Μετά από τον πολύμηνο αποκλεισμό μας από τα θέατρα, άρχισαν σιγά-σιγά οι πρώτες παραστάσεις, πάντα όμως με περιοριστικά μέτρα. Εμείς όμως συνεχίζουμε να φέρνουμε κοντά μας καλλιτέχνες για να μοιραζόμαστε μαζί τους τις σκέψεις τους και τα σχέδια τους, παρουσιάζοντας και θυμίζοντας την προσφορά τους στον χώρο με το έργο τους. Μαζί μας σήμερα ο Στέφανος Κακαβούλης, ένας εκπρόσωπος της νέας γενιάς, που με την τριπλή ιδιότητα του σαν ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης, έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στις αθηναϊκές σκηνές με παραστάσεις που κάθε άλλο θα άφηναν αδιάφορο τον θεατή.

 

 

Συνέντευξη στον Γιάννη Ζαμπατή

Φωτογραφική κάλυψη: Γιώργος Στεργιόπουλος  George Stergiopoulos Photography

 

Βραδάκι στην «Ψιψίνα», ο Στέφανος εμφανίζεται για την κουβέντα μας ακριβώς όπως τον περίμενα. Απλός, χαμογελαστός, ευδιάθετος, έτοιμος για όλα… μια εκ βαθέων συζήτηση και μια αποκαλυπτική φωτογράφιση στο Στούντιο Π56, όπως και το έκανε.

 

Στέφανε χαίρομαι που είσαι μαζί μας απόψε για να μιλήσουμε για θέατρο και όχι μόνο, μέσα από μια αναδρομή της θεατρικής και κινηματογραφικής πορείας σου. Πέρα από την αγάπη σου για την ποίηση, είσαι ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας. Με ποια σειρά θεωρείς ότι σε προσδιορίζουν αυτές οι ιδιότητες;

Σύμφωνα με τα περισσότερα που έχω κάνει μέχρι τώρα, πάει πρώτα ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, δηλαδή έχω κάνει πιο πολύ ρόλους, μετά έργα και μετά σκηνοθετήσει. Ποιητικά τώρα, η ποίηση είναι μια αγάπη, δεν θεωρώ τον εαυτό μου ποιητή.

 

Και θα ξεκινήσω με το Howl το εμβληματικό ποίημα του Άλεν Γκίνσμπεργκ, όπου και σε πρωτογνώρισα επί σκηνής. Ένα ποίημα που αντιπροσωπεύει ένα ολόκληρο κίνημα, της beat λογοτεχνίας, αποφασίζεις να το μεταφέρεις θεατρικά στην σκηνή. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να προσεγγίσεις προβλήματα μιας ολόκληρης κοινωνίας και να τα μεταφέρεις με τη συνοδεία ενός κρουστού στον θεατή;

Κατ’ αρχάς έχω αγάπη με την ποίηση, λατρεία με την ποίηση. Πρώτη φορά που έκανα ποίηση ήταν το 2011 με τον Αντίνοο του Πεσσόα, που εκεί δεν είχα σκηνοθετήσει, αλλά ήταν δική μου ιδέα.

Ένα κείμενο του Πεσσόα που αναφερόταν στον έρωτα του Αδριανού για τον έφηβο Αντίνοο, ένα άκρως ερωτικό ποίημα, που ήταν σαν μονόλογος, γιατί ήταν μια εξομολόγηση. Το πρότεινα στο Γιώργο Λιβανό και το κάναμε. Έτσι ήταν η πρώτη μου απόπειρα ποίησης στη σκηνή και είπα ότι αυτό εμένα μου ταιριάζει, μου κάνει.

Επειδή διαβάζω πολύ ποίηση, μ’ αρέσει πολύ η ποίηση, ενίοτε γράφω κιόλας, το Howl το ήξερα και το λάτρευα σαν κείμενο, την ιστορία του. Ίσως είναι η πρώτη στη σύγχρονη εποχή, η μόνη φορά που έχει γίνει δικαστήριο για ποιητική συλλογή. Είχε τόσο πολύ επηρεάσει την κοινωνία, είχε δημιουργήσει τέτοιες αντιδράσεις, που έγινε δίκη.

Και μάλιστα έγινε και ταινία που πραγματεύεται την ιστορία της δίκης, με τον Τζέϊμς Φράνκο στο ρόλο του Γκίνσμπεργκ. Είδα και την ταινία, ξαναδιάβασα το ποίημα και με συνεπήρε όλο αυτό το πράγμα.

 

 

Θεωρώ ότι η ποίηση, ο καλός ποιητικός λόγος είναι ευτυχώς πάντοτε σύγχρονος, πάντοτε επίκαιρος και ειδικά αυτό το ποίημα που χτυπάει τον καπιταλισμό και τον υλισμό, τα πράγματα που βιώνουμε τώρα, την έλλειψη πνεύματος.

Τα λέει τα πράγματα πάρα πολύ ωμά, με σκληρό λεξιλόγιο, με μια γλώσσα, που ναι μεν είναι ποιητική και συμβολική, αλλά και πάρα πολύ σύγχρονη. Έτσι είπα ότι αυτό έπρεπε να ακουστεί και έκανα τις κινήσεις και ανέβηκε στη σκηνή, το έστησα στη σκηνή.

Επειδή η ποίηση έχει τον κίνδυνο να καταφεύγει σε απαγγελία πολλές φορές και δεν ήθελα να γίνει κάτι τέτοιο. Όποιος θέλει μπορεί να πάρει να διαβάσει το βιβλίο. Αποκτά μια θεατρική διάσταση λοιπόν και να γίνει μια θεατρικοποίηση.

Το θέατρο είναι δράση και εικόνα. Οπότε, έτσι ήρθε η ιδέα της ζωντανής μουσικής και επειδή έχουμε να κάνουμε με beat ποιητές, συνειρμικά ήρθε το κρουστό. Και βρέθηκε ο Μάνος Βεζύρης και δουλέψαμε όλο το λόγο επάνω στο  μπιτ που έπαιζε και πολλές φορές έλεγα ρυθμικά το λόγο με τον ίδιο ρυθμό που έπαιζε αυτός.

Με αυτόν τον τρόπο έσπασε η απαγγελία τελείως και δημιούργησε μια άλλη συνθήκη, την οποία την είδες κιόλας. Έδωσε μια άλλη δυναμική στο κείμενο και πέρασε στο κοινό αυτό. Νομίζω το στοίχημα κερδήθηκε και ο Μάνος παρά τις ανασφάλειες του, βούτηξε σ’ αυτό, διάβασε πάρα πολύ, το δουλέψαμε και βγήκε χημεία.

 

 

Με την ποίηση και πάλι με μονόλογο, καταπιάνεσαι και παλιότερα, όπως μας είπες, με τον Αντίνοο του Φερνάντο Πεσσόα, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λιβανού. Φέρνοντας σε πέρας δύο ποιητικούς μονόλογους, κατά πόσο πιστεύεις ότι ο κόσμος ανταποκρίνεται σε αυτά;

Είναι δύσκολο, είναι αν θέλεις ελίτ, όπως είναι και η ποίηση. Όταν ο άλλος με το που ακούει ποίηση, αμέσως ξινίζει. Αλλά εκεί έρχεται ο ρόλος ο δικός μας, των καλλιτεχνών, να τους πείσει για το αντίθετο, να τους πείσει ότι η ποίηση απευθύνεται σε όλους, έχει να πει πράγματα, δεν είναι κάτι τόσο δυσνόητο, μπορεί να σε συγκινήσει, μπορεί να σε συνεπάρει.

Επειδή το θέατρο είναι μια πιο λαϊκή τέχνη που απευθύνεται σε πιο ευρύ κοινό, τι πιο ωραίο να περάσει τον Σεφέρη και τον Ελύτη μέσα από μια θεατρική παράσταση. Και το καλύτερο που άκουγα μετά την παράσταση στο Howl ήταν ότι θα πάω να διαβάσω το ποίημα.

