Σήμερα ακούμε μουσική με διάφορους τρόπους, ως επί το πλείστον ψηφιακά. Αλλά για να ακούσουμε μουσική και τραγούδια, πρέπει να παραχθεί πρώτ’ απ’ όλα. Κι εδώ θα δούμε πως φτάσαμε στη σημερινή παραγωγή, αλλά και ακρόαση της μουσικής και των τραγουδιών, ξεκινώντας από την αρχή. Η οποία χρονολογείται πλέον πάνω από 150 χρόνια, στα μέσα του 19ου αιώνα. 

Η ιστορία της μουσικής παραγωγής ξεκινά με την εμφάνιση του «βαρελο-οργάνου» της αρχές του 18ου αιώνα. Αν και το όργανο του βαρελιού είναι ένα μουσικό όργανο, έχει, σε αντίθεση με άλλα όργανα, μια προκαθορισμένη ηχητική ακολουθία που αρχικά «αποθηκεύτηκε» σε βαρέλι εξοπλισμένο με μεταλλικές καρφίτσες και συνδετήρες. Αργότερα, της αρχές του 20ου αιώνα, χρησιμοποιήθηκε μια διάτρητη ταινία για την αποθήκευση της μελωδίας.

Barell Organ (Βαρελο-όργανο)

Οι πρώτες συσκευές καταγραφής ήχου πρωτοπαρουσιάστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, με το Γάλλο Εντουάρ-Λεόν Σκοτ Ντε Μαρτενβίλ να δημιουργεί μια αρχική συσκευή, για την οποία του καταχωρήθηκε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στις 25 Μαρτίου του 1857. O Scott είναι αυτός που κατέγραψε για πρώτη φορά ήχους πάνω σε περιστρεφόμενο κύλινδρο από χαρτί σκεπασμένο με αιθάλη, χαράζοντας τις ηχητικές δονήσεις με μια λεπτή αιχμή, που συνδεόταν με μια μεμβράνη. Μάλιστα ο Scott κατασκέυασε και τον «Φωναυτογράφο» (ή φωνοτογράφο) που έπαιζε τα ηχογραφήματα αλλά μόνο σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα χρησιμοποιήθηκε, δεν μπήκε στην αγορά. Ο «φωναυτογράφος» πάντως είναι η πρώτη γνωστή συσκευή άμεσης ηχογράφησης.

Φωνοαυτόγραφος

Και μάλιστα έχει σωθεί, μέσω ερευνών η προκύπτουσα ως πρώτη ηχογράφηση, που χρονολογήθηκε –τουλάχιστον- 17 χρόνια πριν το φωνόγραφο του Thomas Edison κι αυτό έγινε μόλις το 2008, όπου βρέθηκαν μηχανές του Σκοτ!

Το αξιοπερίεργο που προκύπτει είναι ότι ουδέποτε σκέφτηκε ο Γάλλος Σκοτ να χρησιμοποιήσει τη συσκευή που πατεντάρισε για ψυχαγωγικούς λόγους, παρά μόνο αποθήκευσε την εργασία του, δίνοντας έτσι «στο πιάτο» όλη τη μελλοντική συνέχεια και μάλιστα μόλις δυο δεκαετίες μετά. Ενδιάμεσα ακολούθησαν αρκετές απόπειρες καταγραφής του ήχου, με την κορυφαία τελικά όπως είπαμε να ξεχωρίζει είκοσι χρόνια μετά.

Ο Φωνόγραφος

Ο Thomas Edison θα παρουσιάσει τον «φωνογράφο», μια συσκευή καταγραφής και αναπαραγωγής ήχου, μέσω σφαιρικών κυλίνδρων. Το 1877 ο εφευρέτης προσπαθούσε να βελτιώσει τον τηλέγραφο και το τηλέφωνο, που ήδη τα επεξεργαζόταν. Στις 21 Νοεμβρίου 1877 δημιούργησε μια περίεργη συσκευή με δύο βελόνες που εφάπτονταν σε ένα τσίγκινο κύλινδρο: μια για να ηχογραφεί και μια για αναπαράγει τον ήχο. Μιλώντας στον ειδικό φωναγωγό, οι ηχητικές δονήσεις εγγράφονταν σε έναν κύλινδρο από τη πρώτη βελόνα. Και κατόπιν αναπαράγονταν από τη δεύτερη. Σύμφωνα με το μύθο, οι πρώτες λέξεις που ηχογράφησε ο Edison ήταν οι εισαγωγικοί στίχοι του γνωστού τραγουδιού «Mary had a little lamp».

Αργότερα ο Edison θα εξελίξει τον φωνογράφο του, τον οποίο θα διαθέτει πλέον και για εμπορική εκμετάλλευση μέσω της νεοσύστατης εταιρίας του, την οποία δημιούργησε για να πουλήσει τη νέα του συσκευή, την οποία αποκαλούσε «ομιλούσα μηχανή» (talking machine).O πρώτος φωνόγραφος του στοίχιζε 18 δολάρια. Το πρώτο ηχογράφημά του ήταν τυχαίο -το γαύγισμα του σκύλου του- γι’ αυτό βλέπουμε στις ετικέτες ελληνικών και ξένων δίσκων έναν φωνόγραφο με χωνί και ένα σκύλο.

Εδώ είναι ίσως η στιγμή να πούμε μια ιστορία για τον Τόμας Έντισον και τι χρωστά η ιστορία στη μητέρα του…

Μια μέρα ένα παιδί γύρισε από το σχολείο κρατώντας ένα γράμμα. Eίπε στην μητέρα του ότι του το έδωσε ο δάσκαλος για να της το παραδώσει. H μητέρα του διάβασε το γράμμα και τα μάτια της άρχισα να βουρκώνουν. Tο παιδί απόρησε και μητέρα άρχισε να διαβάζει το γράμμα για να το ακούσει:

«Ο γιος σας είναι ιδιοφυΐα, το σχολείο δεν επαρκεί για αυτόν, δεν έχει τόσο καλούς δασκάλους.. παρακαλώ δίδαξε τον μόνοι σας»

Το παιδί αυτό ήταν ο γνωστός Thomas Edison. Η μητέρα του πέθανε αργότερα από κάποια ασθένεια. Μια μέρα ο Edison ψάχνοντας στα παλιά του αντικείμενα βρήκε αυτό το γράμμα και έμεινε έκπληκτος διαβάζοντας το. Το γράμμα έλεγε:

«Ο γιος σας είναι διανοητικά ανεπαρκής δεν μπορούμε να τον δεχόμαστε στο σχολείο… Αποβάλλεται»

Ο Edison ένιωσε συγκινημένος και έγραψε στο ημερολόγιο του:

“Ο Thomas Edison ήταν ένα παιδί διανοητικά ανεπαρκές που η μητέρα του τον μετέτρεψε στην  ιδιοφυία του αιώνα”.

