Την πρώτη μας τηλεόραση την αγοράσαμε το 1973. Ηταν θυμάμαι μια τεραστίου όγκου Celvinator, με ξύλινη διακοσμητική επένδυση. Ασφαλώς το πρώτο απαραίτητο αξεσουάρ ήταν το κατάλευκο σεμεδάκι με τις πανέμορφες μαργαρίτες που κέντησε για χάρη της,η μαμά…
Την θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την ημέρα που ο μπαμπάς, την μετέφερε στο σπίτι. Σοκ και δέος! Βλέπεις, πάψαμε πια να είμαστε απ’ τους τελευταίους στην γειτονιά που δεν διαθέταμε δικό μας τηλεοπτικό δέκτη! Μέχρι τότε, την ώρα που άρχιζε ο «Άγνωστος πόλεμος»(Τηλεοπτική σειρά αντίστοιχη της μεταγενέστερης «Λάμψης», αλλά με έντονες χακί αποχρώσεις), πηγαίναμε επίσκεψη στης γειτόνισσας μας, στης κυρίας Μαρίας, που είχε σύζυγο ναυτικό και διέθετε τηλεόραση από το 1972! Μα πολύ πριν γίνουμε κι εμείς «προνομιούχοι», ήταν ολοφάνερο σε εμάς τουλάχιστον τα παιδιά, ότι ετούτη η ασπρόμαυρη μικρή οθόνη, είχε έλθει στις ζωές μας, για να αλλάξει τα πάντα! Πριν από την μαζική είσοδο της στα σαλόνια μας, τα βραδάκια η γειτονιά γέμιζε κόσμο στις αυλές και κάναμε βεγγέρες !Οι μεγάλοι μιλούσαν, η έπαιζαν ακορντεόν και κιθάρα, τραγουδώντας υπέροχα παλιά τραγούδια, ενώ εμείς τα πιτσιρίκια, οργιάζαμε λεύτερα, με κρυφτό, κυνηγητό, «μήλα» και ποδόσφαιρο. Γενικά εκείνες οι ώρες είχαν μια εντελώς δική τους μαγεία, η οποία όμως σύντομα, έμελλε να χαθεί για πάντα.
Με κάποια έννοια, όπως έλεγε κι ο Νίκος Ξυλούρης σε κάποιο από τα αγαπημένα τραγούδια του, «ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ»! Άξαφνα, ακριβώς πάνω στην ώρα που στους δέκτες ξεκινούσε κάποιο σήριαλ, η έστω μια ελληνική ταινία, όλοι εξαφανίζονταν ως δια μαγείας! Τα αυτοκίνητα σταματούσαν να κυκλοφορούν στους δρόμους, κι ένας πρωτοφανής όσο και απόκοσμος σχεδόν, αντίλαλος από συντονισμένους τηλεοπτικούς δέκτες, πλανιόταν σαν τρόμος πάνω από την πόλη. Μα ενώ ακόμη εμείς τα παιδιά προτιμούσαμε τα «Αγαλματάκια- ακούνητα -αμίλητα και στον τοίχο κολλημένα» ,οι μεγαλύτεροι από εμάς, στην ουσία παίζανε ακριβώς το ίδιο παιγνίδι, βουλιαγμένοι στους καναπέδες των σαλονιών τους, για χάρη κάποιου τηλεοπτικού δρώμενου. Εγώ, εκείνη την εποχή σαν άλλος Οδυσσέας, πρωτοανακάλυπτα τον κόσμο. Μα ούτε κι εγώ γλύτωσα εντελώς, από τις σειρήνες της μικρής οθόνης .Υπήρχε μια φωνή απ’ αυτές που ταξίδευαν στον αέρα ,που όχι μόνο ξυπνούσε μέσα μου μιάν άλλη διάσταση, μα την έντυνε κι όλα ,με τα πιο υπέροχα χρώματα. Ήταν η ερωτική, βαθιά ανθρώπινη όσο και αισθαντική, χροιά της φωνής του Δημήτρη Χορν.