Είναι μεγάλο κέρδος για μένα το να φέρεις τον κόσμο κοντά στην ποίηση.

 

Αλήθεια, ποια η δικιά σου άποψη για τον Αντίνοο; Τον έριξαν στα νερά του Νείλου για να πάψει να επηρεάζει τον αυτοκράτορα, ήταν ατύχημα, ή θυσιάστηκε αυτοβούλως για να προστατέψει τον αγαπημένο του ευεργέτη, σύμφωνα με τα λόγια του χρησμού;

Επειδή είμαι ρομαντικός, θέλω να πιστεύω ότι θυσιάστηκε… Και στην παράσταση, αυτό κρατήσαμε αν και νομίζω ότι και ο Πεσσόα στο ποίημα, αυτό υπονοεί.

 

 

Ανατρέχοντας στα έργα σου διαφαίνεται ένας ακτιβισμός και μια αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου που δεν κομπιάζει με τις θεματικές που καταπιάνεται είτε σαν ηθοποιός, είτε σαν συγγραφέας, ακόμα και αν μπορεί να χαρακτηριστούν περιθωριακές από κάποιους. Συμπεριλαμβάνονται λίγο απ’ όλα τα θέματα που απασχολούν την κοινωνία, όπως ομοφυλοφιλία, περιθωριοποίηση, η νοσηρότητα της ελληνικής οικογένειας, το ηλεκτρονικό έγκλημα και η εκμετάλλευση του αδύναμου, το bullying ακόμα και η παιδεραστία. 

Ίσα-ίσα, δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Στην Δραματική Σχολή όταν κάναμε Μπρεχτ με είχε συγκινήσει μια φράση, «Το θέατρο είναι πολιτική πράξη». Εμένα αυτό μου έκατσε, χτύπησαν καμπανάκια. Το θέατρο δεν είναι απλά για να παίζουμε και να κάνουμε τους ωραίους, ή μόνο να γελάμε και να κάνουμε το ψώνιο μας.

Το έψαξα πολύ το κομμάτι και ακόμα το ψάχνω και όντως, το θέατρο και η τέχνη γενικά, αλλά κυρίως το θέατρο, έχει τόση δύναμη να επηρεάσει την κοινή γνώμη, όπου αυτή τη δύναμη μπορούμε να την εκμεταλλευτούμε για να αφυπνίσουμε και να αλλάξουμε, έστω κάποια δεδομένα, σιγά-σιγά και λίγο-λίγο.

Αν από μια παράσταση φύγουν κάποιοι άνθρωποι αλλιώς ή αφυπνισμένοι, αν δημιουργηθεί μια αντίδραση, ένα κίνημα, αυτό δεν είναι πολύ μεγάλο κέρδος; Άρα από αυτό το σημείο άρχισα να ψάχνω τη θεματική μου στους ρόλους και στα συγγραφικά μου.

Και λέω, εσένα σαν άνθρωπο, τι είναι αυτά τα πράγματα που σε αγγίζουνε, που σε ταλαιπωρούνε, που σε θυμώνουν… και όλα αυτά σιγά-σιγά μπήκανε και στην επιλογή των ρόλων και στην συγγραφική κατάσταση.

 

 

Στο «Συνέβη σε χάλκινη άμμο» μια παράσταση που θεωρήθηκε το ελληνικό «Brokeback Mountain», παρουσιάζεις σχέσεις και πάθη ζευγαριού του ίδιου φύλλου, πέρα από τα κλισέ που κυριαρχούν.

Την παρομοίωση με το «Brokeback Mountain» το είχαν γράψει σε κάποιες παρουσιάσεις για την παράσταση και μ’ άρεσε. Το «Συνέβη σε χάλκινη άμμο» γράφτηκε γιατί πέρναγα μια περίοδο θυμού, γιατί δεν άντεχα να βλέπω πια να ανεβαίνουν έργα με gay θεματική από gay σκηνοθέτες ή από gay συγγραφείς γραμμένα και να παρουσιάζονται οι gay τόσο πολύ κλισέ.

Και λέω, συγγνώμη, βάζουν τα χεράκια τους και βγάζουν τα μάτια τους; Εμείς οι ίδιοι περιθωριοποιούμαστε. Γιατί όλο αυτό το κλισέ; Γιατί όλα τα gay έργα πρέπει να είναι μέσα στην αρρώστια, στην αυτοκτονία, στα drugs και τη δυστυχία; Γιατί ρε φίλε; Όχι.

Και ήταν τότε το «Brokeback Mountain» που είχε κάνει τεράστια επανάσταση και ήθελα πραγματικά να δω ένα έργο ελληνικό που να είναι δύο άντρες αντρένιοι στην συμπεριφορά, δύο αρσενικά, τα οποία μοιράζονται ένα πάθος και αυτό να είναι φυσιολογικό και να μην έχει ούτε αρρώστιες, ούτε ναρκωτικά, ούτε αυτοκτονίες μέσα… και ούτε τη λουγκροσύνη μην την κλαις, νάτη πετιέται, νάτη πετιέται… (γέλια) Αυτό ήταν ατάκα ενός καθηγητή μου!!

Η αρχική επιλογή ήταν ο Μάνος Πίντζης, κάναμε κάποιες αναγνώσεις, και κάποια φωτογράφιση για να γίνει λίγο ντόρος, ο οποίος και έγινε και ξανάφερε λίγο τον Μάνο στην επικαιρότητα, αλλά μετά οι υποχρεώσεις του δεν το επέτρεψαν και δεν προχωρήσαμε στις πρόβες.

Η επιλογή του Αλέξανδρου Τσώτση έγινε από μένα ψάχνοντας μανιωδώς ανάμεσα σε συναδέλφους και μου έκανε κάτι αυτό το παιδί και βρεθήκαμε και παρότι ήταν αρκετά δύσκολη η συνεργασία, διότι είχε αντιστάσεις μέσα του ο Αλέξανδρος, επειδή ήταν κάτι τελείως έξω απ’ αυτόν, αλλά το αποτέλεσμα τελικά τον δικαίωσε.

Είχαμε πάρα πολλή χημεία μεταξύ μας και όλη η ένταση που είχαμε από τις πρόβες, βγήκε στους ρόλους. Πραγματικά το βιώσαμε και οι δύο το θέμα. Και μετά από καιρό που βρεθήκαμε, μου είπε ο Αλέξανδρος να το ξανακάνουμε, γιατί θεωρεί ότι δεν έχει κλείσει αυτό το κομμάτι, σε αντίθεση με μένα που έχει κλείσει σαν ρόλος. Αν ήτανε να ξαναγίνει, θα ήθελα να το σκηνοθετήσω μόνο.

 

 

Η «Σάλπιγγα του Αγγέλου», επεξεργάζεται ένα αντίστοιχο θέμα, που αν και δυστυχώς δεν το έχω δει, είμαι σίγουρος ότι με την αιχμηρή και ρεαλιστική πένα του Χρήστου Ναούμ, κάτι θετικό πρέπει να αποκόμισε ο θεατής.

Το έργο είναι εστιασμένο στη σχέση της μάνας με τον γιό. Ο γκόμενος έρχεται λίγο πιο δεύτερος.

Για μένα σαν έργο είχε κάποια προχωρημένη ιδέα. Η ιδέα του ότι ο γιός θέλει να αποκτήσει ένα παιδί, εμμονικά σχεδόν και αφού γίνονται κάποιες καταστάσεις που δεν το επιτρέπουν, μπαίνει η μάνα στη μέση και λέει θα σε βοηθήσω εγώ να κάνεις το παιδί σου… εγώ θα κυοφορήσω το σπέρμα σου.

Βέβαια η κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί μια τέτοια κατάσταση.