Oι πρώτοι φωνόγραφοι εμφανίστηκαν στην Ελλάδα γύρω στο 1904 και ήταν μεγάλοι, με χωνί και κουρδιστοί. Αποτελούσαν σπάνιο είδος και έκαναν τρομερή εντύπωση στον κόσμο που μαζευόταν να δει εκείνο το θαύμα. Και πάμε παρακάτω…

Την ίδια εποχή, ο ανταγωνιστής του Edison, o Graham Bell, ήταν ο εμπνευστής του «γραφόφωνου», μιας βελτιωμένης έκδοσης του φωνογράφου η οποία αργότερα θα αποτελούσε και τη βάση της Columbia. Πάνω στην νέα εφεύρεση του Bell, ο Edison θα προχωρήσει σε περαιτέρω εξέλιξη του φωνογράφου του.

Έχουμε κι εδώ σωζόμενους ήχους από τις πρώτες εγγραφές…

Κάπως έτσι, η ιστορία των μουσικών ηχογραφήσεων είχε μόλις λάβει σάρκα και οστά…

Το θεατρόφωνο

Ωστόσο, η βιομηχανία κατασκευής και διάθεσης των πρώτων «συσκευών», άργησε να «αγγίξει» το φιλόμουσο κοινό. Έτσι η πτώχευσή της δεν άργησε να έρθει, ωστόσο όμως συγκρατήθηκε από την κατασκευή των πρώτων συσκευών αναπαραγωγής με κερματοδέκτη. Οι εν λόγω συσκευές δεν ήταν παρά οι πολύ πρώιμοι πρόδρομοι των γνωστών μας juke box και ονομάστηκαν “θεατρόφωνα” (theatrophone). Και ιδού η ιστορία τους…

Το «θέατρο» ήταν η εφεύρεση του μηχανικού Clément Ader, τον πρωτοπόρο της πτήσης με κινητήρα. Έκανε πρεμιέρα στη Διεθνή Έκθεση Ηλεκτρισμού, η οποία άνοιξε για το κοινό στο Παρίσι στις 11 Αυγούστου 1881 στο Palais de l’Industrie. Δύο δωμάτια, με τους τοίχους τους με βαριά μοκέτα σε μια πρώιμη προσπάθεια ηχομόνωσης ήταν αφιερωμένα στην τεχνολογία, το ένα συνδεδεμένο με την Comédie-Française και το άλλο με την Όπερα. Η τεχνολογία ήταν αρχικά στερεοφωνική – «ακρόαση προοπτικής» όπως ονομαζόταν αρχικά – αλλά αργότερα επανήλθε σε μονοφωνική. Ήταν, είπαν οι Times, «το πιο υπέροχο από όλα» στην έκθεση.

Οι υπηρεσίες Theâtrophone εμφανίστηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Η τεχνολογία δεν επέζησε της έλευσης του ραδιοφώνου, αλλά μία παρέμεινε στο Μπόρνμουθ μέχρι τον θάνατο των δύο τελευταίων συνδρομητών της το 1937.

Columbia Phonograph Company General

Ιστορική λεπτομέρεια, από τη συγχώνευση πολλών μεγάλων χρεοκοπημένων φωνογραφικών εταιρειών της Αμερικής, μέχρι την τεχνολογική εξέλιξη της ηχογράφησης, προέκυψε το 1895 και η γνωστή Columbia Phonograph Company General που στην πορεία μονοπώλησε την παγκόσμια αγορά. Ιδρύθηκε το 1884 από τον Edward Easton, μέσω της ενοποίησης της Columbia Phonograph Co. και της American Graphophone Company.

Το 1897 η Columbia αποφασίζει να εισδύσει και στην ευρωπαϊκή αγορά που μονοπωλεί ο Γάλλος Kάρολος Aιμίλιος Πατέ. Αρχική της επιθυμία ήταν το Λονδίνο αλλά ο αγγλικός νόμος δεν επέτρεπε μέχρι το 1900 την απ’ ευθείας προμήθεια της Bρετανίας (από την Columbia) και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1900 ένα γραφείο πωλήσεων Columbia Phonograph Co. Ltd δημιουργήθηκε στο Λονδίνο. Προς τα τέλη του 1900 το Λονδίνο έγινε η ευρωπαϊκή έδρα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, η Columbia Phonograph Co. Genl κατοχύρωσε έναν ορισμένο αριθμό εμπορικών σημάτων που περιείχαν (όχι αποκλειστικά) τη λέξη Columbia, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και ορισμένες άλλες χώρες, όσον αφορά την Gramophone Records.

Το  Γραμμόφωνο  

Αυτός που αρχικά αντικατέστησε τους κυλινδρικούς δίσκους από κερί, με επίπεδους, που στην αρχή ήταν μιας όψης ήταν ο Γάλλος Charles Crooss o οποίος κατασκεύασε το «παλαιόφωνο» αλλά επειδή η εφεύρεσή του έμοιαζε με του Edison έχασε την πατέντα και η εφαρμογή έμεινε στο δείγμα και τα χαρτιά. Το όραμα μιας συσκευής αναπαραγωγής ήχου χαμηλού κόστους και ευρείας κατανάλωσης έγινε πράξη λίγο αργότερα από τον Emil Berliner, Γερμανό μετανάστη στις ΗΠΑ.

O Berliner, βασιζόμενος στην εφεύρεση του Leon Scott αλλά και του Charles Crooss, σχεδιάζει το «γραμμόφωνο με τους επίπεδους δίσκους». Η καθιέρωση του επίπεδου δίσκου έρχεται το 1895 και είναι μιας πλευράς, παρ’ ότι ο Berliner ηχογραφούσε με την παλιά μέθοδο από το 1887 μουσικά έργα.

