεία, κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τάσου Πυργιέρη, που έστησε αριστοτεχνικά μια σύγχρονη, αφαιρετική και ελκυστική παράσταση.

 

Κριτική – Παρουσίαση – Photos: Γιάννης Ζαμπατής

 

 

Στην «Κολεξιόν» πρωταγωνιστούν τρεις άνδρες και μία γυναίκα, που ανήκουν στον χώρο της μόδας και κατοικούν σε περιοχές της καλής κοινωνίας του Λονδίνου.

Από την μια είναι ο Χάρυ (Θάνος Λέκκας), ένας σαραντάρης σχεδιαστής μόδας που συγκατοικεί με τον αρκετά νεότερο του και ιδιαίτερα εμφανίσιμο σύντροφο του τον Μπιλ (Χρήστος Σταθούσης), κάπου στην Μπελγκράβια.

Από την άλλη ο Τζέιμς (Αλέξανδρος Βάρθης), ένας ευπαρουσίαστος τριαντάρης, που κατοικεί με την συνομήλικη σύζυγο του Στέλλα (Παναγιώτα Βιτετζάκη), κάπου στο Τσέλσι.

 

 

Η επιφανειακή ηρεμία και οι ισορροπίες διαταράσσονται ξαφνικά, όταν ο Χάρυ δέχεται ένα απροσδόκητο νυκτερινό τηλεφώνημα από έναν άγνωστο που ζητούσε τον σύντροφο του τον Μπιλ.

Με αφορμή μια τυχαία(;) συνάντηση του Μπιλ και της Στέλλας στο Λιντς στο πλαίσιο μιας επίδειξης μόδας και την υποψία μιας ερωτικής απιστίας, ο Πίντερ βάζει τους ήρωες του να αναμετρηθούν σε ένα αδυσώπητο παιχνίδι κυριαρχίας, με έκδηλη την ειρωνεία και την προσπάθεια ατομικής επικράτησης και επιβεβαίωσης του εγώ τους, στην αναζήτηση της αλήθειας του τι πραγματικά συνέβη εκείνη την νύχτα στο Λιντς.

Ξεδιπλώνεται ατόφιο το πιντερικό στοιχείο χρησιμοποιώντας την γλώσσα όχι για να επικοινωνήσει, αλλά να δημιουργήσει σύγχυση και να αποκρύψει. Κυρίαρχο στοιχείο του οι εναλλασσόμενες σιωπές με τις παύσεις και έναν λόγο που είναι οφθαλμοφανές ότι κάτι άλλο εννοεί από αυτό που ακούγεται.

Σ’ αυτό το παιχνίδι διαφαίνεται μια προσπάθεια αποδόμησης χαρακτήρων και επικράτησης της ιστορίας του καθενός από τους ήρωες κατά το δοκούν.

Κι εδώ ο Πίντερ αδιαφορεί για την τελική κάθαρση και προκαλεί λεκτικές αναταραχές και εσωτερικές ανακατατάξεις, που απλά αφήνει τους ήρωες του να εκτεθούν μπροστά μας και μας αφήνει εμάς τους θεατές να αποκρυπτογραφήσουμε αυτόν τον λόγο.

Γι’ αυτό και στην ιστορία δεν γίνεται ποτέ σαφές αν η απιστία συνέβη ή όχι με τις συνεχείς εναλλαγές της τοποθέτησης των γεγονότων.

 

 

Ο Τάσος Πυργιέρης μελετάει αυτό το έργο και αφουγκράζεται την σπουδαιότητα των ανθρώπινων σχέσεων που σήμερα περισσότερο από ποτέ ταλανίζονται από την κοινωνική αλλοτρίωση και τις συνθήκες επιβίωσης και στήνει μια σύγχρονη και σκηνικά αφαιρετική παράσταση, με αυτό το τόσο επίκαιρο θέμα.

Ο  Τάσος Πυργιέρης μεγαλουργεί, έχοντας βέβαια γερά εργαλεία στα χέρια του, την απόλυτη αντίληψη του συγκεκριμένου πιντερικού έργου, την σκηνική αφαίρεση και τέσσερεις έξοχους ηθοποιούς που κατάφεραν να αποδώσουν το πνεύμα.