 

Το θέμα της ομοφυλοφιλίας και γενικά της διαφορετικότητας δυστυχώς είναι ταμπού ακόμα και κάπως περισσότερο στην Ελλάδα, παρόλο που παρουσιάζεται ολοένα και περισσότερο στην μικρή και μεγάλη οθόνη αλλά και στο θέατρο. Πόσο εύκολο πιστεύεις ότι είναι να ξεφύγει ο κόσμος σήμερα από την καρικατούρα του gay που είχε συνηθίσει και το gay icon της τηλεόρασης;

Θα σου πω κάτι και ίσως ακουστεί οξύμωρο και κάποιοι μπορεί να θυμώσουν. Για μένα προσωπικά, σαν Στέφανος, το μεγαλύτερο κακό στους gay το κάνουν οι ίδιοι οι gay. Αυτοί είναι που κρατάνε την κατάσταση πίσω και όχι η υπόλοιπη κοινωνία. Εάν οι gay το διαχειριζόντουσαν με άλλο τρόπο και το πέρναγαν με μια άλλη διακριτικότητα και φυσιολογικότητα, ο υπόλοιπος κόσμος δεν θα τσινούσε τόσο πολύ.

Και αυτό συμβαίνει σε κάθε μειονότητα. Είτε μαύροι, είτε γυναίκες, είτε αλλοδαποί, επειδή έχουν δεχτεί πολλή καταπίεση, όταν τους δίνεται λίγο ο χώρος, πάνε και βγάζουνε σημαίες και το κράζουνε με λάθος τρόπο. Οπότε είναι λογικό ο άλλος να τσινίσει. 

Εάν δεν το πλασάρεις με μια σοβαρότητα και ένα κύρος, δύο αντρών, δύο γυναικών που απλά θέλουν να μοιραστούνε όπως εσύ, ίσα δικαιώματα και να έχουνε μια συμπεριφορά άλφα, δεν θα τσινίσει κανείς, ή θα τσινίσει πολύ λίγο. Νομίζω όμως, ότι υπάρχει και το θέμα της πρόκλησης, επειδή θέλουν να προκαλούνε για να δημιουργούν εντύπωση.

Γιατί υπάρχει ένα μεγάλο μέρος κοινού, που θέλει αυτό το grande και όλο αυτό το show. Για μένα, άμα δεν βγουν άντρες δημόσια πρόσωπα, αλλά άντρες αρσενικά και να εκφράσουν την σεξουαλικότητα τους, δεν θα πάει το πράγμα πουθενά. Έτσι ταρακουνάς την κοινωνία, αλλιώς… όλοι οι ανοιχτοί gay είναι λίγο… κεχαριτωμένες. (γέλια)

 

 

Και πόσοι δεν έχουν συγκινηθεί με τον συγκλονιστικό έρωτα που ανθίζει στο απάνθρωπο περιβάλλον του Νταχάου ανάμεσα σε δυο άντρες κατά τις διώξεις των ομοφυλόφιλων στη ναζιστική Γερμανία. Ποια ήταν η απήχηση αυτού του ιστορικού πλέον «Bent» που ανέβηκε για τέταρτη φορά στην αθηναϊκή σκηνή και φαντάζομαι με πιο ωμό ρεαλισμό από τις προηγούμενες;

Εκεί δεν είχε τίποτα το κραγμένο. Στο Bent δεν είναι ο ομοφυλοφιλικός έρωτας που συγκινεί, αλλά η συνθήκη που είναι τόσο δύσκολη, του βασανισμού στο Νταχάου, που βίωναν αυτοί οι άνθρωποι εκεί μέσα, του πολέμου, του ολοκαυτώματος. Όλο αυτό είναι που προκαλεί συγκίνηση.

Είναι πολύ βαρύ το σκηνικό που τους βάζει ο Μάρτιν Σέρμαν. Το Bent είναι ο ρατσισμός, το έγκλημα.

Εμείς το κείμενο το είχαμε κανονικά με τον Δημήτρη (Καρατζιά), έτσι ήταν η συμφωνία, ενώ σε καμία άλλη παράσταση δεν το είχαν πει έτσι. Το έλεγαν πιο εξευγενισμένα.

Καταρχάς στη σκηνή του σεξ ο κόσμος, επειδή είναι και πολύ μικρή η σκηνή του VAULT, σε απόσταση αναπνοής από τον θεατή πρέπει να βιώσεις ένα νοητό οργασμό και να λες, έρχομαι, έρχομαι, χύνω, τον νοιώθεις τον πούτσο μου;

Δηλαδή είναι απίστευτη η ενέργεια που παίρνει ο θεατής από κάτω. Και να έρχεσαι σε χύσιμο πραγματικά… δηλαδή εντάξει… Δεν θα ήθελα να ήμουν πάντως θεατής στο Bent με τίποτα… (γέλια)

 

Με τα «Παιδιά του Πατρός» παρουσιάζεις ένα γνωστό από παλιά θέμα, ρίχνοντας κατάμουτρα την ωμή πραγματικότητα χωρίς να θέλεις να χαϊδέψεις τα αυτιά κανενός. Όταν ο Σπύρος Φωκάς σου λέει «αυτό το έργο νεαρέ μου είναι ο λόγος να επιστρέψω στο θέατρο»… ήταν ένα ενθαρρυντικό ξεκίνημα να υποθέσω;

Το ανέβασμα αυτού του έργου, ταυτίζεταια απόλυτα με τη σχέση μου με τον Σπύρο Φωκά. Αν δεν ήταν ο Σπύρος, δεν θα ανέβαινε η παράσταση. Όταν πήρε το σενάριο και το διάβασε και με πήρε τηλέφωνο δεν το πίστευα.

Γενικά με την εκκλησία έχω μια ευαισθησία, γιατί μετά το Λύκειο, πριν πάω στη Σχολή Κινηματογράφου πήγαινα για ιερέας, οπότε πέρασα και από την Ριζάρειο Σχολή. Υπήρξε μια σχέση με το κομμάτι της εκκλησίας, όμως δεν έκατσε, γιατί είδα ότι δεν κάνει για μένα. Αλλά μέσα μου πάντα ότι είχε να κάνει με την εκκλησία γενικά, κάπως με συγκινούσε.

Οπότε κάποια στιγμή βλέποντας μια ταινία, κάπως ήρθε το πράγμα και κόλλησε. Και λέω, θα γράψω κάτι γι’ αυτό το κομμάτι της παιδεραστίας και της εκμετάλευσης της εξουσίας και της ενοχής που επιβάλεται, γιατί μπροστά στο θεό δε λέει κανείς τίποτα.

Θα δεις σχεδόν να το παρουσιάζουνε, λες και είναι θέλημα θεού να γίνει, ότι είναι ένδειξη αγάπης. Δηλαδή, είναι παράνοια τελείως. Δηλαδή ο θεούλης το θέλει, έχουμε την άδεια του. Αυτό είναι πάρα πολύ τραγικό, απάνθρωπο, αλλά παρόλα αυτά, προσπαθώ σε κάθε μου έργο όλοι οι χαρακτήρες να έχουν το μερίδιο του δίκιου τους.

Και έτσι θεωρώ ότι μπορείς να δημιουργήσεις ολοκληρωμένους χαρακτήρες, αλλιώς κάπου μπάζει η βάρκα. Δεν υπάρχει κακός χαρακτήρας. Δεν υπάρχει κακό και καλό. Δεν υπάρχουν αυτά, όπως δεν υπάρχουν και στη ζωή. Δεν υπάρχει θύτης καθαρός, ούτε θήραμα καθαρό.