Πρωτότυπο γραμμόφωνο Berliner

ME.271716

Αυτά τα πρώτα μουσικά έργα, ηχογραφήθηκαν σε πρωτογενείς (δεν υπήρχε ακόμη δυνατότητα αντιγράφου) κυλινδρικούς δίσκους και ήταν στρατιωτικά εμβατήρια με τις μπάντες των πεζοναυτών, του Πυροβολικού, του Λευκού Οίκου κ.ά. Στη συνέχεια ο Berliner ηχογράφησε ορχηστρικά με κλασικά σύνολα και πολλά τραγούδια με τον διάσημο τότε Αμερικανό τραγουδιστή John Yorke Atlee και μόνο.

John Yorke Atlee

Από το 1898 «The Anvil Chorus 1898 Whistling Music»  

Για την ηχογράφηση κάθε δίσκου απαιτούνταν ισάριθμες συσκευές που έως τρεις τοποθετούνταν μπροστά στους συντελεστές του έργου. Κατόπιν ξαναέπαιζε η ορχήστρα και έβγαζαν άλλους τρεις κλπ. Στην πορεία κατασκευάσθηκαν μηχανές που γύρναγαν και έγραφαν τρεις κυλίνδρους ταυτόχρονα και βελτιώθηκε η παραγωγικότητα. H εξελισσόμενη ηχογράφηση όμως των επίπεδων δίσκων ήταν πιο τέλεια και πιο εύκολη (λειτουργικά).

Mια εφεύρεση του Tsarls Samner Teinter είναι καθοριστική για την εξάπλωση του γραμμοφώνου. Καθιέρωσε στη γραμμοφώνιση, αντί για κερί, μεταλλικό κύλινδρο επενδυμένο με κερί, που είναι ο πρόγονος της μήτρας.

Tsarls Samner Teinter

Το γραμμόφωνο αγαπήθηκε πολύ, ίσως γιατί δεν ήταν απλά μια συσκευή, αλλά ένα σημείο εξέλιξης, ένα ορόσημο της μουσικής ιστορίας. Κύριος σκοπός του ήταν να αποτελέσει μια φορητή συσκευή ψυχαγωγίας ικανή να αναπαράγει τον ήχο και τη μουσική. Ενδεικτικά, οι πρώτοι δίσκοι γραμμοφώνου κατασκευάστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα από ανθεκτικό, σκληρό λάστιχο με διάμετρο περίπου 25 εκατοστά, ηχογραφημένοι μόνο από τη μια τους πλευρά. Η χάρτινη θήκη τους συχνά είχε οπή για να διακρίνονται εύκολα οι καλλιτεχνικές πληροφορίες του δίσκου, ενώ στη ράχη αναγραφόταν ο τίτλος του δίσκου, το όνομα του δημιουργού καθώς και ο αριθμός καταλόγου.

ΕΞΕΛΙΓΜΕΝΟ ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ Berliner

ME.324164

Αξίζει να αναφέρουμε πως εκείνη την περίοδο στη Νέα Υόρκη ηχογραφήθηκαν και τα πρώτα ελληνικά τραγούδια και ξεκινά έτσι και η ιστορία της Ελληνικής δισκογραφίας. Το πρώτο ελληνικό τραγούδι που ηχογραφήθηκε σε δίσκο 78 στροφών, σε δίσκο 200 γραμμαρίων, ήταν η «Σμυρνέϊκη Σερενάτα» στις 4 Μαΐου 1896 με τον τενόρο Μιχάλη Αραχτίντζη, του οποίου η καλλιτεχνική τύχη έκτοτε αγνοείται.

Η ιστορία με το λογότυπο του σκύλου που ακούει στο γραμμόφωνο

Εξελικτικά, ο Berliner με τη βοήθεια ενός Αμερικανού μηχανικού κατασκεύασε το πρώτο ολοκληρωμένο γραμμόφωνο. Οι δυο τους ίδρυσαν μαζί της εταιρία Victor, το μεγαλύτερο κατασκευαστή γραμμοφώνων και δίσκων στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο δίσκος σταδιακά αντικαθιστά τον κύλινδρο. Ο Berliner, με μια πρωτοποριακή για την εποχή μέθοδο, έδωσε στη δημοσιότητα τη δυνατότητα κατασκευής χιλιάδων αντίτυπων δίσκων, από την ίδια πρωτότυπη μήτρα. Έτσι όλοι, ακόμη και ο Edison, στρέφονται ταυτόχρονα και στην κατασκευή των δικών τους, πρωτότυπων δίσκων.

Και πάμε στο λογότυπο που ξέρουμε όλοι, ένα από τα πιο γνωστά λογότυπα του 20ου αιώνα.

O Nipper είναι το σκυλί της φωτογραφίας. Όταν το αφεντικό του, ο Mark Barraud πέθανε, ο Nipper ταξίδεψε από το Bristol στο Liverpool για να ζήσει με τον αδερφό του Mark, τον Francis που ήταν ζωγράφος. Όταν ζωγράφιζε, του άρεσε να ακούει μουσική από το γραμμόφωνο, κάτι που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στο Nipper που πλησίαζε διαρκώς για να καταλάβει πώς έβγαινε η φωνή από το χωνί. Το θέαμα ήταν αστείο, κι έτσι ο Francis αποφάσισε να ζωγραφίσει την εικόνα αυτή. Το 1899 ο Francis ολοκλήρωσε το πίνακα, τον οποίο ονόμασε “Dog Looking And Listening At A Phonograph”. Αργότερα άλλαξε το όνομα σε “His Master’s Voice” και προσπάθησε να τον πουλήσει αλλά μάταια. Οι περισσότεροι που τον έβλεπαν δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς είναι ενδιαφέρον, γιατί δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους γραμμόφωνο. Αντίστοιχα, διάφορες γκαλερί και εταιρείες με γραμμόφωνα απέρριψαν το έργο λέγοντας πως

“τα σκυλιά δεν ακούν μουσική”.

Nipper & Francis

Μέχρι που η Grammophone Company ζήτησε να τον δει και τελικά τον αγόρασε, με μια μικρή παραλλαγή. Έπρεπε ο Francis να αλλάξει την εικόνα – και να ζωγραφίσει το γραμμόφωνο της εταιρείας, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί ως λογότυπο. Πήρε 50 δολάρια για τον πίνακα, και 50 δολάρια για το copyright. Έκτοτε ο Francis ζωγράφισε 24 άλλες εκδοχές του αρχικού του έργου, όσο τα χρόνια περνούσαν. Η Grammophone ήταν προκάτοχος της EMI, η οποία αργότερα χρησιμοποίησε το λογότυπο αυτό. Σήμερα υπάρχει μόνο στα καταστήματα “HMV” στην Βρετανία αλλά ο Nipper αποτελεί ένα από τα 10 πιο γνωστά λογότυπα στον κόσμο του 20ου αιώνα.

