Υπέρ ταλαντούχα ηθοποιός αλλά παράλληλα και μια γοητευτική γυναίκα, η Μαίρη Λαλοπούλου υπήρξε ένα από τα μυθικά πρόσωπα του Ελληνικού κινηματογράφου, με συμμετοχή μόλις σε δώδεκα ταινίες. Ωστόσο όλοι θα τη θυμόμαστε από το ρόλο της στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου “Τζένη Τζένη”, ως κυρία Κασσανδρή που αναρωτιέται:“Τρεις γάμοι είναι πολλοί σε μια σεζόν;”.

 

Ως κυρία Κασσανδρή με τον κινηματογραφικό της σύζυγο Λάμπρο Κωνσταντάρα, στην ταινία “Τζένη – Τζένη”.

 

 

Ποια όμως ήταν η Μαίρη Λαλοπούλου;

Γεννημένη στην Αθήνα το 1926 πρωτοεμφανίστηκε στο σανίδι το 1949 και στον κινηματογράφο μερικά χρόνια αργότερα, το 1952, στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου “Ένα Βότσαλο στη Λίμνη”. Θεατρικά συνεργάστηκε με τον Κώστα Μουσούρη, την Έλλη Λαμπέτη, την Κυβέλη και το Γιώργο Παππά. Ιδιαίτερα σχολιάστηκε η παρουσία της στο ΚΘΒΕ το 1970, πρωταγωνιστώντας στο “Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας” του Σαίξπηρ, με σκηνοθέτη το Σπύρο Ευαγγελάτο.

Ο κινηματογράφος για τη Μαίρη Λαλοπούλου υπήρξε ότι για τους περισσότερους ηθοποιούς του Θεάτρου: μέσο επιβίωσης. Εμφανίστηκε σε 12 ταινίες με πιο αξιόλογες τις τέσσερις που γύρισε στη Φίνος Φιλμ: “Τζένη – Τζένη”, “Οι Κυρίες της Αυλής“, “Νύχτα Γάμου” και “Επαναστάτης Ποπολάρος“.

 

Μαζί με τους Κώστα Πρέκα, Ελένη Προκοπίου, Ντίνο Ηλιόπουλο και Κατερίνα Γιουλάκη στην ταινία “Οι Κυρίες της Αυλής”.

 

 

Η πολιτική της δράση, η σύλληψη, τα βασανιστήρια…

Η Μαίρη Λαλοπούλου ανήκε στην ΕΠΟΝ, όπως και τα τρία αδέλφια της (δυο αδελφές και ένας αδελφός). Στις 24 Ιουνίου του 1944 η ηθοποιός βρέθηκε μαζί με άλλα μέλη της ΕΠΟΝ, στο εργοστάσιο της «Ελληνικής Εριουργίας» στον Περισσό, με σκοπό να ενημερώσουν τους εργάτες  για το τι συνέβαινε στο Κάιρο με τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα αστικά κόμματα και το συνασπισμό του ΕΑΜ, που είχαν ως θέμα τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας.