Παρα την επι χρόνια ισχυρή πεποίθησή μου περί του ακριβώς αντιθέτου ,ο Δημήτρης Χορν είχε πρωταγωνιστήσει σε μόλις έντεκα κινηματογραφικές παραγωγές. Οι ερμηνείες του όμως, ειδικά σε κάποιες από αυτές, όπως «Το κορίτσι με τα μαύρα», «η Κάλπικη λίρα», το «Αλλοίμονο στους νέους» και φυσικά στο «Μια ζωή την έχουμε» , έμελλε να δώσουν ένα «άλλο» επίπεδο, στον μαγικό κόσμο του σελιλόιντ. Ποιος δεν τον θυμάται ως ζωγράφο, να δημιουργεί τον πίνακα της ζωής του, με τίτλο «Σ’ Αγαπώ», συντροφιά με την εξ ίσου μυθική και μετ’ έπειτα σημαντικότερη σχέση της ζωής του, Έλλη Λαμπέτη; Ποιος δεν θυμάται το μισοφαγωμένο από τις γατούλες ψάρι του διευθυντή του,που δέχθηκε επίθεση από γατούλες στον δρόμο , ενώ ο αγαπημένος Τάκης(όπως τον φώναζαν οι φίλοι του), είχε σταθεί αφηρημένος στην βιτρίνα ενός καταστήματος; Ποιος μπορεί να λησμονήσει το απίστευτο πλάνο, την ώρα που ως ταμίας της Χρηματοπιστωτικής Τραπέζης, είχε βγει στον δρόμο τυλιγμένος με χαρτοταινίες αριθμομηχανών ,ενώ κοιτούσε με απόγνωση στο βλέμμα, τον αριθμό του ποσού που είχε πλεόνασμα ,πάνω στις πινακίδες κυκλοφορίας των διερχομένων οχημάτων, στους δρόμους της Αθήνας του 1961;
Μα κι αν ακόμη τα προσπεράσει κανείς όλα αυτά, πώς να σβήσεις ποτέ απ’ το μυαλό σου, την θεϊκή ερμηνεία του στο «Κυριακάτικο ξύπνημα» και ειδικότερα στο τραγούδι «Δυστυχισμένος», την στιγμή που ανακαλύπτει εντελώς τυχαία, επάνω στην πίστα, ότι κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου; Όπως και να έχει, σίγουρα ελάχιστοι υπήρξαν οι ηθοποιοί, που όταν τους παρακολουθούσες, πρώτα τους ερωτευόσουν για αυτό που «έβγαζαν» ως ύπαρξη και ακολούθως για τον τρόπο με τον οποίον υπερασπίζονταν τον εκάστοτε ρόλο τους. Ανάμεσα μάλιστα στα διακεκριμένα «θύματα» της γοητείας του ανεπανάληπτου Δημήτρη Χορν , περίοπτη θέση κατείχε και το μεγάλο, «μικρό σπουργίτι» του Γαλλικού πενταγράμμου, η περίφημη Έντιθ Πιαφ η οποία, μετά από μια απρόσμενη όσο και σύντομη γνωριμία μαζί του,θα του στείλει μίαν εξόχως ερωτική επιστολή τονίζοντας ανάμεσα σε άλλα, «…Θα ‘Θελα να ζω πολύ κοντά σου, νομίζω πως θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο και πιστεύω επίσης πως σε καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω πως είμαι ικανή να τα παρατήσω όλα για σένα!»
Ο «ευπατρίδης» του θέατρου, Δημήτρης Χορν ,όπως τον αποκαλούν πολλοί από τους μεταγενέστερους συνάδελφους του, γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1921 στην Αθήνα. Πατέρας του, ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν ,μητέρα του η Ευτέρπη Αποστολίδη, ενώ ευτύχισε να έχει νονά του,την αξεπέραστη ηθοποιό, Κυβέλη. Όλα λοιπόν ξεκινούσαν με ιδανικό τρόπο για το πιο φωτεινό (κατά πολλούς) αστέρι της υποκριτικής τέχνης στην Ελλαδα ,ενώ σίγουρα και το λάδι της μυθικής νονάς του τελικά, έπιασε τόπο. Μάλιστα, η πρώτη εμφάνιση του Δημήτρη Χορν ήταν κυριολεκτικά μέσα στην αγκαλιά της Κυβέλης, στο έργο «Γειτόνισσες», (που υπέγραφε ως δημιουργία ,ο πάτερας του Παντελής) και μάλιστα σε ηλικία μικρότερη των τεσσάρων ετών.