Στην σκηνή, τοποθετεί  με αφαιρετική άνεση στον ίδιο χώρο τις οικίες των δύο ζευγαριών αυτήν της Μπελγκράβια και εκείνην του Τσέλσι, σε ένα σκηνικό με τυλιγμένα με νάιλον έπιπλα, γιατί δεν έχουν σημασία και στον αφαιρετικό εσωτερικό διάκοσμο που δίνει την ευκαιρία στον θεατή να επικεντρωθεί στην αποκρυπτογράφηση του λόγου και την ερμηνεία των συναισθηματικών εκφράσεων των ηθοποιών.

Τοποθετεί ακριβώς εκεί που πρέπει τους ηθοποιούς του είτε στον υποτιθέμενο ιδιωτικό τους χώρο, είτε σε μια τολμηρή κοινή συνύπαρξη στον ίδιο χώρο που με την γοητευτική χορογραφημένη κίνηση, δίνουν μοναδικές σκηνικές στιγμές, μπροστά σε αόρατες πόρτες ή μαζί στον καναπέ.

 

 

Η υποβλητική και όπως πάντα ιδιαίτερη μουσική του Δημήτρη Μαραμή, αλλά και ο στυλιζαρισμένος «ψυχρός» φωτισμός του κόσμου της μόδας, δίνουν την πρέπουσα έμφαση σε αυτό που έίχε στο μυαλό του ο συγγραφέας, αλλά και μέσα από την πραγματικά εμπνευσμένη σκηνοθετική ματιά του Τάσου Πυργιέρη.

Μικρά επιπλέον σκηνοθετικά ευρήματα, όπως το ποτήρι  με το γκρέιπφρουτ κάτω από τα καθίσματα των θεατών, αλλά και το «αόρατο» γατάκι, όλα τα λεφτά, όπως θα μας επιτρεπόταν να πούμε στην αργκό!!!

 

 

Το εκλεπτυσμένο αυτό χιούμορ ερχόταν αρμονικά σε αντίθεση με την υποβόσκουσα απειλή, στην αναζήτηση αυτής της αλήθειας που δεν ήρθε ποτέ, προσφέροντας σε εμάς τους θεατές την ευκαιρία μιας αναζήτησης των δικών μας κρυφών επιθυμιών και ανεύρεσης της δικής μας αλήθειας.

Ο Χάρολντ Πίντερ είναι ο συγγραφέας που μετέτρεψε σε δραματική συνθήκη την πάρα πολύ σημερινή έννοια του «άλλα λέω και άλλα τρέχουν από κάτω». Η πιντερική ατμόσφαιρα που προκύπτει από αυτή τη διττότητα» όπως είχε επισημάνει παλιότερα ο Μιχάλης Μαρμαρινός «απαιτεί ωστόσο από τον ηθοποιό μια πολύ ειδική δουλειά αφαίρεσης και οι έλληνες ηθοποιοί δεν είμαστε ιδιαίτερα εκπαιδευμένοι σε αυτό».

Σήμερα όμως σε αυτήν την παράσταση, πιστεύω ότι διαψεύδεται, αφού ο Θάνος Λέκκας, ο Χρήστος Σταθούσης, ο Αλέξανδρος Βάρθης και η Παναγιώτα Βιτετζάκη, έρχονται έτοιμοι να αναμετρηθούν με τον πιντερικό λόγο και το φλεγματικό του χιούμορ, με την καθοδήγηση  του Τάσου Πυργιέρη.

Ελκυστικές παρουσίες όλοι τους με αξιοθαύμαστη άνεση στην εναλλαγή συναισθημάτων και μετάβασης από το χιούμορ στο τραγικό και το σοβαρό, με καθαρό λόγο, αλλά και την χάρη στην σωματική κίνηση την όμορφα χορογραφημένη, έδωσαν ερμηνείες αξιόλογες καθένας μόνος, αλλά και όλοι μαζί ένα ταιριασμένο ανσάμπλ.

Ο Αλέξανδρος Βάρθης, επιβλητικός με το εκτόπισμα του και τις εξάρσεις του φερόμενου ως απατημένου συζύγου, ενώ η Παναγιώτα Βιτετζάκη αέρινη στο ατσαλάκωτο και υπέρκομψο φόρεμα της, υποστήριζε την δική της εκδοχή.