Όταν έφυγε από τη ζωή ο Nipper, θάφτηκε στην περιοχή του Kingston πάνω από τον ποταμό Τάμεση, εκεί που τώρα βρίσκεται η τράπεζα Lloyd’s. Στην είσοδο υπάρχει ειδική πλακέτα! Όχι και άσχημα για ένα σκυλί, που στην πραγματικότητα η περιέργειά του τον έκανε διάσημο!

ΠΛΑΚΕΤΑ ΣΚΥΛΟΥ

Και μέχρι εκεί όλα καλά…

Την ευρωπαϊκή αγορά χτυπά και ο Berliner με αντιπρόσωπό του στο Λονδίνο. Μέχρι τότε μόνο ο Edison κατασκεύαζε μηχανοκίνητα (κουρδιστά) γραμμόφωνα, τα υπόλοιπα ήταν χειροκίνητα. Tο 1898 ο Berliner προτείνει σε έναν αμερικανό μηχανουργό ραπτομηχανών, τον Έλντριτζ Tζόνσον, να του βρει λύση για τη μηχανοκίνηση των γραμμοφώνων του και αυτός το πετυχαίνει και καθίσταται πλέον ανταγωνιστικός του Edison. Στην πορεία ο Τζόνσον ενθουσιασμένος που βρήκε αντίστοιχο μηχανισμό με του Edison, ασχολείται νυχθημερόν με το γραμμόφωνο και επιφέρει δεκάδες βελτιώσεις τόσο στο γραμμόφωνο όσο και στον τρόπο και τα υλικά εγγραφής και σε λίγο σε συνεργασία με τον Άλφρεντ Kλαρκ ιδρύουν εργοστάσιο τέλειων γραμμοφώνων και κατακτούν την αγορά παράγοντας έως και 100 γραμμόφωνα την ημέρα! Bρισκόμαστε στα 1898 και έχουμε μηχανοκίνητο γραμμόφωνο και πολλαπλή αναπαραγωγή δίσκου βινιλίου μιας πλευράς που θα εξελιχθεί σε διπλής όψεως. Αγκάθι απομένει το κούρδισμα που μέλλει να εξελιχθεί σε μοτέρ που δεν θα αργήσει να έλθει. 

BERLINER MARKETING

Tο 1903 δημιουργείται στη Γερμανία η ODEON που είναι η πρώτη εταιρεία που τυπώνει το 1905 δίσκους γραμμένους και από τις δύο πλευρές. Kαι η Odeon και η Pathe και η Columbia και η Victor και όλες οι τότε μεγάλες εταιρείες επισκέφθηκαν την Ελλάδα και γραμμοφώνισαν ελληνική μουσική που αναπαρήγαν τους δίσκους στην Ευρώπη και τους έστελναν στην Αθήνα. Αργότερα η Odeon και η Columbia δημιούργησαν εδώ μόνιμους αντιπροσώπους ιδρύοντας μαζί τους θυγατρικές εταιρείες. H Columbia είχε αντιπρόσωπο την Εταιρεία Aδελφοί Λαμπρόπουλοι και τη θυγατρική τους ονόμαζαν EMI AΛ. H Odeon που έχει άλλο label, το Parlophon, είχε αντιπρόσωπο τον Mίνωα Mάτσα (τον πατέρα του Mάκη). Στην πορεία η Odeon πούλησε τη θυγατρική στον αντιπρόσωπο, ενώ η Columbia αγόρασε τις μετοχές του αντιπροσώπου και στην πορεία αγόρασε και τη διάδοχο της Odeon Minos A.E. Παρότι το γραμμόφωνο στην αρχή υποτιμήθηκε και αμφισβητήθηκε κατέστη η πιο αγαπημένη συσκευή της ανθρωπότητας! Στις αρχές του αιώνα (που ήταν ακόμη μηχανοκίνητο) πωλούντο σε Eυρώπη και Αμερική τουλάχιστον 80.000.000 δίσκοι τον χρόνο. Tο 1905 με κοινή απόφαση όλων των εταιρειών καθιερώθηκε η χάραξη των 78’’.

VICTOR MARKETING

Όπως προκύπτει από τα ιστορικά αρχεία, η πρώτη ηλεκτρική ηχογράφηση έγινε από τη Victor, που κατέληξε σε παραγωγή στις 26 Φεβρουαρίου 1925 στο Κάμντεν. Ήταν ενός γκρουπ, του The Eight Popular Victor Artists, που κατέγραψε το Miniature Concert, μια ηχογράφηση που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1925 (Victor 35753).

https://www.youtube.com/watch?v=FxwAvrR1nBQ 

Tο 1926 η βρετανική Columbia αγοράζει την Odeon, την Parlophon, την Pathe ,την ιαπωνική Nipponophone και ιδρύoντας την Columbia International καθίσταται παγκόσμιο μονοπώλιο. Εν τω μεταξύ έχει αρχίσει να πειραματίζεται στην ηλεκτρική ηχογράφηση (σε σύρμα) με μικρόφωνα και ενισχυτή και τα προϊόντα της είναι ανταγωνιστικά. Tην ίδια χρονιά (το 1926) η Columbia αποφασίζει να εγκαταστήσει στην Eλλάδα κάθετη βιομηχανία παραγωγής γραμμοφώνων και δίσκων (επιπέδων δύο πλευρών). Το εργοστάσιο αυτό θα εξυπηρετούσε τα Bαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο. Tο αρχικό υλικό που πρεσάραν τους δίσκους ήταν κράμα πλαστικών υλών, ενώ από το 1930 καθιερώθηκε αποκλειστικά το βινύλιο.