Αργότερα, θα ακολουθήσουν οι σπουδές του στο Εθνικό θέατρο, στο οποίο αριστεύει, δίνοντας μάλιστα εξετάσεις με το ποίημα του Κώστα Βάρναλη, «Οι μοιραίοι». Στην συνέχεια, θα ακολουθήσει μια αληθινά λαμπρή καριέρα ,που περιλαμβάνει δεκάδες θεατρικές παραστάσεις, από το 1939 με το έργο «Πέρσαι» του Αισχύλου, έως και το 1993, με την ανεπανάληπτη εμφάνιση του στο μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ως αφηγητής του παραμυθιού του Σεργκέι Προκόφιεφ, «Ο Πέτρος και ο Λύκος». Ασφαλώς και πέρα από τις έντεκα ταινίες στις οποίες αναφέρθηκα νωρίτερα ,στην διάρκεια της λαμπρής καριέρας του, ξεχωρίζουν εκτός από τις υπέροχες ραδιοφωνικές εκπομπές του, και οι εντελώς «δικές» του ερμηνείες, σε αρκετά από κάποια, ιδιαιτέρως αγαπημένα τραγούδια της εποχής, όπως το «Ποιος το ξέρει», «Πες μου μια λέξη», «Οι θαλασσιές οι χάντρες» , «Ας ειν’ καλά το γινάτι σου», και ασφαλώς τα θεϊκά «Ηθοποιός σημαίνει φως» καθώς και το «Παρτυ»,από την μυθική πια, «Οδό Ονείρων» του άλλου λατρεμένου, Μάνου Χατζιδάκι, το 1962.
Ανήκω σε μια γενιά ανθρώπων, των οποίων ο «χάρτης» της ζωής ,έμελλε να υποστεί συντριπτικές αλλαγές. Το Παγκράτι εκείνη την εποχή είχε χωματόδρομους! Υπήρχε ακόμη ο γαλατάς, που κάθε πρωί άφηνε στις εξωπόρτες των μονοκατοικιών κι από ένα γυάλινο μπουκάλι γάλα. Ασφαλώς υπήρχε και ο παγοπώλης ,αφού τα περισσότερα νοικοκυριά διέθεταν, ψυγεία πάγου. Υπήρχε όμως σε εμάς τα παιδιά, πίσω και πέρα από όλα, μια «Ιθάκη» ανεμελιάς, που όμοια της,δεν θα ξαναβρίσκαμε ποτέ. Στην αυλή του σπιτιού μας, εκεί στην οδό Φιλιππότου στον Άγιο Αρτέμιο, υπήρχε μια ελιά, μια πορτοκαλιά, ένα κυπαρίσσι, μια αμυγδαλιά κι ανάμεσα τους, ένα πηγάδι!
Θυμάμαι τα σπουργίτια να ερωτεύονται και να δημιουργούν τις φωλιές τους στην φυλλωσιά μιας τεράστιας Ακακίας που οριοθετούσε και την μεσοτοιχία μας με τον γείτονα. Ακόμη θυμάμαι τον πατέρα τα βράδια, μετά την δουλειά, όταν μας έπαιζε κουκλοθέατρο κάτω απ’ το τραπέζι της κουζίνας, κι άλλοτε πάλι, όταν μας άφηνε κυριολεκτικά άφωνους, με τα μαγικά ταχυδακτυλουργικά του κόλπα. Μα ακόμη κι οι εποχές τότε, ήταν απόλυτα διακριτές αναμεταξύ τους. Καλοκαίρι σήμαινε παγωτό και κεράσια και καρπούζι,ενω το κάθε λαχανικό η φρούτο, είχε τον μήνα και το άρωμα του. Φυσικά, ο Σεπτέμβρης, πάντα μας δρόσιζε πιστά, με τα μελένια πρωτοβρόχια του, τότε που ξεσήκωνε από την αυλή και τους χωματόδρομους, ένα ερωτικά μεθυστικό άρωμα φρεσκονοτισμένου χώματος. Κι όταν άλλα βράδια η «μαρίδα» έσμιγε στην αλάνα της γειτονίας ,Θεέ μου,τι αίσθηση ήταν αυτή να βιώνεις μια απόλυτη ευτυχία και ταυτόχρονα να αγνοείς παντελώς τον φόβο της φθοράς και του θανάτου!