Η χαμογελαστή ηθοποιός κρύβει μια πολύ στενάχωρη ιστορία. Οι ΕΠΟΝίτες που συγκεντρώθηκαν ήταν άοπλοι και δεν περίμεναν να χτυπηθούν. Μόλις ξεκίνησε η συγκέντρωση άρχισαν οι πυροβολισμοί. Η Λαλοπούλου περιέγραψε τη σκηνή με λεπτομέρεια: «Η όλη ενέργεια ήταν προδομένη. Μας άφησαν να προχωρήσουμε σε μια αίθουσα με μηχανήματα και μεγάλες μπάλες από μπαμπάκια, στην οποία είχαν πιάσει δουλειά οι εργάτες. Μόλις ετοιμαζόμαστε να αρχίσουμε, άρχισε το πιστολίδι. Ήταν ήδη μέσα στο εργοστάσιο τα Τάγματα και μπουκάρισαν με τα πιστόλια χτυπώντας μας μέσα στην αίθουσα. Έγινε πανικός, κυρίως από τις εργάτριες. Όλοι άοπλοι. Προσπαθούσαμε να κρυφτούμε πίσω από το μπαμπάκι, αλλά έναν-έναν μας ανακάλυπταν και με κλωτσιές και χτυπήματα στα κεφάλια με τις μπερέτες, μάς έβγαλαν έξω στην αυλή. Σπρωγμένη με κλωτσιές, μ’ έβγαλε και μένα ο Μπέλκας, ένας κόκκινος στα μούτρα, κοντός, ίδιο τέρας. Ο Κωστάκης στην Ελπίδος [το κέντρο βασανιστηρίων της Ειδικής Ασφάλειας, στο ξενοδοχείο «Κρυστάλ» της οδού Ελπίδος 3] έτρωγε ξύλο όλη μέρα. Δε μαρτύρησε. Άλλωστε κανένας απ’ όσους πέθαναν από το ξύλο ή βασανίστηκαν ολόκληρη εκείνη τη μέρα δε μαρτύρησε. Εκείνος ή μάλλον εκείνη που μαρτύρησε, δεν έφαγε ούτε μία. Δείλιασε και τα ξέρασε όλα, όταν είδε στη Νέα Ιωνία να δέρνουν γυναίκες και άντρες οι Γερμανοί και οι “αιμοχαρείς τσολιάδες”. Και φυσικά την άλλη μέρα ήτανε σπίτι της. Ο Ρέππας δερνόταν ολόκληρη την ημέρα. Νύχτα πια, κάποια στιγμή που η πόρτα του δωματίου που με είχαν, ίσως και επίτηδες, είχε μείνει μισάνοιχτη από έναν ταγματασφαλίτη που βγήκε μετά από “ανάκριση” που μου έκανε, είδα απέναντι την πόρτα του καμπινέ ανοιχτή, και έναν Ρέππα πεσμένο με τα μούτρα στη λεκάνη. Τον έσυραν δυο χαφιέδες σκοτωμένο πια. Τα όργανά του ήταν γεμάτα αίματα και μαύρα. Τα είδα όλα, όπως τα λέω. Αφού με βασάνισε απάνθρωπα η ομάδα βασανιστών της οδού Ελπίδος, ένας από τους βασανιστές μου βούτηξε το χέρι του στο αίμα του κορμιού μου και γλείφοντάς το μου είπε: “Να! κοίτα μωρή, είμαι ο αιμοχαρής τσολιάς και σου πίνω το αίμα”. Μουσκεμένη στο αίμα, με κολλημένα τα ξεσκισμένα ρούχα μου στις ξεσκισμένες σάρκες μου, με μεταφέρανε στις φυλακές Χατζηκώστα. Εκεί είχανε μεταφέρει από την οδό Ελπίδος και την Καλλισθένη Σμπαρούνη-Κύρκου και από διάφορα άλλα αστυνομικά τμήματα πολλές άλλες κοπέλες χτυπημένες».

Η Μαίρη Λαλοπούλου γλίτωσε και επέζησε. Την εμπειρία αυτή όμως, σύμφωνα με ανθρώπους του περιβάλλοντος της  δεν μπόρεσε να την ξεπεράσει ποτέ και της δημιουργούσε κατά καιρούς ψυχολογικά προβλήματα. Άλλωστε αυτό δεν ήταν το μόνο χτύπημα στην οικογένειά της. Η μία της αδελφή πέθανε σε ηλικία μόλις 22 ετών από την ταλαιπωρία, τα συνεχή βασανιστήρια και τις κακουχίες, ενώ η άλλη συνελήφθη στα 15 της και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, από το οποίο κατάφερε να επιζήσει. Παρόμοια τύχη είχε και ο αδελφός της που οδηγήθηκε στην εξορία. 

Η Μαίρη Λαλοπούλου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία, μόλις 63 ετών, στις 14 Μαΐου 1989.

 

 

 

 

458