Tα πρώτα ελληνικά τραγούδια που γραμμοφωνήθηκαν στην Eλλάδα είναι ο «Λωτός» του D. Alschansky και το ταγκό «Mαρούσκα», του Ιταλού συνθέτη Dino Rulli και τα δύο μαζί σε δίσκο 78 στροφών. Eκτελεστής τους ήταν ο τενόρος του συγκροτήματος Λαυράγκα, Mιχάλης Θωμάκος. H γραμμοφώνηση έγινε το Mάιο του 1928 και κυκλοφόρησε στην αγορά στις 24 Iουνίου της ίδιας χρονιάς, καταγράφοντας θρίαμβο. Παραγωγός εταιρεία του πρώτου ελληνικού δίσκου ήταν η αγγλική Columbia. Mετά εμφανίστηκαν η Odeon και η Parlophone. Tο 1922 εμφανίστηκε και η Polydor (αργότερα Polygram ή Philips). Το τραγούδι «Λωτός» ερμηνεύτηκε το 1930 και από τον σπουδαίο τενόρο και ηθοποιό μας Ορέστη Μακρή και το παραθέτουμε: 

Tο κύρος του γραμμοφώνου μειώθηκε αργότερα με την εμφάνιση του ραδιοφώνου αλλά και του πικάπ, που ήταν ηλεκτροκίνητο και με μεγάλη ένταση.

Το βινύλιο

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 γεννιέται το βινύλιο. Το 1948 το βινύλιο θα καθιερωθεί ως το κύριο μέσο κατασκευής των μουσικών δίσκων. Η εταιρία Decca είναι αυτή που θα φτιάξει δίσκους 78 στροφών από βινύλιο.

Ωστόσο οι ανταγωνιστές της Decca δε θα ακολουθήσουν το δικό της παράδειγμα. Έτσι την ίδια περίοδο, οι πρώτοι δίσκοι 45 στροφών από βινύλιο κάνουν την εμφάνισή τους, γεγονός το οποίο θα σηματοδοτήσει τη σταδιακή κατάργηση των δίσκων γραμμοφώνου αλλά και τη μείωση των 78αριών, με τους τελευταίους δίσκους 78 στροφών να εκδίδονται στις αρχές της δεκαετίας του 60’.

Γύρω στο 1960 λοιπόν εμφανίζεται ο δίσκος των 45 στροφών, με ένα τραγούδι στην κάθε πλευρά του και αυτός, όπως του γραμμοφώνου, αλλά ένεκα πυκνότερης χάραξης ο μισός σε όγκο και βάρος. Την ίδια περίοδο ο δίσκος 33 στροφών εμφανίζεται στην αγορά μέσω της CBS. Αν και φήμες λένε ότι το 1931, η RCA ήταν η πρώτη που έφτιαξε το 12ιντσο βινύλιο 33 στροφών. H πρώτη κυκλοφορία στο φορμάτ που θα καθόριζε αργότερα τον «χιπ» μουσικό κόσμο των βινυλιομανών ήταν η «Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν».

Στη αρχή και οι δίσκοι των 45 αλλά και των 33 στροφών ήταν μονοφωνικοί όπως του γραμμοφώνου. Από το 1935 ήταν γνωστή και η στερεοφωνική ηχογράφηση των δύο καναλιών αλλά μπήκε αργότερα σε εφαρμογή, γύρω στο 1952 (στην Αμερική). Οι δίσκοι 45 στροφών κυκλοφορούσαν στην Αμερική από το 1935 και οι 33 στροφών από το 1952.

Από το 1960 έβγαιναν στην Αθήνα δίσκοι 45 στροφών για πικάπ, η παραγωγή δίσκων γραμμοφώνου κράτησε μέχρι το 1963 διότι υπήρχαν πολλά γραμμόφωνα και υπήρχε ζήτηση. Eν τω μεταξύ ένα πικάπ ήταν και ακριβό, δεν ήταν εύκολη η αντικατάσταση. Περίπου 25.000 ελληνικά τραγούδια βρίσκονται τυπωμένα σε δίσκους γραμμοφώνου. Ο συνθέτης με τους περισσότερους δίσκους γραμμοφώνου είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης, με 408 τραγούδια του να έχουν γραμμοφωνηθεί. Ο τελευταίος δίσκος γραμμοφώνου, φαίνεται να εκδόθηκε το 1960 (ή 1961) από τη Melody και περιείχε το τραγούδι «Θα φύγεις» με τη Μαίρη Καζή, μια τραγουδίστρια που τα επόμενα χρόνια της δεκαετίας του ΄60 θα εμφανιζόταν στο πλάι τραγουδιστών, όπως ο Πάνος Τζανετής και ο Γιώργος Αιγύπτιος. Το τραγούδι είχαν δημιουργήσει ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης (Τσάντας) και ο Αντώνης Πλωμαρίτης.

Κατ’ αυτό τον τρόπο πολλά ήταν εκείνα τα μουσικά κομμάτια δίσκων 78 στροφών τα οποία επανακυκλοφόρησαν σε σχετικές, νέες συλλογές 33 στροφών. Μια νέα εποχή είχε ανατείλει για τους λάτρεις της μουσικής και η μουσική βιομηχανία θα έγραφε ακόμα μια σελίδα στην ιστορία της. Αλλά γενικά οι δίσκοι βινυλίου 33 και 45 στροφών έφεραν μια τεράστια επανάσταση. Και ιδού μια ιστορία που φέρνει και την απόδειξη!

Τελικά ποιοι είναι οι… Beatles;

Στις 28 Οκτωβρίου του 1961 ένας νεαρός μπήκε στο υπόγειο δισκάδικο NEMS του Λίβερπουλ και ζήτησε το σινγκλάκι «My Bonnie» από κάποιους… Beatles. Το αφεντικό του μαγαζιού, ο 27χρονος Μπράιαν Επστάιν, δεν είχε ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Σημείωσε όμως στο μπλοκάκι του να ελέγξει την επιθυμία του πελάτη του. Τις επόμενες ημέρες υπήρξαν και άλλες παραγγελίες αυτού του εντελώς άγνωστου άσματος. Ο Επστάιν επέμεινε και κάποιος τού είπε ότι ήταν γερμανικός δίσκος, οπότε εκείνος πήρε τηλέφωνο την Deutsche Grammophone στο Αμβούργο. Δεν υπήρχαν… Beatles (επακριβώς) αλλά είχαν αναλάβει τη διανομή ενός γκρουπ από το Λίβερπουλ. Λέγονταν Tom Sheridan and the Beat Brothers και όντως τραγουδούσαν το «My Bonnie». Ο Επστάιν παράγγειλε ένα «κουτί», δηλαδή 25 αντίτυπα, τα οποία πουλήθηκαν την ίδια κιόλας ημέρα.