Oπότε, το μεγάλο μου στοίχημα στο συγκεκριμένο έργο Τα παιδιά του πατρός, ήτανε μεν να φωτίσω το τραγικό του πράγματος, πως στιγμάτισε τις ζωές των δύο κοριτσιών, πως κουβαλάνε μίσος, θυμό και όλο αυτό το πράγμακαι έρχονται αντιμέτωπες και μαζί του και του τα ξερνάνε, τον ξεφτιλίζουνε, όλη αυτή η κατάσταση την οποία περιμένει ο άλλος να δει, από ένα παιδί που έχει βιαστεί, περιμένει να τ’ ακούσει.

Για μένα όμως το κέρδος δεν ήταν εκεί. Ήταν όταν δίνεται ο λόγος στον πρώην ιερέα, στον Σπύρο Φωκά να μιλήσει, ο οποίος πραγματικά το δικαιολογεί μέσα του σαν ένδειξη αγάπης.

Και ακόμα μεγαλύτερο στοίχημα  για μένα ήταν ο τρίτος χαρακτήρας, ο άντρας που εμφανίζεται εκει πέρα δεν έχει βιαστεί. Και πήγε εκεί για να ζητήσει το λόγο, που δεν έχει βιαστεί. Δεν τον αγάπησε αρκετά;

Εκεί ήταν το μεγάλο στοίχημα για μένα και το twist point, που έμενε το κοινό μαλάκας… «μαλάκα, ήθελε να βιαστεί δηλαδή; … μαλάκα…!!!» και φώτιζες μια πλευρά που δεν την είχε σκεφτεί. Εκεί είναι η μαγεία του θεάτρου και της τέχνης, να σου φωτίζει πλευρές που δεν έχει πάει το μυαλό σου, που δεν μπορείς να φανταστείς.

 

 

Το έργο αυτό, αποσπάει δύο βραβεία στα 2α Gay Theatre Awards, «Καλύτερου θεατρικού έργου» και «Καλύτερου ανδρικού ρόλου», καθώς και «Ειδική μνεία» για τον Σπύρο Φωκά. Είναι η δεύτερη βράβευση μετά το «Bent» που είχε διακριθεί ως «Καλύτερη Παράσταση της χρονιάς» κι εσύ με το βραβείο «Ερμηνείας Ανδρικού ρόλου». Τι σήμαιναν για σένα οι βραβεύσεις αυτού του θεσμού;

Κάθε βράβευση είναι ένα boost, ότι καλά πας, συνέχισε αυτήν την προσπάθεια. Κάθε είδος βράβευσης είναι μια μικρή αναγνώριση, αλλά το βταβείο σαν βραβείο από μόνο του δεν λέει τίποτα. Η ουσία είναι το feedback που παίρνεις, που σε ωθεί να συνεχίσεις την προσπάθεια με άλλον αέρα.

 

Στη συνέχεια γυρίζεις την μικρού μήκους ταινία «Ο μόνος πιστός» βασισμένη στα «Παιδιά του Πατρός» δείχνοντας μια ανατρεπτική πτυχή του θέματος. Πώς προέκυψε αυτή η έμπνευση και ποια η πορέια της ταινίας;

Η ταινία είναι αυτούσια η τελευταία σκηνή του έργου. Ήταν ένα θέμα που ήθελα να το απομονώσω και να το φωτίσω και να το δει περισσότερος κόσμος.

Η παράσταση είχε τελειώσει και επειδή τότε, είχα ακόμα επαφή με τον χώρο, με τον Φωκά και λέω τώρα που ακόμα τους έχω κοντά, ας κάνουμε και το γύρισμα. Η ταινία παρουσιάστηκε τελικά και σε κάποια φεστιβάλ.

 

 

«Birdy» το γνωστό αντιπολεμικό δράμα, μια τολμηρή επιλογή για το θέατρο που ειδικά ο ρόλος σου απαιτούσε ιδιαίτερη σκηνική υποκριτική. Πες μου για την εμπειρία σου.

Η πρόκληση γι’ αυτό τον ρόλο ήταν ότι είχε μια δύσκολη κινητικότητα, πολλή σωματικότητα, ιδιαίτερη. Ένας ρόλος που ήταν όλη την ώρα στη σκηνή χωρίς να μιλάει και έπρεπε να αντιδράει και να καταλαβαίνεις τι νοιώθει και τι σκέφτεται μόνο από την σωματικότητα του.

Αυτό είναι μεγάλη πρόκληση για έναν ηθοποιό και ήταν ο λόγος που δέχτηκα να το κάνω και ήταν μια ιδιαίτερη εμπειρία.

Ο Πέτρος Νάκος έκανε την σκηνοθεσία στο Altera Pars και έκανε και το ρόλο του φίλου του, που έκανε ο Νίκολας Κέϊτζ στην ταινία κι εγώ του Μάθιου Μοντίν. Πολύ ιδιαίτερη και δύσκολη κατάσταση για να καταλάβεις η μέση μου υπέφερε για μήνες μετά.

Όπως και με το Bent γιατί ο Καρατζιάς ήθελε αληθινές πέτρες να κουβαλάμε και ειδικά στις πρόβες που δεν ήταν μόνο η παράσταση, αλλά κουβαλάγαμε για ώρες πέτρες. Γι’ αυτό και τη μια πέτρα την πήρα σπίτι μου και έχω γράψει επάνω τις ημερομηνίες της πρεμιέρας και της τελευταίας παράστασης. (γέλια)

 

Πηγαίνοντας πάλι πιο πίσω στον «Ακάλεστο» γράφεις με μια τολμηρή πάλι προσέγγιση για ποίηση. Δυνατό κείμενο και καλές ερμηνείες των ηθοποιών, από ότι έχω διαβάσει. Τι ήταν αυτό όμως που δεν είχε την αναμενόμενη αποδοχή η παράσταση;

Πιστεύω ότι ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο θέμα, γιατί το θέμα της παράστασης ήταν η ποίηση. Ένας ποιητής ηλικιωμένος, που αντιλαμβάνεται ότι πλέον τον κόσμο δεν τον ενδιαφέρει η ποίηση και χάνει την πνευματικότητα του, που παλεύει με τις αναμνήσεις του και έρχεται ένας νέος ποιητής και προσπαθεί να τον αποτρέψει με το να ασχοληθεί με την ποίηση.

 

Δεν αφήνεις τίποτα τελικά που να μην το επεξεργαστείς και στην «Γκρέκα Μάνα» σε σκηνοθεσία Μενέλαου Τζαβέλλα, περιγράφεις την κλασική πλέον σχέση Ελληνίδας μάνας με το γιό μα και αλληγορικά την σημερινή ελληνική κοινωνία. Μέσα από αυτήν την κάπως υπερβολική σχέση τι είχες στο μυαλό σου να δείξεις στον κόσμο;

Ο μόνος λόγος που συνεργάστηκα σε αυτό το κομμάτι ήταν λόγω της Ζώγιας, την οποία την θεωρώ μια εξαιρετική ηθοποιό και ήτανε το καλύτερο στοιχείο της παράστασης η Ζώγια Σεβαστιανού.

Η παράσταση δεν κράτησε πολύ, η Ζώγια ήταν εξαιρετική και επειδή μου είχε μείνει απωθημένο, την έκανα την Γκρέκα μάνα αργότερα εγώ μετά, με άλλους ηθοποιούς στο Κάτω από τη Γέφυρα.

 

Το «Πιασμένοι σε δεντρόσπιτο» άλλο ένα έργο με θέμα την πολυσυζητημένη διαφορετικότητα. Το σενάριο είναι fiction ή αντλεί στοιχεία από την πραγματικότητα;

Αυτό δεν είναι δικό μου έργο, απλά το σκηνοθέτησα. Το έργο είναι της Σίλιας Μινωτάκη.

Ξέρω μόνο ότι έχει μέσα βιώματα της και αναμνήσεις της και ανησυχίες της, αλλά ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο έργο.