Πολλές φορές με πνίγει γλυκά, η νοσταλγία για εκείνον τον αιώνια ανεξίτηλο, εντός μου κόσμο. Συχνά τα βράδια δακρύζω μπροστά στο αναπάντητο ερώτημα, γιατί η κοινωνία μας ξεπούλησε το αυθεντικό άρωμα του γιασεμιού ,για κάποιο φτηνιάρικο υποκατάστατο του, από πλαστικό πέρφιουμ εσωτερικού χώρου. Κι εγώ πια, καλά το γνωρίζω ότι έζησα ανάμεσα σε άλλα φαντάσματα, εξόριστος ισόβια, από εκείνες τις ολόχρυσες Γαζίες της γειτονιάς μου. Χιλιάδες ήταν και οι φορές που προσπάθησα να εξηγήσω είτε σε κάποιον φίλο, είτε σε κάποιον διευθυντή μου στην τράπεζα όπου εργάζομαι, σχετικά με το πλεόνασμα των 1.101,101,10 στιγμών απόλυτης θλίψης που βιώνουμε όλοι πια, μέσα στις σύγχρονες συνθήκες της διαβίωσης μας. Και κάθε φορά εκείνοι, απορροφημένοι στα δικά τους, με αντιλαμβάνονται σαν κάποιον ενοχλητικό, αθεράπευτα ρομαντικό παρείσακτο, στην αχλή των μικρόκοσμων τους και φυσικά με τον έναν η τον άλλο τρόπο τελικά, μου κάνουν επίθεση . Τι ζητάς, μου λένε? Να μείνουμε πίσω? Να αγνοήσουμε την πρόοδο και την τεχνολογία? Λέγε ανόητε! Τι σπουδαίο , έχεις να μας πεις? Λέγε ανόητε! Βρε εσυ,θα μας τρελάνεις! Δεν κουράστηκες ακόμα, να αναπολείς χρόνια με χωμάτινους δρόμους και δέντρα γεμάτα έρωτες σπουργιτιών? Λέγε λοιπόν ανόητε, γιατί μας διακόπτεις? Βρε εσύ θα μας τρελάνεις!
Κι εγώ, ντρέπομαι! Και αιώνια σιωπώ. Μα είναι μια σιωπή φρίκης. Φρίκης και κυρίως συμβιβασμού. Ίσως για αυτό όλο και πιο συχνά τα βράδια στον ύπνο μου, ταυτίζομαι με τον ταμία Δημήτρη Χορν, στην σκηνή με τον απασχολημένο διευθυντή του, Χρήστο Τσαγανέα. Μπουκάρω λοιπόν στο γραφείο του, αποφασισμένος να του πω για το πλεόνασμα της κατάθλιψης μιας ολόκληρης χώρας, εκείνος πάντοτε με κοιτά με απόγνωση και μου φωνάζει, « Μίλα ανόητε! Τι σπουδαίο έχεις να μας πεις?» Κι όλο στο τέλος εγώ ξυπνώ ιδρωμένος απ’ τον εφιάλτη που διάλεξα αντί για ζωή, και κραυγάζω, «Τίποτα, τίποταααα, τίποτααααααααα!!!!»
Υγ. Χθες μόλις, υπέπεσε στην αντίληψη μου κι ένα εντελώς άγνωστο και ως εκ τούτου παγκόσμια ανέκδοτο περιστατικό, με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Χορν. Κάποιος φίλος, «βαμβακένια» ενήλικος πια,μου εκμυστηρεύτηκε,ότι διάβασε εντελώς τυχαία στην εφημερίδα κάποτε, μια μικρή αγγελία πώλησης μιας Bentley,και «χοντραίνοντας» επιτηδευμένα την φωνή του, κάλεσε έτσι,καθαρά από παιδική περιέργεια,προκειμένου να ενημερωθεί σχετικά με την τιμή του αυτοκινήτου. Στο τηλέφωνο απάντησε ο Δημήτρης Χορν, που ωστόσο ,αμέσως κατάλαβε την αληθινή ηλικία του συνομιλητή του! Παραδόξως όμως,αντί να τον αποπάρει, πολύ ευγενικά του εξήγησε, ότι θα μπορούσε ίσως να μιλήσει για το θέμα, αλλά μόνο με τον πατέρα του ανηλίκου… «υποψήφιου» αγοραστή, ενώ έκλεισε την συνδιάλεξη χαμογελώντας, και με την ευχή, πως όταν εκείνος κάποτε μεγαλώσει κι επιμείνει να αγοράσει το αυτοκίνητο των ονείρων του, να διαθέτει τότε και το αντίστοιχο χρηματικό αντίτιμο, ώστε να το αποκτήσει!
Σημείο αναφοράς (λέω εγώ, τώρα) τούτο το…ασήμαντο περιστατικό, τόσο της ευγένειας της ψυχής του τεράστιου Δημήτρη Χορν, όσο και μιας εποχής, που ακόμη δεν διέθετε ψηλά μπαλκόνια ώστε να διαθέτει και «αφ’ υψηλού» συμπεριφορές. Ενίοτε δε και προκειμένου για να πετάει και κάποια… «ανεπιθύμητα» παιδιά της, από αυτά ,κατ’ ευθείαν, στους θλιβερούς ακάλυπτους του ψυχικού μας κενού.