Τελικά έμαθε ότι η μπάντα λεγόταν επισήμως Beatles, απλώς οι Γερμανοί έχουν κάνει αυτή τη μικρή προσαρμογή για λόγους… αιδούς. Παρ’ ότι εύηχο στην αγγλική γλώσσα, στη γερμανική σλανγκ το όνομα παρέπεμπε στη λέξη «peedles» (= ανδρικό όργανο). Έμαθε όμως ότι αυτοί οι τύποι έπαιζαν σε ένα υπόγειο κλαμπ πολύ κοντά στο μαγαζί του. Ο Επστάιν αντίκρισε στη σκηνή το πιο απείθαρχο ποπ σχήμα του γαλαξία. Ο ήχος είχε «κάτι», αλλά τέσσερις νεαροί που κάπνιζαν, έπιναν και έβριζαν αστεία την ώρα που έπαιζαν δεν ήταν και καμιά εικόνα φοβερή. Το management ανέλαβε από εκείνο το βράδυ ο ίδιος, συμβάλλοντας στο μεγαλύτερο ποπ φαινόμενο του πλανήτη.

Συνέπεια όλων το juke box και ο… μπαμπάς του

Πριν από 70 και πλέον χρόνια, στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό, ένα juke box που βασιζόταν στο τηλέφωνο συνέδεε τον κόσμο με τις αγαπημένες του μελωδίες.

Το 1953, η Loretta Shepard ήταν ακόμα έφηβη όταν, με το ψευδώνυμο Joyce, μιλούσε με αγνώστους μετά τα μεσάνυχτα, καθώς δούλευε σε ένα κρυφό στούντιο, χειριζόμενη αυτό που για την εποχή του ήταν τεχνολογία αιχμής.

“Μας είπαν να μην πούμε τίποτα για εμάς, οπότε έπρεπε να εργαστούμε με διαφορετικό όνομα. Ήταν πολύ αυστηροί με το να ξέρει κάποιος πού ήσουν ανά πάσα στιγμή. Ήταν για τη δική μας προστασία”,

αναφέρει.

LORETTA SHEPARD

Η “Joyce” δεν ήταν κατάσκοπος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ανήκε σε μια μικρή ομάδα γυναικών στην Πολιτεία της Ουάσιγκτον που δούλευαν ως DJ για τα Multiphone, μια εταιρία με τζουκ μποξ που βασιζόταν στο τηλέφωνο, παρέχοντας αυτό που κάποιοι θα μπορούσαν να θεωρήσουν ως την πιο πρώιμη μορφή εμπορικού streaming. Η Shepard, η οποία εργαζόταν στην Τακόμα, λέει ότι περιστασιακά έπαιζε και τον ρόλο της θεραπεύτριας, καθώς καλούσαν και μοναχικοί τύποι για να ακούσουν, τόσο το αγαπημένο τους τραγούδι, όσο και μια άλλη ανθρώπινη φωνή.

“Αν δεν ήμασταν απασχολημένες, μιλούσαμε μαζί τους. Χρειαζόντουσαν κάποιον για να μιλήσουν. Απλώς ακούγαμε, [και] ήμασταν ευγενικές με όποιον βρισκόταν στην άλλη άκρη”,

λέει η ίδια.

Τα Multiphone, πνευματικό τέκνο του εφευρέτη από το Σιάτλ, Ken Shyvers, εμφανίστηκαν το 1939. Εκείνη την εποχή, τα τζουκ μποξ είχαν τη δυνατότητα για 20 δίσκους περίπου, το πολύ. Ο Shyvers ήθελε να επεκτείνει τη λίστα αναπαραγωγής, οπότε δημιούργησε το Shyvers Multiphone, ένα μίνι-τζουκ μποξ, με αισθητική Art Deco. Είχε ύψος περίπου 20 ίντσες και, κατά την εποχή της ακμής του στα μέσα του αιώνα, μπορούσε κανείς να τα βρει από τραπεζαρίες και μπαρ, μέχρι drive-in κινηματογράφους. Το μηχάνημα διέθετε πάνω από 170 τραγούδια για να επιλέξει κανείς, το καθένα με διαφορετικό αριθμό. Οι πελάτες χρησιμοποιούσαν το ενσωματωμένο τηλέφωνό του για να συνδεθούν με τον τοπικό πολυφωνικό σταθμό, γεμάτο με δίσκους και πικάπ. Στην άλλη άκρη της γραμμής περίμενε ένας DJ που θα απαντούσε στην κλήση και θα έπαιζε τον δίσκο που του ζητήθηκε. Οι σταθμοί, που βρισκόντουσαν στο Σιάτλ, την Τακόμα, το Μπρέμερτον και το Σποκέιν, στελεχώθηκαν εξ ολοκλήρου από γυναίκες. Ο ακροατής έβαζε το κέρμα του και άκουγε την οικοδέσποινα από τον κεντρικό σταθμό να ρωτάει,

 “ποιον αριθμό, παρακαλώ;”

O ακροατής απαντούσε με το νούμερο που ήθελε. Η κοπέλα έπιανε τον δίσκο από το ράφι, τον έβαζε στο πικάπ που σχετιζόταν με το μέρος που βρισκόταν ο ακροατής και αυτό ήταν.

Έτσι τα περιγράφει ο ιστορικός John Bennett ο οποίος διευθύνει το Jukebox City, μια vintage επιχείρηση με τζουκ μποξ στο Τζορτζτάουν, και συλλέκτης Multiphone ο ίδιος. Τη δεκαετία του 1980, ο Bennett αγόρασε περίπου 500 Multiphones, τα οποία πούλησε σε ένα κατάστημα με αντίκες που είχε εκείνη την εποχή. Τότε, τα Multiphone πωλούνταν έναντι 100 δολαρίων το κομμάτι, αλλά σήμερα είναι πολύ πιο σπάνια και μπορεί να κοστίζουν πάνω από 2.000 δολάρια.
Αν και ο Shyvers βελτίωσε την τεχνική, η ακρόαση μουσικής από το τηλέφωνο δεν ήταν κάτι καινούργιο. Το πρώτο σύστημα streaming, το theatrophone, εφευρέθηκε στη Γαλλία το 1881, για το οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή του άρθρου μας. 