Όλος αυτός ο εγκλεισμός, η κακοποίηση, μια μάνα με παιδιά που τα έχει εκεί πέρα, με την συμβολικότητα του πράγματος, σε στυλ «Κυνόδοντα» αν θέλεις και φτάνει στο έγκλημα… αρχίζει να σφάζει ένα-ένα τα παιδιά και μετά γίνεται επανάσταση και την σκοτώνουν τα παιδιά

 

Το Studio Κυψέλης δίπλα από το σπίτι μου έχει ανεβάσει αρκετά διαμαντάκια. Σε ένα από αυτά κι εσύ στο πολυπαιγμένο, διαχρονικό και πάντα επίκαιρο λόγω θέματος, «Οργισμένα νιάτα» του Τζόε Όσμπορν, σε σκηνοθεσία αυτή τη φορά από τον Γιώργο Λιβανό. Τι σου έχει μείνει από αυτήν την παράσταση;

Έ, τώρα αυτό δεν χωράει συζήτηση. Μαριάννα Τόλη… πολύ μεγάλη αγάπη… πολύ μεγάλη απώλεια και για μένα και για τον χώρο. Είχαμε έρθει πολύ κοντά λόγω του έργου, όπου βιώναμε μια παθιασμένη ερωτική σχέση. Έμαθα πάρα πολλά απ’ αυτήν.

 

Κάποια στιγμή ασχολήθηκες και με τον Εντ Κύναστον, ένα πρόσωπο που εμφανίζεται στο μεταίχμιο μιας θεατρικής εποχής, που τον είδαμε και στο «Stage Beauty» του Ρίτσαρντ Έιρ. Τι απέγινε με αυτήν την σημαντική παράσταση με κεντρικό πρόσωπο τον τελευταίο διάσημο ηθοποιό που υποδύονταν γυναικείους ρόλους στην Αγγλία του17ου αιώνα;

Είναι ένα έργο που θέλω να ξανανέβει οπωσδήποτε σε μεγαλύτερη παραγωγή με γνωστούς ηθοποιούς. Κάποια στιγμή το είχα δώσει και στον Ρένο Ρώτα. Είχα πάρει τον Έντουαρντ Κύναστον σαν ιστορικό πρόσωπο και τον έβαλα σε μια fiction ιστορία δικιά μου, αλλά πάνω στο θέμα αυτό, στη μετάβαση από εκεί που έπαιζαν μόνο άνδρες τους γυναικείους ρόλους, στην είσοδο της γυναίκας στο θέατρο.

Μια περίοδο που αλλάζει όλη η εποχή και αλλάζει και το παίξιμο και περνάμε από το φορμαλιστικό acting στο ρεαλιστικό πλέον. Και δημιουργώ μια ίντριγκα και σχέση με τον θιασάρχη του, με έναν άλλο θιασάρχη ενός άλλου θεάτρου… Τρεις αντρικοί ρόλοι είναι το έργο.

 

Ένα άλλο έργο σου πραγματικά punch in the face η «Διονυσιακή νύχτα», που το γυρίζεις αργότερα και σε ταινία με ένα εξ’ ίσου δυνατό καστ όπως και στο θέατρο. Πώς αναδύθηκε αυτό το έργο και ποια η πορεία του στη συνέχεια;

Το break throw το συγγραφικό ήταν αυτό, που είχε κάτσει σε μια πάρα πολύ ωραία συνθήκη στο θέατρο Αθηνών το 2008, με Μπέττυ Λιβανού, Κατερίνα Τσάβαλου και Μάνο Γαβρά.

Ένα ιδιαίτερο έργο, αλλά βέβαια επειδή ήτανε το Αθηνών λίγο το στριγγλέψαμε το πράγμα, δεν ήταν τόσο αιχμηρό όσο ήτανε το έργο. Δηλαδή ο Μάνος δεν γδυνότανε, αν και πολύ θα θέλαμε, γιατί ήταν τότε και ντούκι, κορμάρα απίστευτη, αλλά δεν γδύθηκε, έβγαλε μόνο το t-shirt του.

Η Μπέττυ ακόμα και σήμερα λέει ότι είναι από τους πιο ιδιαίτερους και απαιτητικούς ρόλους που έχει κάνει ποτέ και η Τσάβαλου επίσης, η οποία ήταν εξαιρετική σε αυτό το πράγμα, να κάνει ένα παραπληγικό άτομο που δεν μιλάει και να επικοινωνεί μόνο με βογγητά.

Το 2018 ξεκίνησε να γίνει πάλι στο θέατρο Αθηνών, σε σκηνοθεσία Ρούλας Χάμου, αλλά δεν κύλησε παραγωγικά και σταμάτησε.

Στη συνέχεια, το 2010, το γυρίζω σε ταινία θέλοντας να φωτίσω πράγματα που δεν έβγαινα από την παράσταση, λίγο πιο σκληρά, πιο ωμά, με την Ελένη Μήτκου και την Ουρανία Μπασλή, τη μάνα, που είναι η γυναίκα του Χρήστου Λεοντή και τον Κωνσταντίνο Παπαβασιλείου, τον οποίον τον γδύσαμε τελικά, γιατί κάποια στιγμή έπρεπε να γίνει σωστά. (γέλια)

 

 

Στην  ταινία σου μικρού μήκους «Μινιατούρα» που παρουσιάστηκε και στο Outview Film Festival στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, παρουσιάζεις μέσα σε 4 λεπτά με ωμό ρεαλισμό την ψυχογραφία της ανεξερεύνητης σεξουαλικότητας. Θα ήθελες να πεις δύο λόγια γι’ αυτό το μικρό συναρπαστικό κομμάτι φροϋδικής προέλευσης;

Αυτό ήταν ένα στοίχημα να κάνω μια ταινία μονοπλάνο 4 λεπτών. Από κει ξεκίνησε το πράγμα. Από κει και πέρα, όλο αυτό το κομμάτι της σεξουαλικότητας και όλο αυτό το κομμάτι της φαντασίωσης των παιδιών με γονείς κτλ με απασχολούσε και διαβάζοντας ψυχολογία και Φρόυντ κλπ, έχει πολύ μεγάλη αλήθεια και βάση αυτό το κομμάτι, ήθελα να καταθέσω κάτι πάνω σ’ αυτό, γιατί το φοβόμαστε, δεν το συζητάμε…

Ναι, είναι ένας γιός που φαντασιώνεται τον πατέρα του σεξουαλικά, πώς να το κάνουμε. Δηλαδή συμβαίνει, είναι νορμάλ, δεν είναι κακό ούτε ταμπού, είναι κάτι μέσα στην διαδικασία της αναγνώρισης της σεξουαλικότητας του ανθρώπου.

Όταν το πρώτο σου πρότυπο που παίρνεις, της γυναίκας είναι η μάνα και του άντρα είναι ο πατέρας είναι απόλυτα φυσιολογικό να έχεις και φαντασίωση μαζί του. Μετά το πώς το διαχειρίζεσαι και το πώς προχωράς, είναι άλλη ιστορία.

 

 

Το σεξ τελικά είναι ένα θέμα που καταπιάνεται συχνά πλέον στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Καθένας δημιουργός όμως το βλέπει από την δική του οπτική γωνία και ίσως λίγοι αυτοί που μιλάνε για την συμφιλίωσή μας με την σεξουαλικότητά μας και την σεξουαλική έκφραση. Ποια η δική σου άποψη επί του θέματος;

Γιάννη μου, δύο είναι τα θέματα που απασχολούν ανά τους αιώνες τους καλλιτέχνες. Έρωτας, θάνατος. Στο ένα εμπεριέχεται όλο αυτό το κομμάτι, σεξ, αγάπη κτλ και στο θάνατο, ο φόβος, το έγκλημα, η απώλεια.

Αυτά είναι όλα, δεν είναι πολλά, απλά ο καθένας τα προσεγγίζει με τον δικό του τρόπο. Οπότε εννοείται ότι όλες οι παραστάσεις εμπεριέχουν σεξ με κάποιο τρόπο. Αφού όλη η ζωή μας γυρνάει γύρω από το σεξ και από τον θάνατο.

