Μια ακόμα ιδιαίτερη παράσταση έκλεισε τον κύκλο της στο Θέατρο Σταθμός και από αύριο τριήμερο στην Πάτρα. Ο Γιάννης Λεοντάρης σκηνοθετεί με σαφήνεια ένα «έπος δωματίου» με παράθυρο στον κόσμο που ενώνει παρελθόν και μέλλον και στέλνει μηνύματα αισιοδοξίας για την ζωή, έχοντας σαν άσο στο μανίκι του τρεις εξαίρετους ηθοποιούς, ενώ μέσα από την ιστορία τους πολλοί θα αναγνώρισαν προσωπικά βιώματα.

 

 

Κριτική – Παρουσίαση: Γιάννης Ζαμπατής

Το «Όπως πάει το ποτάμι» του Μάρτιν Σέρμαν, 40 χρόνια μετά το εμβληματικό «Bent» που εξερευνά την δίωξη τον ομοφυλόφιλων κατά την διάρκεια του Ολοκαυτώματος, είναι το τελευταίο του έργο που γράφτηκε το 2014.

Μέσα από το έργο αυτό έρχονται στο προσκήνιο αληθινές ανθρώπινες στιγμές και συναισθήματα που μπορεί να βιώσουν δύο άνθρωποι όταν οι ζωές τους έρθουν σε επαφή. Ένα τυχαίο sex date, μια ερωτική εξομολόγηση και μια μακροχρόνια σχέση αποκαλύπτουν ότι τα ίδια συναισθήματα μπορεί να νιώσει κάθε άνθρωπος ασχέτου σεξουαλικού προσανατολισμού. Οι ανασφάλειες, η ανάγκη για επιβεβαίωση, η φθορά του χρόνου και ο φόβος του γήρατος, η έλξη ανάμεσα σε δύο άτομα με μεγάλη διαφορά ηλικίας, ο πόθος, όλα μπορούν να συμβούν.

 

 

Ο Μπο (Περικλής Μουστάκης) είναι ένας 62χρονος πιανίστας της τζαζ που έχει περάσει μια συνταρακτική αλλά και δύσκολη ζωή λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Παρόλα αυτά η ανθρώπινη του υπόσταση του υπενθυμίζει τις σεξουαλικές ανησυχίες και αποφασίζει να κλείσει ένα sex date μέσω μιας gay εφαρμογής, στο οποίο ανταποκρίνεται ο Ρούφους (Μάνος Καρατζογιάννης), ένας νεαρός διπολικός δικηγόρος.

Τελικά τα δύο αυτά ετερόκλητα άτομα συναντιούνται και η συνεύρεση μιας ερωτικής βραδιάς εξελίσσεται σε μια «θυελλώδη» σχέση που διήρκεσε 13 ολόκληρα χρόνια. Μια σχέση με όλες τις διακυμάνσεις, τον έρωτα, την επιθυμία, την υπερβολή, τις εντάσεις, τις συγκρούσεις και όλα εκείνα που θα χαρακτήριζαν την προσπάθεια επιβολής αλλά και αποδοχής δυο ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές και ερεθίσματα. Μια σχέση που στην πορεία της διαπερνάνε ο ερωτισμός, η γοητεία, το σεξ η αγάπη, το νοιάξιμο, η φροντίδα και η στοργή.

 

Ο Ρούφους γοητεύεται από το παρελθόν του Μπο και μάλιστα από τις μουσικές του καταβολές σε εποχές που τις θεωρούσε περισσότερο ελκυστικές και μέσα από αυτήν την δίψα του να γνωρίσει τον Μπο και το παρελθόν του καταγράφει με ντοκυμαντερίστικο τρόπο τις καταστάσεις που έζησε, δίνοντας μας με γλαφυρότητα όλους εκείνους τους αγώνες της Lgbt κοινότητας από την πρώτη ηττημένη επανάσταση των gay την δεκαετία του ’60 μέχρι το σήμερα όπου διαφαίνεται μια αυξημένη αγωνιστικότητα για τη διατήρηση των δικαιωμάτων, την ορατότητα και την αποδοχή.

Περνάνε μέσα από την αφήγηση γνωστές καταστάσεις όπως οι διαδηλώσεις και η εξέγερση του Stonewall αλλά και η λιγότερο γνωστή περίπτωση του Gene Malin, του πρώτου gay perfomer στα χρόνια του Μεσοπολέμου, καθώς και η δολοφονική-εμπρηστική επίθεση στο Upstair’s Lounge της Νέας Ορλεάνης, αλλά και οι απώλειες από την έξαρση του AIDS.

 

 

Ο Γιάννης Λεοντάρης καταφέρνει να δώσει μια μεστή σκηνοθετική μορφή στην παράσταση σεβόμενος απόλυτα αυτό που ήθελε να δώσει ο συγγραφέας μέσα από το προσωπικό του αυτό έργο, χωρίς να παρασύρεται σε υπερβολές των χαρακτήρων που κάποιοι καταφεύγουν χάριν εντυπωσιασμού, ούτε όμως και με επικριτική διάθεση. To δύσκολο εγχείρημα να χωρέσει σε ένα «έπος δωματίου» μια εκ βαθέων συγκινητική ερωτική εξομολόγηση και μια επική αφήγηση είτε μέσα από την ζωντανή δραματουργία, είτε με τις προβολές βιντεοσκοπημένων ιστορικών ντοκουμέντων, πετυχαίνει στο έπακρον. Το σκηνικό είναι το δωμάτιο που περικλείει τον ψυχισμό του Μπο, αλλά με ένα παράθυρο ανοιχτό στον έξω κόσμο που ενώνει παρελθόν με παρόν.