Σε όλο το Παρίσι, σε ξενοδοχεία, καφετέριες, κλαμπ κ.ά., είχαν εγκατασταθεί τηλέφωνα τοίχου με κερματοδέκτη και μετέδιδαν ζωντανά προγράμματα όπερας, θεάτρου και ειδήσεων για πέντε λεπτά. Τρία Shyvers Multiphone από τη συλλογή του John Bennett

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΖΟΥΚ ΜΠΟΞ

Κασέτες και Κασετόφωνα 

Οι δίσκοι βινυλίου 45 και 33 στροφών έφεραν μαζί με την εμφάνισή τους μια πραγματικά εκρηκτική επανάσταση στη μουσική βιομηχανία. Η έκρηξη μάλιστα της εμπορικής εκμετάλλευσης του βινυλίου ώθησε σε εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων βινυλίου για όλα τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη σταδιακή περιθωριοποίησή τους με την έλευση μιας διαφορετικής προσέγγισης του ήχου. Στην πράξη η παραγωγή δίσκων βινυλίου δεν σταμάτησε ποτέ, θα λέγαμε όμως πως κατά κάποιο τρόπο παραμερίστηκε… 

Η κασέτα ως μέσο παρουσιάστηκε στην παγκόσμια αγορά σχεδόν ταυτόχρονα με τους δίσκους 33 στροφών. Ωστόσο, η ευρεία εμπορική της χρήση καθιερώθηκε περίπου 20 χρόνια αργότερα, στα τέλη δηλαδή της δεκαετίας του 60’. Ιδιαίτερα προς τα τέλη της δεκαετίας του 70’ και μετά, με τη διάθεση των φορητών μαγνητόφωνων, οι κασέτες γνώρισαν μεγάλη άνθηση και οι εταιρίες εφάρμοσαν την παράλληλη κυκλοφορία των τίτλων τους σε κασέτες και δίσκους 33 στροφών.

Τα μονοφωνικά φορητά κασετόφωνα που μπορούσαν να λειτουργήσουν με μπαταρίες, καθώς και τα μικρά στέρεο κασετόφωνα αργότερα (walkman), έγιναν το πιο δημοφιλές μέσο ακρόασης μουσικής για τη νεολαία, υποχρεώνοντας και τις εταιρίες με τη σειρά τους να «υποταχθούν» στο πνεύμα της εποχής.

Εποχή άφησαν όμως και οι κασέτες… χωρίς ήχο! Οι 60λεπτες και 90λεπτες άγραφες κασέτες αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους απανταχού μουσικόφιλους. Συνδυάστηκαν αρμονικά με τα βινύλια και το ραδιόφωνο, φιλοξενώντας αυτοσχέδιες προσωπικές συλλογές από διαφορετικά βινύλια και ραδιοφωνικές ηχογραφήσεις. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, που η άνθισή τους συνδυάστηκε με τα πρώτα χρόνια της ελεύθερης ιδιωτικής ραδιοφωνίας.

Ψηφιακή εποχή ήχου και CD 

Έτσι, με την έλευση της ψηφιακής εποχής κασέτες και βινύλια θα πάρουν σιγά σιγά το δρόμο προς την ιστορία. Η λεγόμενη «ψηφιακή εποχή» θα κάνει την εμφάνισή της στις αρχές της δεκαετίας του 80’. Το πρώτο μικρό δισκάκι διαμέτρου 12 εκατοστών όπου βγάζει ψηφιακό ήχο, καθώς και το πρώτο player, θα παρουσιαστούν από τις εταιρίες Sony και Philips το 1982, μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα συνεργασίας, έρευνας και προσπάθειας.

Το CD (Compact Disc) δεν ήταν παρά η εμπορική αποτύπωση της τεχνολογίας laser στη μουσική, με την οποία όμως στάθηκε πια δυνατό να ακούμε το ηχογραφημένο περιεχόμενο χωρίς την άμεση “επαφή” του player με το δίσκο. Μικρό μέγεθος, μεγάλη χωρητικότητα, ανθεκτικό υλικό, καλή ποιότητα ήχου καθώς και εύκολη πλοήγηση στο μουσικό περιεχόμενο ήταν μόνο κάποια από τα χαρακτηριστικά που καθιέρωσαν πολύ γρήγορα παγκοσμίως το CD ως το κύριο μέσο εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου και μουσικής της δεκαετίας του 80’.

Αν και στην αρχή οι δισκογραφικές εταιρίες εμφανίστηκαν διστακτικές απέναντι στη νέα τεχνολογία, γρήγορα υποχρεώθηκαν να την αποδεχθούν και τελικά να εκδώσουν και να επανεκδώσουν στα επόμενα χρόνια ανυπολόγιστο αριθμό τίτλων σε CD. Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 80’ οι πωλήσεις CD παγκοσμίως θα ξεπεράσουν ακόμα και αυτές του βινυλίου. Οι πρώτες ηχογραφήσεις σε CD αφορούσαν κυρίως κλασική μουσική, μιας και οι θαυμαστές της φαίνονταν περισσότερο διατεθειμένοι να καταβάλουν το αντίστοιχο υψηλό αντίτιμο, προκειμένου να αποκτήσουν CD με την αγαπημένη τους μουσική αλλά και CD-players, τους απόγονους των walkman.

Ωστόσο, στα πρώτα CD ήχου που εκδόθηκαν συγκαταλέγεται και το CD των Abba με τίτλο «The visitors», καθώς και η «Συμφωνία των Άλπεων» του Ρίχαρντ Στράους που ηχογραφήθηκε για λογαριασμό της Deutsche Grammophon, κοντά στα μέρη που ο Berliner, σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα, είχε ηχογραφήσει τους πρώτους δίσκους γραμμοφώνου!

Στην Ελλάδα τη δεκαετία του 90’ οι δισκογραφικές εταιρίες προχώρησαν σε μαζική επανέκδοση ενός πολύ μεγάλου αριθμού δίσκων βινυλίου σε CD, ξεκινώντας από κλασικά έργα Ελλήνων δημιουργών. Μέχρι και σήμερα, το CD εξακολουθεί να είναι το κύριο μέσο παραγωγής και διάθεσης μουσικής όχι μόνο στην χώρα μας, αλλά παγκοσμίως. Στα 25 και πλέον χρόνια ζωής του, πάνω από 200 δισεκατομμύρια τίτλοι μουσικής σε cd έχουν πουληθεί παγκοσμίως.