 

Και στη συνέχεια να μιλήσουμε για το γυμνό που υποτίθεται ότι σιγά-σιγά απενοχοποιείται στη σκηνή και το σινεμά. Πόσο αλήθεια πιστεύεις ότι ισχύει αυτό από την στιγμή που το ανδρικό γυμνό είναι πάντα σεξουαλικά φορτισμένο, ενώ το γυναικείο θεωρείται καλλιτεχνική εικόνα και γιατί;

Η αλήθεια είναι ότι το γυμνό υπάρχει πολύ στο θέατρο, πάρα πολύ πια. Εμένα δε με ενοχλεί και είναι και όμορφο και άμα ταιριάζει και αισθητικά και σκηνοθετικά έχει δοθεί όμορφα με τους φωτισμούς, είναι πολύ ωραίο.

Το γυμνό πάντα ιντριγγάρει, στην ζωγραφική, στην γλυπτική, παντού, σε όλες τις τέχνες. Δυστυχώς, στο ανδρικό γυμνό, όχι στο γυναικείο, υπάρχει ένα ταμπού ακόμα. Και στο αντρικό, περισσότερο το frontal, όχι από πίσω.

Κρατάω μια φράση του Μάικλ Φασμπίντερ, που μόλις είχε κάνει το «Shame» και εμφανιζότανε γυμνός στη σκηνή που σηκωνότανε από το δωμάτιο του, πέρναγε από τον τηλεφωνητή και πήγαινε στην τουαλέτα και κατουρούσε. Τι πιο νορμάλ και καθημερινό και φυσιολογικό, σηκώνεται γυμνός και πάει και κατουράει.

Και όμως αυτό το πράγμα, που είναι ότι πιο φυσιολογικό και το κάνουμε όλοι, δημιούργησε τρομερή αντίδραση. Το είπε και ο ίδιος σε συνέντευξή του.

Είναι δυνατόν ο κόσμος να έχει εξοικειωθεί με κομμένα χέρια, με αίματα με κείνο, με τ’ άλλο, με βία, με βία, με βία… και να βλέπει ένα πούτσο και να παθαίνει λαλά; Αυτό λέει πολλά για την κοινωνία ακόμα. Πρέπει να το ξεπεράσουμε κι αυτό.

 

 

Έχουν γδυθεί ήδη στο σανίδι πολλοί άνδρες για τις «ανάγκες» της παράστασης, όπως οι Γιώργος Κιμούλης, Απόστολος Γκλέτσος, Παναγιώτης Μπρατάκος, Αργύρης Ξάφης, Χάρης Τζωρτζάκης, Μπάμπης Γαλιατσάτος, ο Απόστολος Γκλέτσος κ.ά. Πέρα από τις ανάγκες αυτές, μήπως είναι και λίγο κράχτης το γυμνό, για την προσέλκυση του θεατή;

Βέβαια και είναι. Το γυμνό πάντα πουλάει. Πολύ ωραίο γυμνό είχε το SEX της Justine Del Corte στο θέατρο «104», όπως και το Curring Room στο VAULT.

 

Να μη σε ρωτήσω τώρα και για την εμπειρία σου όταν βρέθηκες ως ο μόνος ηθοποιός που δεν τραγουδάει στη Λυρική Σκηνή; Μιλάω για τον «Ιμπρεσάριο» του Μότσαρτ το 2006 που ήσουν ακόμα πιο νέος…!!

Ήταν μια ιδιαίτερη, απρόσμενη εμπειρία, από τις λίγες οπερέτες που ο κεντρικός ρόλος δεν έχει τραγούδι, πολύ ωραία συγκυρία στη Λυρική Σκηνή, στο Ολύμπια, σε συνεργασία με σολίστ, που είναι τελείως άλλη νοοτροπία, άλλες οι συνθήκες. Ήταν ο Ιμπρεσάριος του Μότσαρτ το σε σκηνοθεσία του Παγουλάτου, που είναι τώρα και διευθυντής σκηνής στη Λυρική.

 

Είδαμε ότι τα τελευταία χρόνια, παρά την οικονομική κρίση οι αθηναϊκές αίθουσες σχεδόν τετραπλασιάστηκαν και τα μικρά θέατρα στα οποία κυρίως συχνάζω, έχουν αποδειχθεί φυτώρια νέων ταλέντων, ηθοποιών, συγγραφέων και σκηνοθετών. Παρόλα αυτά, δεν είναι ευρέως γνωστοί αυτοί οι δημιουργοί, ειδικά αν δεν έχουν κάνει τηλεόραση. Ποια είναι η δικιά σου άποψη;

Μόνο με τηλεόραση γίνεσαι γνωστός. Τελεία.

 

Τελικά Στέφανε, τι είναι το θέατρο για σένα; Δουλειά, εντεταλμένο λειτούργημα, επιλογή ζωής, τρόπος έκφρασης, κάτι άλλο;

Όλα αυτά μαζί…!

 

Είθισται μια παράσταση, μια ερμηνεία, μια καλλιτεχνική δημιουργία γενικά να κριτικάρεται. Θα υπάρχουν πάντα οι καλές και οι κακές κριτικές. Πόσο θα σε επηρέαζε μια αρνητική κριτική και πόσο θεωρείς από την εμπειρία σου ότι μπορείς να ξεχωρίσεις μια αντικειμενική κριτική;

Αντικειμενική κριτική δεν υπάρχει. Όλες οι κριτικές είναι υποκειμενικές. Τις γράφει κάποιος άνθρωπος, με την αισθητική του, τις συμπάθειες του, κλπ. Με επηρεάζει, όλες οι κριτικές με επηρεάζουνε.

Είμαστε όλοι πάρα πολύ ανασφαλείς. Με επηρεάζουν και τις λαμβάνω υπόψη μου και αν με πείσει εμένα για τα επιχειρήματα της, φυσικά όλα θα τα λάβεις υπόψη σου.

 

Αν και είσαι και κινηματογραφιστής, φαίνεται να σε έχει απορροφήσει το θέατρο περισσότερο. Επιλογή ή έτυχε;

Ναι, έτυχε. Το θέατρο το αγάπησα στη Δραματική Σχολή και με τους ανθρώπους μετά που γνώρισα. Δεν είχα σχέση με το θέατρο, ήμουνα καθαρά της κάμερας και του φακού. Ο κινηματογράφος αγγίζει μια χορδή μου μέσα που δεν την αγγίζει το θέατρο.

Είναι πιο δύσκολος ο κινηματογράφος, είναι πολύ δύσκολο να γίνει ο κινηματογράφος από το θέατρο. Το θέατρο το κάνεις πιο εύκολα. Δημιουργείς συνθήκες πιο εύκολα από τις κινηματογραφικές. Αλλά αν μπορούσα να κάνω κινηματογράφο μόνο; Ναι, θα το έκανα.

 

Ξεκινάς όμως στο σινεμά δυναμικά το 2002 σαν γαμπρός στην ταινία «Lara Croft: Tomb Raider 2: The Cradle of Life», αλλά αν και δεν το έχω δει κάτι γίνεται και δεν παντρεύεσαι…!!! Τι σου άφησε σαν εμπειρία νεαρούλης τότε;

Η Lara Croft είναι σαν ένα όνειρο στο μυαλό μου και σ’ όλους όσους συμμετείχαμε, όπως και στην Κατερίνα Τσάβαλου που ήτανε η νύφη, στην Μαρίνα Καλογήρου που ήτανε η κουμπάρα υποτίθεται και τον Θοδωρή τον Πετρόπουλο που είχε κι αυτός μια παρουσία.