 

 

Ο Θάνος Λέκκας κρατάει έναν εξέχοντα κατά κάποιον τρόπο ρόλο, αφού από αυτόν ξεκινάει να ξετυλιχτεί το κουβάρι και ερμηνεύει και τον ας πούμε πιο εύθραυστο χαρακτήρα ενός περασμένα σαράντα πλούσιου κυρίου που αγωνιά στην κάθε αφορμή και υπόνοια ότι μπορεί να χάσει τον πολύ νεότερο και ιδιαίτερα όμορφο σύντροφο του.

Και αυτή η επιλογή του από τον Τάσο Πυργιέρη θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα ακόμα σκηνικό εύρημα που αμβλύνει την διαφορά ηλικίας και την αιωρούμενη ανησυχία, μιας και ο Θάνος Λέκκας είναι νεότατος και εμφανίσιμος και ως εκ τούτου του δίνεται η ευκαιρία να αναπτύξει έξοχα τον απαιτητικό αυτό ρόλο.

 

 

Ο Χρήστος Σταθούσης από την άλλη, έχει όλο το πακέτο για τον ρόλο που του έχει ανατεθεί τον οποίο αναπτύσσει και ερμηνεύει με μιαν υπέροχη αφέλεια και μια φρεσκάδα μετά από δύο χρόνια που είχε να πατήσει στο σανίδι. Γοητευτικοί, αφοπλιστικοί, σχεδόν υπνωτιστικοί ο Θάνος Λέκκας και ο Χρήστος Σταθούσης, θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν το ντουέτο της χρονιάς για την έξοχη χημεία την ερμηνεία και την σκηνική παρουσία τους.

Εξαιρετικό δείγμα με λεπτοδουλεμένες λεπτομέρειες που γίνεται κέντημα στα χέρια του Τάσου Πυργιέρη το έξοχο αυτό πιντερέσκ, μια παράσταση από αυτές που θα θέλαμε να βλέπουμε συχνότερα.

 

 

Όσο για την ιστορία, η «Κολεξιόν» (The Collection), θεωρείται ως ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ, γράφτηκε το 1961 για την τηλεόραση και έκανε πρεμιέρα με την Royal Shakespeare Company στο Aldwych Theatre στο Λονδίνο το 1962 σε κοινή σκηνοθεσία του συγγραφέα με τον Πήτερ Χολ.

Ο Πίτερ Χολ, ο σκηνοθέτης που έχει ανεβάσει Πίντερ περισσότερο από κάθε άλλον, αναφέρει ότι στα έργα του «οι λέξεις είναι όπλα που οι χαρακτήρες χρησιμοποιούν για να ενοχλήσουν ή να καταστρέψουν ο ένας τον άλλο».

Τηλεοπτικά μεταφέρθηκε πολύ αργότερα το 1976 με τους Λόρενς Ολίβιε, Άλαν Μπέιτς, Έλεν Μίρεν και Μάλκομ Μακντάουελ.

Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1971 στο Θέατρο Έλσας Βεργή με το τίτλο «Η συλλογή» σε μετάφραση Παύλου Μάτεση σε συλλογική σκηνοθεσία με τους Πάνο Παπαϊωάννου, Ακτή Δρίνη, Νίκο Πόγια και Χρήστο Κελαντώνη.

Ωστόσο η παράσταση που το καθιέρωσε στο ελληνικό θέατρο ήταν εκείνη του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με τίτλο «Επίδειξη μόδας» σε μετάφραση και σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη τον Δεκέμβριο του 1976 με τους Αλέκο Ουδινότη, Μαίρη Χρονοπούλου, Γιάννη Βόγλη και Φαίδωνα Γεωργίτση. 

Σημειωτέον ότι η επόμενη παρουσίαση του έργου έγινε επίσης στη Θεσσαλονίκη το 1982 στο Θέατρο Άδωνις με τίτλο «Κολλεξιόν» σε μετάφραση Ρούλας Πατεράκη και σκηνοθεσία Αχιλλέα Ψαλτόπουλου και ήταν η πρώτη φορά που έγινε σε ελληνική παράσταση χρήση βίντεο.

Η τελευταία φορά που ανέβηκε το έργο ήταν στο Θέατρο «Εμπορικόν» το 2014 σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη.

 

 

1