Περίπου 10 χρόνια μετά την εμφάνισή του, το cd θα “μικρύνει” σε μέγεθος, όταν η εταιρία Sony στις αρχές του 1991 θα παρουσιάσει το Mini Disc (MD). Το Mini Disc ποτέ δε γνώρισε την απήχηση του cd στην αγορά, ή τουλάχιστον αυτή που ανέμεναν οι εμπνευστές του. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως σα μέσο εγγραφής παρά αναπαραγωγής, λόγω και της ευκολίας που έχει ως προς την αναζήτηση ή και την επί τόπου επεξεργασία των περιεχομένων του.

Αλλά τα πράγματα δεν σταμάτησαν εκεί.

DVD, BluRay και στο βάθος mp3 και ψηφιακές πλατφόρμες 

Η τεχνολογία έφερε και την απόλυτη ψηφιακή επανάσταση και στη μουσική. Υπήρξαν μέσα τα οποία διαδέχτηκαν τα CD, όπως για παράδειγμα τα DVD ή ακόμα και οι οπτικοί δίσκοι Blu-Ray. Και κάπου εδώ φαίνεται να ολοκληρώνεται η ιστορία του δίσκου, ας ακούγεται μεγάλη κουβέντα, αφού η τεχνολογία επιτρέπει πλέον στον καθένα να έχει ψηφιακή πρόσβαση στην ακρόαση της μουσικής.

Νωρίτερα στην ιστορία, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μία νέα και ιδιαίτερα δημοφιλής μέχρι τις μέρες μας ψηφιακή κωδικοποίηση του ήχου έκανε την εμφάνισή της. Δεν είναι άλλη από τα πασίγνωστα αρχεία mp3 που αποτελούν πιστό μας σύντροφο σχεδόν δύο δεκαετίες! Η ανακάλυψη ανήκει σε γερμανούς μηχανικούς και αποτελεί μία συμπιεσμένη μορφή αρχείου ήχου, στην οποία έχουν αφαιρεθεί συχνότητες που δεν ακούει το ανθρώπινο αυτί και που δίνει αρχείο με πολύ μικρότερο μέγεθος, αλλά με ένα αρκετά ικανοποιητικό μουσικό αποτέλεσμα, ποιότητας λίγο υποδεέστερης από αυτής του compact disc. Από την ίδια πηγή κατασκευάστηκε και το πρώτο mp3 player, με σκοπό ακριβώς αυτό, να παίζει mp3 αρχεία μουσικής.

Ωστόσο η αρχική προσέγγιση που δημιουργήθηκε ο πρόδρομος του Mp3 Player το 1979 (σχέδιό του αριστερά στην πάνω φωτογραφία), ο IXI (άι-έξ-άι) ήταν διαφορετική. Αφορούσε τη δυνατότητα εκμηδένισης του κόστους παραγωγής, αφού το μηχάνημα αυτό θα μπορούσε να καταγράφει από Live εμφανίσεις των καλλιτεχνών, να παίρνει μετά τη φωνή και να γίνεται μόνο εγγραφή σε δίσκο ή ακόμα να δημιουργήσει ένα νέο πελατειακό χαρακτήρα, περίπου όμοιο με αυτόν που είχε δημιουργήσει  το θεατρόφωνο (αρχή άρθρου).

Μόνο που αντί κάποιος να ακούει από μακριά, θα μπορούσε να πάει σε ένα κατάστημα μουσικής, δίσκων κλπ και να βάλει να ακούσει ότι θέλει και… καθήμενος! Το εργαλείο βρήκε το δρόμο του και έτσι τα mp3 έκαναν τελικά τη δική τους επανάσταση, ιδιαίτερα από τα πρώτα χρόνια της ανέλιξης της δημοφιλίας του internet, με περίοπτη θέση στη μουσική βιομηχανία στις μέρες μας. Σήμερα, οι περισσότερες εταιρίες έχουν επιλέξει να διακινούν τη μουσική και τα έργα των καλλιτεχνών τους μέσω διαδικτύου σε μορφή mp3, κομμάτι κομμάτι, αν όχι αποκλειστικά, σίγουρα παράλληλα και με τους άλλους τρόπους διάθεσης.  Για τους απλούς χρήστες πάντως, ιδιαίτερα της νεότερης γενιάς, τα αρχεία mp3 παραμένουν καθημερινός σύντροφος μουσικής απόλαυσης. Μικρά σε μέγεθος, χωρούν κατά δεκάδες σε δισκάκια cds, ανταλλάσσονται εύκολα ακόμα και με e-mail, τα έχει μαζί του κανείς πάντα στο φορητό του mp3 player. Αν κάποιος ζωγράφιζε την εποχή μας, σίγουρα δε θα έλειπε από τον πίνακά του, ο νεαρός με το iPod στο χέρι και τα ακουστικά στα αυτιά…

Πλέον οι ψηφιακές πλατφόρμες είναι αυτό που γιγαντώθηκε, συνδρομητικά κανάλια «πώλησης» που άλλαξαν μια για πάντα –εκτιμάται- τη μουσική παραγωγή και κατ’ επέκταση τη δισκογραφία. Η δυνατότητα του μέσου είναι επαναστατική, αφού η παραγωγή περνά στα χέρια του καθενός, ο οποίος με τα δικά του οικονομικά δεδομένα δημιουργεί, «ανεβάζει» σε πλατφόρμα, πουλάει ή απλά γίνεται γνωστός ή και απλά κάνει το κέφι του. Κάτι που με τα προηγούμενα δεδομένα δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί…   

Υ.Γ. Οι πηγές αυτού του άρθρου είναι… πάμπολλες! Θα σημειώσω τις βασικές, όσο και εγκυρότατες, που είναι:

Recording History by David Morton | www.recording-history.org

Fabulous Phonograph 1877 – 1977 by Roland Gelatt

Sound Recording: The life story of a technology by David Morton

https://www.atlasobscura.com/

Εφημερίδα “Το Βήμα”, Το χρηματιστήριο του βινυλίου, 8-10-2000

Sony, Deutche Grammophon

Εφημερίδα “Καθημερινή”, 18-8-2007

Thomas Edison Official Site | www.thomasedison.com   

0