Ένα όνειρο που ήρθε τελείως απρόσμενα. Ήμουνα ακόμα στη Σχολή, 21 χρόνων νομίζω και πέρασα κάποιο casting και με ξαναφώναξαν, με ξαναφώναξαν, έκανα έναν αυτοσχεδιασμό εκεί πέρα και με παίρνουνε.

Και παρότι είχαν ήδη βγει δημοσιεύματα ότι θα ήταν ο Αλέξης Γεωργούλης, ο σκηνοθέτης επέλεξε εμένα για δικούς του λόγους προφανώς.

Ήμασταν δύο βδομάδες στη Σαντορίνη, ονειρεμένα σε μια χολιγουντιανή παραγωγή, όπου δεν είχαμε ρόλους, παρουσίες ήμασταν στην πρώτη σκηνή της ταινίας που γίνεται ένας ελληνικός γάμος και γίνεται σεισμός κλπ.

Οπότε, κρατάω κάτι σαν όνειρο, κρατάω την ομορφιά της Σαντορίνης, τα γυρίσματα, ότι μας συμπεριφερόντουσαν λες και ήμασταν stars, με bodyguards ο καθένας… Ήταν απίστευτο πράγμα. Είδαμε την Αντζελίνα Τζολί φυσικά, η συνεργασία με τον σκηνοθέτη, ο επαγγελματισμός τους, το πώς δούλευε το συνεργείο με σαφείς ρόλους.

 

Και φτάνουμε στο κινηματογραφικό σήμερα, με την νέα ταινία του Βασίλη Μαζωμένου «Εξορία», όπου κρατάς το κεντρικό ρόλο. Θέλω να σταθούμε λίγο περισσότερο εδώ, μιας και η ταινία έχει αρχίσει την φεστιβαλική της πορεία και ήδη έχει τύχει διακρίσεων.

Γνωριζόμαστε χρόνια με τον Βασίλη και έχω δει σχεδόν όλες τις ταινίες του. Είχαμε κάνει μια συνάντηση για την προηγούμενη ταινία του οι Γραμμές για να κρατήσω εκεί ένα ρόλο, αλλά δεν έκατσε τελικά.

Ίσως ήταν καλύτερα, γιατί ήρθε τώρα η συνεργασία για τον βασικό ρόλο και είναι μια ταινία από τις λίγες, όπου όλη η ταινία είναι πάνω στον χαρακτήρα.

Κι αυτό ήταν μια ευθύνη. Ο Βασίλης έχει ένα ιδιαίτερο στυλ. Φέρνει κάπως από τους σκηνοθέτες της δεκαετίας του ‘60 και του ’70, βλέπεις δηλαδή στην αισθητική του και αναγνωρίζεις λίγο Ταρκόφσκι, λίγο Αντονιόνι. Είναι ένας αυθεντικός κινηματογραφιστής και ήξερε απόλυτα τι ήθελε. Δουλέψαμε πολύ καλά μαζί. Ακούει προτάσεις.

Η Εξορία είναι μια αλληγορική ταινία, που μιλάει για το πώς ο έλληνας αισθάνεται ξένος στην ίδια του τη χώρα. Αυτό είναι η βάση της ταινίας.

Η ταινία συνεχίζει μνα φεστιβαλική πορεία και θα συμμετάσχει στο marketing για διανομή στις Κάννες. Έχει πάρει και κάποια βραβεία και ευελπιστούμε να πάει καλά και εδώ σε κάποιες αίθουσες που θα βγει.

Ήτανε μια πολύ μεγάλη εμπειρία για μένα, αλλά ούτε ένοιωσα κάποια ανασφάλεια. Δουλέψαμε τόσο πολύ στις πρόβες, τρεις μήνες κάναμε, σα θεατρικό δηλαδή, οπότε ήμασταν πάρα πολύ έτοιμοι στα γυρίσματα… πέρσι τέτοια εποχή… πωπω, πέρασε ένας χρόνος!!!… οπότε τα χαρήκαμε πολύ, ήμασταν ωραία ομάδα, με όλους τους συναδέλφους, πράγμα πολύ σημαντικό, οπότε το κράτησα  σαν μια δυνατή εμπειρία.

Τους περισσότερους ηθοποιούς τους ήξερα, δηλαδή είναι φίλοι. Ο Κωστής Σαββιδάκης, που διαπρέπει τώρα και στις Άγριες μέλισσες, η Αγγελική Καρυστινού, ο Αλέξης Κοτσώρης, ο Πάνος Μπόρας. Τα ήξερα τα παιδιά, οπότε υπήρχε ένα οικείο κλίμα… και αυτούς που γνώρισα βέβαια.

Θα ήθελα να σταθώ στον Πάνο Ζουρναζίδη, ο οποίος είναι ανάπηρος ηθοποιός και πραγματικά στους ανάπηρους δεν δίνεται η ευκαιρία να έχουν ρόλους σε ταινίες και ο Βασίλης έδωσε στον Πάνο αυτήν την ευκαιρία και μπράβο του. Γιατί είναι δύσκολο σε ανθρώπους με αναπηρία να συμμετάσχουν, είτε σε κάποια ταινία, είτε σε θεατρική παράσταση.

Υπάρχει βέβαια αυτό το θέατρο θέαμα που παίζουν άτομα με αναπηρία, αλλά σε πιο mainstream ταινίες τι γίνεται; Γιατί;

 

Μετά από αυτήν την ταινία, μήπως σκέφτεσαι να δεις περισσότερο και τον κινηματογράφο;

Αν μπορούσα να κάνω μόνο κινηματογράφο θα το έκανα, όμως ο κινηματογράφος είναι πάρα πολύ ακριβό σπορ.

 

Πέρα από αυτά εκδίδεις και την δεύτερη ποιητική συλλογή σου με τίτλο «Αγνές προθέσεις» για να μας υπενθυμίσεις ότι η ποίηση πάντα θα σε χαϊδεύει…!!! Πες μου τι περιλαμβάνει αυτή η καινούργια συλλογή;

Οι Αγνές Προθέσεις είναι μια επιλογή από ποιήματα που γράφτηκαν από το 2006 μέχρι σήμερα. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ποιητή αλλά όταν αυτή η  σαγηνευτική επιλεκτική κυρία που λέγεται έμπνευση σε επισκεφτεί δεν μπορείς παρά να τη βάλεις στο σπίτι σου….να της δώσεις χρόνο και σημασία.

 

Όλος ο κόσμος πέρασε από το στάδιο του αναγκαστικού εγκλεισμού με την εμφάνιση της «πανδημίας» και την επιβολή της καραντίνας. Φαντάζομαι ότι όπως όλοι, έτσι κι εσύ θα είχες τον χρόνο να κάνεις και να σκεφτείς διαφορετικά πράγματα από εκείνα της καθημερινότητας του θεάτρου. Πόσο σε βοήθησε αυτή η περίοδος να ταξινομήσεις κάποια πράγματα και να βάλεις στόχους για το μέλλον;

Κυρίως το θέατρο σκεφτόμουν και ήταν και η μόνη διέξοδος εκεί μέσα στον εγκλεισμό. Δηλαδή, βρήκα τον χρόνο να μοντάρω παραστάσεις, να τις ανεβάσω να τις δει ο κόσμος. Έπεσα με τα μούτρα στο θέατρο.

Τώρα, όλο αυτό περί καραντίνας και ότι ο κόσμος σκέφτηκε και ότι είχε μια ενδοσκόπηση, θα μου επιτρέψεις να το αμφισβητήσω λιγάκι. Εγώ είδα τον κόσμο πιο σκεπτόμενο όταν τελείωσε η καραντίνα, ούτε πιο ευαισθητοποιημένο, ούτε να έχει μεγαλύτερη ενσυναίσθηση. Ίσα-ίσα το αντίθετο είδα.