Ο Αντώνης Πέρρης δίνει μια μετάφραση τόσο εύγλωττη, αφού έχει αφουγκραστεί και έχει μελετήσει τους ήρωες και τον ψυχισμό τους, τα γούστα τους και το ντύσιμο τους. Στηρίζεται περισσότερο στον ψυχολογικό και λιγότερο στον φιλολογικό ή πολιτικό άξονα, δίνοντας εξαιρετικό υλικό σε ένα αξιόλογο καστ.

 

 

Ο Περικλής Μουστάκης δίνει μια εξαίρετη ερμηνεία με σαφήνεια και δραματική ένταση, καταγράφοντας ερμηνευτικά τις τραγικές καταστάσεις του παρελθόντος του και κρατώντας συγχρόνως την γοητεία του συνειδητοποιημένου gay της ηλικίας του με τις εξάρσεις κομψότητας και χάρης. Με αποκορύφωμα η ερμηνευτική του δεινότητα να αποτυπώνεται με συγκλονιστικά γκρο πλαν στην κινηματογραφημένη κατάθεση ψυχής εξιστορώντας οδυνηρά περιστατικά από την ζωή του.

Μα εξίσου κατασταλτικά στην θεατρική δράση και τα κινηματογραφημένα ντοκουμέντα από περιστατικά του παρελθόντος αλλά και μουσικά δρώμενα. Υπέροχη η περίφημη τότε Mabel Mercer που ερμηνεύει Col Porter, την οποία φαίνεται ότι ο Μπο συνόδεψε κάποτε στο πιάνο.

Ο Μάνος Καρατζογιάννης από την πρώτη στιγμή εισβάλει στην σκηνή σαρωτικός, γοητευτικός και ερωτικός όπως εισβάλει έτσι και στην ζωή του Μπο. Οι εναλλαγές της διάθεσης και του διπολισμού του απόλυτα ευκρινείς ερμηνευτικά. Με τον Περικλή Μουστάκη συνδυάζουν ένα ερμηνευτικό δίδυμο που ενώ είναι τόσο διαφορετικοί άλλο τόσο γίνονται ένα.

 

 

Ρεαλισμός λοιπόν χωρίς δραματουργικές υπερβολές δίνουν μια παράσταση με απόλυτο σεβασμό στον άνθρωπο και τα συναισθήματα με ένα τέλος που θα μπορούσε να πει κανείς ότι από κάποια «κανονικότητα» κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει.
Ίσως από αυτόν τον ρεαλισμό ξεφεύγει κάπως η διστακτικότητα και ο προσχηματισμός στις ερωτικές περιπτύξεις των δύο ανδρών που παραπέμπει σε μη απενοχοποίηση κάποιων πραγμάτων που θα έπρεπε να λέγονται με το όνομα τους.

Όσο σαρωτική και αν ήταν αυτή η σχέση κάποιος από τους δύο ήταν μοιραίο να μην μπορέσει να ακολουθήσει, όπως στην περίπτωση του Μπο ο οποίος απέρριψε την επισημοποίηση και την δέσμευση μετά από την πρόταση του Ρούφους για επίσημη συμβίωση και υιοθεσία ενός παιδιού.

Έτσι εμφανίζεται και το τρίτο πρόσωπο, καταλύτης σε αυτήν την σχέση, ο Χάρυ (Δημήτρης Ροΐδης), ένας νεαρός drug performer, που ήταν το πρόσωπο που ανταποκρίθηκε στα θέλω και τις ανάγκες του νεαρού Ρούφους, ο οποίος ήδη είχε αρχίσει να μεγαλώνει και να ωριμάζουν μέσα του οι επιθυμίες ζωής. Ο Δημήτρης Ροΐδης ερμήνευσε αυτόν τον ρόλο με φρεσκάδα και ταμπεραμέντο, ενώ ήταν γοητευτικότατος στην τραγουδιστική του performance.

 

 

Βέβαια θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος πως γίνεται ένας νεαρός που ελκύεται από έναν μεγαλύτερο του και μάλιστα σε σχέση ζωής να στρέψει το ενδιαφέρον του σε κάποιον αρκετά νεότερο του. Ίσως ο συγγραφέας θέλει να δείξει ένα από τα αυτονόητα ότι στην ζωή και στον έρωτα τα πάντα μπορούν να συμβούν.

Μια έξοχη στο σύνολο της παράσταση και καθόλα επίκαιρη με τα μηνύματα που προσλαμβάνει ο καθένας μας σήμερα που κάθε άλλο γίνεται επιτακτικότερη η ανάγκη για διεκδίκηση των δικαιωμάτων κάθε ανθρώπινου όντος ανεξαρτήτως φύλλου, φυλετικότητας, ή σεξουαλικού προσανατολισμού και μια εποχή που η έμφυλη βία και η αντιμετώπιση της σοκάρει πολλές συνειδήσεις.

 

 

0