Τον κόσμο πιο κλεισμένο στον εαυτό του, πιο εγωιστή, ακόμα με πιο εμφανή τα θέματα του τα ατομικά, να βγει, να προλάβει, να περάσει καλά. Δεν είδα κάποια μεγάλη κοινωνική ενσυναίσθηση, αν θέλεις… το αντίθετο. Ίσα-ίσα και θυμό είδα και αμφισβήτηση για όλη την κατάσταση είδα.

 

 

Θα μπορούσες να μου σχολιάσεις με δύο λόγια το σλόγκαν που κυκλοφόρησε «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός»;

Τι είναι αυτό; Ααα, της Μενδώνη. Τι σημαίνει αυτό δεν ξέρω. Εγώ δεν είμαι κατάλληλος να σχολιάσω τις δηλώσεις οποιουδήποτε ανθρώπου είναι στην εξουσία ή έχει την ευθύνη για ένα μεγάλο κομμάτι που αφορά στην κοινωνία και στη ζωή μας, οπότε δεν θα σχολιάσω. Δεν μπορώ να σχολιάσω τι είπε η κ. Μενδώνη.

Το ότι η Ελλάδα είναι ένας Πολιτισμός… Η Ελλάδα είναι ούτως ή άλλως Πολιτισμός και είναι το σημαντικότερο που έχει και άμα δεν το προσέξουμε αυτό θα χαθεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ταυτότητας μας.

Θέλω να πιστεύω και ελπίζω, ότι ο κάθε υπουργός που περνάει από οποιοδήποτε υπουργείο και ειδικά από το Υπουργείο Πολιτισμού, να προσφέρει πραγματικά και ουσιαστικά στην εξέλιξη του πολιτισμού και να σκύβει πάνω από τα πραγματικά θέματα των καλλιτεχνών. Γιατί δεν τα γνωρίζουνε.

Είναι ένας ιδιαίτερος χώρος και αν δεν σκύψεις να δεις και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο λειτουργεί και δουλεύει, δεν θα μπορέσεις να αποφασίσεις πράγματα, που όντως βοηθάνε και εξυπηρετούν.

Πρέπει να σκύψεις από πάνω, να ενημερωθείς καλά, να δεις ποια είναι τα θέματα των καλλιτεχνών, τι ζόρι τραβάμε, πώς λειτουργεί αυτό το πράγμα.

Και δεν εννοώ στα mainstream και στα μεγάλα… εννοώ όλοι εμείς οι καλλιτέχνες, η μεγάλη μερίδα.

Δεν ξέρω τι θα γίνει, γιατί ανήκω στην κατηγορία των καλλιτεχνών, που κατά κύριο λόγο, δημιουργεί τις ευκαιρίες μόνος του. Δεν περιμένει από αλλού και είναι πάρα πολλοί σαν και μένα και στη γενιά μου.

Δημιουργούμε ευκαιρίες και δημιουργούμε από το μηδέν, χωρίς μέχρι τώρα να είχαμε καμία βοήθεια και στήριξη από κανέναν οργανισμό. Οπότε δεν είμαι κατάλληλος να σου απαντήσω.

 

Επειδή θα μπορούσαμε να μιλάμε πολλές ώρες ακόμα για τα πάντα… θα ήθελα να κλείσουμε με λέγοντάς μου κάποια από τα άμεσα σχέδιά σου… ότι είναι ανακοινώσιμο βέβαια!!

Δύο θεατρικά πράγματα ετοιμάζω, που τ’ αγαπώ πάρα πολύ και τα δύο. Επειδή θα ανακοινωθούνε, δεν θα σου πω ακριβώς, αλλά το ένα έχει να κάνει με ποίηση, που είναι η μεγάλη μου αγάπη και το άλλο είναι Σαίξπηρ.

 

Αφού σε ευχαριστήσω και πάλι Στέφανε, εύχομαι να συναντηθούμε σύντομα, εγώ στην πλατεία κι εσύ στο σανίδι…!!!

Κι εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ και πρώτα απ’ όλα για το χρόνο που αφιέρωσες.

 

 

 

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Στέφανος Κακαβούλης γεννήθηκε στο Sidney της Αυστραλία. Απόφοιτος σκηνοθεσίας του «ΙΕΚ ΑΚΜΗ» και Υποκριτικής της Δραματικής Σχολής του Γ. Αρμένη.

Από το 2004 δραστηριοποιείται στο χώρο σαν ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης.

Ενδεικτικά αναφέρονται : Ιμπρεσάριος του Μότσαρτ, σκηνοθεσία Π. Παγουλάτος (Frank), Η σημασία να είναι κανείς σοβαρός, του Oscar Wilde, σκηνοθεσία Γ. Λιβανός (Algie), Αντίνοος του Fernando Pessoa, σκηνoθεσία Γ. Λιβανός (Αδριανός), Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ, σκηνοθεσία Γ. Διαμαντόπουλος (Peter), Κύναστον του ιδίου , σκηνοθεσία Κ. Χατζημιχαηλίδης (Κύναστον)

ΒΕΝΤ του Martin Sherman, σκηνοθεσία Δ. Καρατζιάς (Horst – βράβευση για την ερμηνεία του),Οργισμένα Νιάτα του Joe Osborne  σκηνοθεσία Γ. Λιβανός (Jimmy), Birdy του William Whorton  σκην. Π. Νάκος (Birdy).

Οχτώ έργα του έχουν μέχρι στιγμής ανέβει σε αθηναϊκές σκηνές.

Ενδεικτικά αναφέρονται: Διονυσιακή Νύχτα, σκηνοθεσία Γ. Παλούμπης, Γκρέκα Μάνα, σκηνοθεσία Μ. Τζαβέλλας), Το παιδί μέσα μου, Παιχνίδια ρόλων, Ακάλεστος και τα Παιδιά του πατρός (βραβείο καλύτερου πρωτότυπου κειμένου για το 2013) σε σκηνοθεσία του ιδίου.

Επίσης έχουν εκδοθεί μία ποιητική του συλλογή Αρχής γευόμενης (εκδ. ONEL), Πέντε μονόπρακτα βασισμένα σε διηγήματα του Guy De Maupassant (εκδ. Ηριδανός) και το θεατρικό του Παιδιά του πατρός (εκδ. ΑΡΜΟΣ).

Έχει βραβευθεί δύο φορές σε διαγωνισμούς ποίησης.

Στον κινηματογράφο έχει συμμετάσχει σε δύο διεθνής παραγωγές: Lara Croft II, σε σκηνοθεσία  Jan de Bont και Csudafilm σε σκηνοθεσία Elemer Ragalyi.

Έχει σκηνοθετήσεις τρεις μικρού μήκους και πέντε ντοκιμαντέρ. Το «Καπνίζουν παρελθόν» συμμετείχε στο Πανόραμα του Φεστιβάλ Θεσ/νικης 2014 και η ταινία του ο Μόνος Πιστός, έχει συμμετοχές στο Φεστιβάλ Βερολίνου στο Outview festival 2019 Αθήνας και στο Audience festival of America.

Το καλοκαίρι του 2019 έκανε γυρίσματα για τον βασικό ρόλο στην νέα ταινία του Β. Μαζωμένου ΕΞΟΡΙΑ που θα βγει τον χειμώνα του 2020 στους κινηματογράφους.

Από το 2009 εργάζεται σαν δάσκαλος στον Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού δήμου Αμαρουσίου στα τμήματα Σκηνοθεσίας, Υποκριτική στο Φακό και Δημιουργική Γραφή, τα οποία δημιουργήθηκαν με δική του πρωτοβουλία.

Τον Οκτώβριο του 2018 ξεκίνησε τα ίδια σεμινάρια και στο Δήμο Βριλησσίων. 

 

 

Ευχαριστούμε θερμά το  Studio Π56  για την ζεστή φιλοξενία και τους καταπληκτικούς του χώρους που έγινε η φωτογράφηση.

 

 

 

 

 

 

 

5